Ενα κάστρο παραμυθένιο στην παραλιακή, επί της λεωφόρου Ποσειδώνος, στο Παλαιό Φάληρο, με δύο πύργους να αντιστέκονται στον αφανισμό της αρχιτεκτονικής και του αστικού παρελθόντος της Αθήνας. Ενα από εκείνα τα κτίρια που εξάπτουν τη φαντασία και σε κάνουν να αναρωτιέσαι ποια είναι η ιστορία των ανθρώπων που έζησαν σε αυτό σε εποχές που η θάλασσα έφτανε σχεδόν μέχρι την πόρτα του.
Στην περίπτωση της πρώην οικίας Κουλούρα, η απάντηση υπάρχει στη διάθεση όλων, όπως και η δυνατότητα περιήγησης στο εσωτερικό του, εκεί όπου φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Πρόκειται για το Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών, όπου παρουσιάζεται μέρος από την πολύτιμη συλλογή παιχνιδιών της Μαρίας Αργυριάδη (1946-2018), μία από τις δέκα καλύτερες της Ευρώπης, παρακαλώ, με αντικείμενα από την Ελλάδα αλλά και από τον υπόλοιπο κόσμο, αν και η έμφαση δίνεται στην τοπική ιστορία.
Ενα πρωτότυπο μουσείο ανοιχτό για όλους, μικρούς, μεγάλους, ειδικές ομάδες, ελληνικό και ξένο κοινό, που είναι σίγουρο ότι δεν θα αφήσει ασυγκίνητο κανέναν – κι ας ακούγεται υπερβολικό το statement. Πυκνό σε εκθέματα, με περίπου 3.500 αντικείμενα (το 90% προέρχεται από τη συλλογή Αργυριάδη που αριθμεί περί τα 20.000 παιχνίδια) τοποθετημένα σε προθήκες με χρονολογική συνέπεια αλλά με μια αφηγηματική, κατά βάση, προσέγγιση. «Η συλλογή παιχνιδιών θίγει με ρεαλισμό, ευαισθησία και ακρίβεια ζητήματα της ιστορίας και της εξέλιξης σε ό,τι αφορά στο παιδί μέσα στον κύκλο του χρόνου. Και βέβαια αφηγείται πολλές ιστορίες» θα πει η Μαίρη Βέργου, υπεύθυνη του Μουσείου Μπενάκη Παιχνιδιών μαζί με τη Νόρα Χατζοπούλου.
Μικρογραφημένοι κόσμοι και κοινωνικές τάσεις
Από τα παιχνίδια της αρχαιότητας, με παλαιότερο όλων μια κουκουβάγια-σείστρο (14ο αι. π.Χ.) από την Κύπρο, μια πρώιμη μορφή κουδουνίστρας, ως τα παιχνίδια της δεκαετίας του ’70 που θεωρούνται το έτερο χρονολογικό ορόσημο των εκθεμάτων – αν και παρουσιάζεται και ένα χειροποίητο τζιπ που έφτιαξε ένας παππούς για την εγγονή του στις αρχές τού 2000 κατ’ εικόνα και ομοίωση του οχήματος που οδηγούσε ο στρατηγός Πάτον με τον αγαπημένο αρκούδο της Μαρίας Αργυριάδη να το οδηγεί –, στους δύο ορόφους του μουσείου (ισόγειο και υπόγειο) εκτυλίσσονται πολλές ιστορίες, όχι μόνο τύπων παιχνιδιών αλλά και κοινωνικών τάσεων.
«Τα παιχνίδια αντανακλούν τις αξίες της κοινωνίας κάθε εποχής, είναι ένας μικρογραφημένος κόσμος στα μέτρα του παιδιού»
Παιχνίδια-απόρροια των ελληνικών εθίμων στον κύκλο του χρόνου στην ύπαιθρο αλλά όχι μόνο, από τις αυτοσχέδιες κουτσούνες ως την κούκλα-νύφη, το πρώτο δώρο της νονάς στη βαφτιστήρα της, στο θέατρο σκιών αλλά και στις αριστουργηματικές μινιατούρες σερβίτσιων και επίπλων για τα πιο προνομιούχα κορίτσια (απίθανη μια μικρογραφία γυάλινης βιτρίνας που ανήκε στη βασίλισσα Ολγα), «τα παιχνίδια αντανακλούν τις αξίες της κοινωνίας κάθε εποχής, είναι ένας μικρογραφημένος κόσμος στα μέτρα του παιδιού» όπως θα πει η Μαίρη Βέργου.
Ενα πρώτο σχετικό δείγμα, το υπερμέγεθες κουκλόσπιτο της σκιτσογράφου, σκηνογράφου-ενδυματολόγου Ελλης Σολομωνίδου-Μπαλάνου «La Maison De Gaulle», η πιο πρόσφατη δωρεά που έγινε στο μουσείο. Βρίσκεται στο ισόγειο και είναι ένα δαιδαλώδες αστικό σπίτι σε πλήρη ανάπτυξη, με τα δωμάτια των μελών της οικογένειας, όπως βεβαίως και της υπηρεσίας – η ρωσίδα μαγείρισσα Σόνια έχει στο μικρό της δωμάτιο την μπαλαλάικα και τη ματριόσκα της. Ξεκίνησε να το φτιάχνει και να το διακοσμεί το 1940, όταν ήταν εννέα ετών, και η μητέρα της την κατηύθυνε προς αυτή τη δραστηριότητα για να αποσπάσει την προσοχή της από τον πόλεμο και μέσα στις δεκαετίες έως και το 2021, οπότε και ολοκληρώθηκε, πρόσθετε δωμάτια και διακοσμητικά στοιχεία για να εμπλουτίσει την οικιστική σάγκα της οικογενείας Ντε Γκωλ, με πατριάρχη έναν επινοημένο ήρωα-απόγονο του στρατηγού, για τον οποίο άκουγε στο ραδιόφωνο την περίοδο του πολέμου. «Είναι ένας μικρόκοσμος που αντικατοπτρίζει την ιστορία της ελληνικής αστικής οικογένειας. Ενα παιχνίδι που έγινε χόμπι και μια απόδειξη ότι το παιχνίδι μάς αφορά όλους, όποιες και αν είναι οι καταβολές μας» θα πει η Μαίρη Βέργου.
Κάθε μεγάλος θα θυμηθεί το παιδί που ήταν (προσωπική… μαντλέν οι «Φιλεναδίτσες» στα μικροσκοπικά κουτιά-κρεβάτια τους, με το εμπορικό σήμα της Ελ Γκρέκο). Πέρα από τους όποιους συναισθηματισμούς, η επίσκεψη είναι μια επιμορφωτική εμπειρία. Ας πούμε, για παράδειγμα, για τη γνωριμία με τις τσόχινες κούκλες Lenci με τις εκπληκτικές, αληθοφανείς παιδικές εκφράσεις (αθώα έκπληξη, πονηριά, μουτρωμένο πρόσωπο) που βρίσκουμε διάσπαρτες στο μουσείο. Τις πρωτοδημιούργησε στο Τορίνο η Ελενα Σκαβίνι στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και η τεχνογνωσία της μεταφέρθηκε στην Ελλάδα χάρη σε μια καθηγήτρια της Παπαστρατείου Σχολής. Ή για το «Κουκλοθέατρο της Αντίστασης» του Νίκου Ακίλογλου τη δεκαετία του ’40, ο οποίος έδινε παραστάσεις για να εμψυχώσει τους αντάρτες στα βουνά με τα ανδρείκελα των Χιτλερίδη και Μισιλίνη.
Φαντάζομαι ότι ένα παιδί θα τρελαθεί από τα οπτικά ερεθίσματα, αν και σε κάθε περίπτωση θα έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τις αντιδράσεις του σε ένα περιβάλλον με ανοίκεια, ως επί το πλείστον, αντικείμενα που όμως σε προκαλούν να αποκτήσεις απτική σχέση μαζί τους. Δεν είναι εφικτό, εκτός και αν συμμετέχουν σε κάποιο από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που πραγματοποιούνται από την υπεύθυνη του Μουσείου Μπενάκη Παιχνιδιών επί του θέματος, Αναστασία Φωτοπούλου.
«Αφορούν όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, τα ειδικά σχολεία, δομές προσφύγων, ομάδες με προβλήματα όρασης, ενώ θα ξεκινήσει και ένα πρόγραμμα για άτομα με άνοια που θα αφορά όλα τα παραρτήματα του Μπενάκη. Στο συγκεκριμένο μουσείο γίνεται μια πρώτη γνωριμία, η καλλιέργεια της ιδέας ότι το παιχνίδι μπορεί να είναι πολλά πράγματα και να έχει σχέση και με την καθημερινή ζωή, με την τέχνη, την επιστήμη, την τεχνολογία. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν ορισμένα αντικείμενα εκτός προθηκών που μπορούν να τα πιάσουν στα χέρια τους».
Σε νέα τροχιά
«Οι άνθρωποι του Μπενάκη έχουν βάλει σκοπό να καταστήσουν ορατό «το μωρό» των ιστορικών Μουσείων Μπενάκη και να το κάνουν να σφύζει από ζωή»
Κι όμως, πρόκειται για ένα αφανές μουσείο το οποίο δεν είναι ευρέως γνωστό στον κόσμο, πόσω μάλλον να έχει γίνει σημείο αναφοράς – έστω στα νότια προάστια. Ξεκίνησε τη λειτουργία του τον Οκτώβριο του 2017 και ίσα που πρόλαβε να συστηθεί στο κοινό της Αθήνας και των περιχώρων της αλλά και να διοργανώσει την περιοδική έκθεση με τίτλο «Παραδοσιακές κούκλες και παιχνίδια από την Ιαπωνία» (2019) με την ιαπωνική πρεσβεία, προτού υποστεί τις συνέπειες της πανδημίας και των απανωτών lockdowns μαζί με τα υπόλοιπα μουσεία της χώρας. Οι άνθρωποι του Μπενάκη έχουν βάλει σκοπό να το αλλάξουν αυτό, να καταστήσουν ορατό «το μωρό» των ιστορικών Μουσείων Μπενάκη και να το κάνουν να σφύζει από ζωή.
Αφενός λοιπόν θα ενεργοποιηθεί ο ένας από τους δύο πύργους του – μελλοντικά το σχέδιο είναι να συμβεί το ίδιο και με τον δεύτερο –, σε αυτό το κτίριο εκλεκτικιστικού ρυθμού από τα τέλη του 19ου αιώνα που ήταν αρχικά η οικία του Σπυρίδωνα Δεσπόζιτου, μετά έγινε «αναρρωτήριο-υδροθεραπευτήριο» του ιατρού Γεωργίου Μηλιαρέση και στη συνέχεια ανήκε στον Αθανάσιο και τη Βέρα Κουλούρα. Η τελευταία το κληροδότησε στο Μπενάκη τη δεκαετία του ’70 και έγιναν ορισμένες εργασίες για τη μετατροπή του σε μουσείο, όμως ο χαρακτήρας του διατηρείται, ο δε χώρος υποδοχής-έκδοσης εισιτήριων παραμένει ίδιος, ενώ εμφανίστηκαν και οι οροφογραφίες του ύστερα από εργασίες αποκατάστασης που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2012-2015 (με ΕΣΠΑ 2007-2013).
Ο πύργος θα φιλοξενήσει κουκλόσπιτα που χρονολογούνται από τα τέλη του 19ου αιώνα, «καθένα από τα οποία θα έχει τη δική του ιδιαίτερη, προσωπική ιστορία, γιατί είναι κάτι στο οποίο δίνουμε ιδιαίτερη σημασία» σημειώνει η Νόρα Χατζοπούλου. Θα είναι μια ευκαιρία να ανεβαίνουν οι επισκέπτες στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου που πλαισιώνεται από τους δύο πύργους και να έρχονται σε επαφή με τα μυστικά τους, όπως βεβαίως και με την απίθανη, απρόσκοπτη θέα προς τον λόφο της Καστέλλας στο βάθος. Ο πύργος θα ανοίξει για το κοινό στις 18 Μαΐου, τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων. Λίγο νωρίτερα, τον προσεχή Απρίλιο, θα ανοίξει ο κήπος και θα ενεργοποιηθεί μια καντίνα (θα την «τρέχει» το catering του Δειπνοσοφιστηρίου, σταθερός συνεργάτης των μουσείων Μπενάκη) στην αυλή, στο πίσω μέρος της έπαυλης, και θα προσφέρει την απαραίτητη ανάπαυλα στο κοινό.
«Θέλουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητές του στον μέγιστο βαθμό, να το μάθει ο κόσμος και να καταλάβει ότι προσφέρεται και για δεύτερη και για τρίτη επίσκεψη.»
Οπως θα πει ο επιστημονικός διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, Γιώργης Μαγγίνης: «Θέλουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητές του στον μέγιστο βαθμό, να το μάθει ο κόσμος και να καταλάβει ότι προσφέρεται και για δεύτερη και για τρίτη επίσκεψη. Είναι ένα μουσείο το οποίο μέχρι τώρα στοχεύει κυρίως στο ελληνικό κοινό – στα παιδιά αλλά και στους ενήλικες, στα σχολεία, στις ειδικές ομάδες. Με την αλλαγή του τοπίου του τουρισμού τώρα πια στο νότιο μέτωπο – τα νέα ξενοδοχεία της παραλιακής, την ανάπλαση του Ελληνικού – πιστεύω πλέον ότι θα αποκτήσει και ένα νέο, διεθνές κοινό, στο οποίο είναι πολύ δημοφιλή τέτοιου είδους μουσεία. Πιστεύουμε ότι θα ξεκινήσει μια νέα εποχή για αυτό το μουσείο, στο οποίο η πρόσβαση είναι πολύ εύκολη». Πράγματι, το κτίριο βρίσκεται απέναντι από τη δημοφιλή Μαρίνα Φλοίσβου, κοντά στην πεζογέφυρα επί της Ποσειδώνος, στο ύψος του Παλαιού Φαλήρου, αλλά και στον σταθμό του τραμ «Τροκαντερό», γεγονός που το καθιστά πρόσφορο για να ενταχθεί στην εβδομαδιαία ή κυριακάτικη συνήθεια των κατοίκων της πόλης.
Η ιστορία πίσω από τις ατελείωτες ιστορίες
Το πώς ξεκίνησαν όλα για το Μουσείο Παιχνιδιών και κατ’ επέκταση και για το συλλεκτικό πάθος της ερευνήτριας, συντηρήτριας παιχνιδιών και συγγραφέως, Μαρίας Αργυριάδη, είναι λίγο-πολύ γνωστά, έχουν γίνει μάλιστα εμμέσως και βιβλίο για παιδιά, το «Ενας αρκούδος μια φορά» (εκδόσεις Πατάκη) της Ελένης Γερουλάνου. Οταν δηλαδή «συνάντησε» το 1970 ένα ξεχαρβαλωμένο μικρό αρκουδάκι με μια γαλάζια κορδέλα στην πραμάτεια ενός γυρολόγου στην πλατεία Αβησσυνίας στο Μοναστηράκι. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να συλλέγει ευρωπαϊκά παιχνίδια με τη συνδρομή και του παλαιοπώλη συζύγου της, Απόστολου Αργυριάδη, μέχρις ότου την «ταρακούνησε» η συμβουλή μιας πολύ γνωστής ερευνήτριας, της Ντόροθι Κόλμαν, όταν η Αργυριάδη τής έδειξε τη συλλογή σε ένα πρώιμο στάδιό της σε ένα συνέδριο σχετικά με κούκλες στο Μονακό, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. «Γιατί δεν συλλέγεις ελληνικά παιχνίδια;» την προέτρεψε.
«Η Μαρία Αργυριάδη συνειδητοποίησε ότι έχουμε κι εμείς στην Ελλάδα έναν θησαυρό. Εκτοτε γύρισε όλη την Ελλάδα σπιθαμή προς σπιθαμή χτυπώντας πόρτες σε σπίτια αστικά αλλά και σε χωριά, ρωτώντας πάντα ποια είναι η πιο παλιά οικογένεια για να αναζητήσει παιχνίδια…»
«Η Μαρία Αργυριάδη συνειδητοποίησε ότι έχουμε κι εμείς στην Ελλάδα έναν θησαυρό. Εκτοτε γύρισε όλη την Ελλάδα σπιθαμή προς σπιθαμή χτυπώντας πόρτες σε σπίτια αστικά αλλά και σε χωριά, ρωτώντας πάντα ποια είναι η πιο παλιά οικογένεια για να αναζητήσει παιχνίδια, τα παραπεταμένα αντικείμενα ενός νοικοκυριού, κατά κανόνα. Ηθελε να σώσει τα παιχνίδια, να πει την ιστορία τους. Παράλληλα συνέχισε να συλλέγει παιχνίδια από όλον τον κόσμο» καταλήγει η Νόρα Χατζοπούλου. Η Αργυριάδη συνέλεξε κάθε λογής παιχνίδι και μικροπαίχνιδο ανά την ελληνική επικράτεια, για παράδειγμα στο υπόγειο του μουσείου έχει στηθεί και μια εντυπωσιακή μεγάλη βιτρίνα με δεκάδες αντικείμενα από πήλινα, γύψινα, τσίγκινα ή υφασμάτινα παιχνίδια που πωλούνταν στους περιβόλους των εκκλησιών στα ελληνικά πανηγύρια από τη δεκαετία του ’20 και του ’30 και αργότερα.
Γεννημένη στην Αθήνα και απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών, συνδεόταν με βαθιά και μακροχρόνια φιλία με τον Αγγελο Δεληβορριά, τον αείμνηστο, επί 41 χρόνια, διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη. «Θα κάνουμε ένα μουσείο παιχνιδιών!» της ανακοίνωσε θερμά όταν εκείνη του εμπιστεύθηκε ότι ένιωθε την ανάγκη να μοιραστεί όσα μάζεψε με κόπο και φροντίδα. Η δωρεά έγινε το 1991 και ο Δεληβορριάς ήταν εκείνος που επέλεξε και το κτίριο, το κάστρο με τους δύο οκταγωνικούς πύργους, για να φιλοξενήσει τα δεκάδες παραμύθια εντός του. «»Δώρισα τα παιχνίδια και τον εαυτό μου στο Μουσείο Μπενάκη» συνήθιζε να λέει η Μαρία Αργυριάδη. Μέχρι τελευταία στιγμή ήταν εδώ, αρχικά ως υπεύθυνη της συλλογής «παιχνιδιών και παιδικής ηλικίας» και αργότερα ως υπεύθυνη του Μουσείου» θυµάται η Νόρα Χατζοπούλου.
Μέσα από την πρώτη της ιδιότητα προσκλήθηκε από τα ΚΑΠΗ Νέου Κόσμου για να δει τη δουλειά που είχαν κάνει οι ηλικιωμένοι όταν τους είχε ζητηθεί να φτιάξουν τα παιχνίδια των παιδικών τους χρόνων. Η Αργυριάδη ενθουσιάστηκε όταν είδε μια «κούνια» με δυο μωρά που είχε κάνει μια γυναίκα χρησιμοποιώντας μόνο ένα μαντίλι τσέπης. Εκτοτε προκηρύχθηκε πανελλαδικός διαγωνισμός με θεματική «Ξαναφτιάχνω τα παιχνίδια των παιδικών μου χρόνων» (1991) σε συνεργασία με τα ΚΑΠΗ και η ίδια επισκέφθηκε σχεδόν όλες τις δομές, από τη Βόρεια Ελλάδα μέχρι την Κρήτη, προκειμένου να συγκεντρώσει τα αντικείμενα που φιλοτέχνησαν οι ηλικιωμένοι. Ορισμένα από αυτά, μαζί και η «μαντιλένια» κούνια, βρίσκονται σε δύο προθήκες, δίπλα σε εκείνη που φιλοξενεί τα παιχνίδια που είχε η ίδια ως παιδί αλλά και λίγο αργότερα, όταν μεγάλωσε και δεν έχασε την επαφή με τον παλιό, μικρό της εαυτό. Οπως τον αρκούδο με τη γαλάζια κορδέλα, πλήρως αρτιμελή και φροντισμένο, σε περίοπτη θέση και με την υποψία μειδιάματος(;) να υπαινίσσεται την αυταρέσκεια της επίγνωσης ότι υπήρξε η αρχή των πάντων, ο πρώτος και παντοτινός ήρωας αυτού του όµορφου παραµυθιού.
INFO Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών: Λεωφόρος Ποσειδώνος 14 και Τρίτωνος 1, Παλαιό Φάληρο.