Δεν εμφανίζεται συχνά στα νέα της τέχνης, όμως το Ateneum Art Museum, το πιο σημαντικό μουσείο της Φινλανδίας, που βρίσκεται στο Ελσίνκι, κάνει ένα τολμηρό βήμα σε ανεξερεύνητα μονοπάτια και αποκτά διεθνή προβολή.
Και αυτό γιατί διοργανώνει την έκθεση «Gothic Modern – From Darkness to Light» (έως 26/1/25), η οποία ρίχνει φως σε ένα όχι ιδιαίτερα προβεβλημένο φαινόμενο στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης, καθώς ιχνηλατεί τη βαθιά επιρροή της γοτθικής τέχνης στο έργο καλλιτεχνών του 19ου και 20ού αιώνα.
Η έκθεση προβάλλει περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς δημιουργούς μέσα από ένα φιλόδοξο εύρος που περιλαμβάνει περί τα 200 έργα: από τα απόκοσμα ονειρικά τοπία του Νορβηγού Εντβαρτ Μουνκ μέχρι τις θρηνητικές μορφές της γερμανίδας ζωγράφου του εξπρεσιονισμού Κέτε Κόλβιτς ή και το παιγνιώδες έργο «Head of a Skeleton with Burning Cigarette» (1886) του Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Ο στόχος είναι να αναδειχθούν τρόποι που οι καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν στυλιστικά στοιχεία και τη συναισθηματική ένταση της γοτθικής τέχνης για να αποτυπώσουν τα βάθη και τα πλάτη της ανθρώπινης φύσης.
Πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός διεθνούς ερευνητικού προγράμματος του οποίου ηγείται η Τζούλιετ Σίμπσον, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Coventry University. Ξεκίνησε το 2018 προκειμένου να μελετήσει και να αναδείξει πώς καλλιτέχνες οι οποίοι εκφράστηκαν μέσα από τη μοντέρνα τέχνη δεν κοίταξαν μόνο προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω: πώς άντλησαν έμπνευση από μεσαιωνικές πηγές για να ξεδιπλώσουν πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας, όπως το τραύμα, η σεξουαλικότητα, ο θάνατος αλλά και η αναγέννηση.
Μαζί με τη διευθύντρια του Ateneum Αννα-Μαρία φον Μπόνσντορφ, η οποία έχει αναλάβει την επιμέλεια της έκθεσης, θέλησαν να αναδείξουν πώς η γοτθική αισθητική και τα σημεία αναφοράς της έχουν εξελιχθεί ανά τους αιώνες, πώς οι καλλιτέχνες την έχουν χρησιμοποιήσει για να αντιμετωπίσουν τις πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, από το υπαρξιακό angst έως το αναπόφευκτο του θανάτου.
Πώς δηλαδή το gothic δεν είναι λείψανο του μεσαιωνικού παρελθόντος αλλά υπήρξε μια σταθερή, εξελισσόμενη επιρροή στην ιστορία της τέχνης. Σημειωτέον, αυτή θα είναι η πρώτη στάση της έκθεσης προτού ταξιδέψει στο Οσλο και στο Εθνικό Μουσείο της Νορβηγίας, όπως και στο Albertina της Βιέννης.
Goth και Αναγέννηση του Βορρά
Ξεκινώντας από την αρχιτεκτονική, η γοτθική αισθητική εξαπλώθηκε στους μεσαιωνικούς καθεδρικούς ναούς και στις εκκλησίες της Ευρώπης από τον 12ο έως τον 15ο και τον 16ο αιώνα, έπεσε σε δυσμένεια μετά την Καθολική Μεταρρύθμιση και επανεκτιμήθηκε από τους εκπροσώπους του Ρομαντισμού στη λογοτεχνία και ακολούθως στην τέχνη στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.
Το πρώτο γοτθικό μυθιστόρημα θεωρείται το «Το κάστρο του Οτράντο» (1764) του Oράτιου Oυόλπολ, ενώ η Μέρι Σέλεϊ έγραφε τον «Φρανκεστάιν» της το 1818. Η γοτθική αναβίωση αναδύθηκε ξανά πολύ δυναμικά μέσα στον 19ο αιώνα, κυρίως στην αρχιτεκτονική και στις διακοσμητικές τέχνες, μια στροφή που έγινε σε μια εποχή που η κοινωνία είχε αρχίσει να αντιδρά στην εκβιομηχάνιση.
Η γοτθική παράδοση, παρά τις οξείες, έντονες γωνίες της αρχιτεκτονικής της, για παράδειγμα, δεν συνδεόταν τόσο με την «αρρενωπότητα» αλλά με την πνευματικότητα, το μυστήριο, το «αλλόκοτο». Ιδίως μετά την αναβίωσή της και μέσα από τη λογοτεχνία, τα ανδρικά πρότυπα που προέτασσε δεν περιλάμβαναν τον ήρωα αλλά περισσότερο βασανισμένες ψυχές, φορείς της αναπόδραστης ανθρώπινης συνθήκης. Οι ζωγράφοι δεν έμειναν βέβαια ανεπηρέαστοι.
Διότι, παράλληλα, οι εκπρόσωποι της Αναγέννησης του Βορρά σε Ολλανδία, Φλάνδρα και Γερμανία, όπως ο περί ου ο λόγος Χανς Χολμπάιν ο νεότερος (1497-1543), έμεναν προσκολλημένοι στη γοτθική παράδοση. Οπως δηλαδή συνέβη και με καλλιτέχνες όπως ο Γιαν βαν Αϊκ, ο Αλμπρεχτ Ντίρερ και ο Ιερώνυμος Μπος, που ζωγράφιζαν υπερρεαλιστικές λεπτομέρειες και μεταφυσικά ή παράδοξα σύμβολα για να διερευνήσουν εσωτερικές ψυχολογικές καταστάσεις και να απεικονίσουν πνευματικές αλληγορίες σε έργα που έμοιαζαν ονειρικά ή εφιαλτικά.
Εξ ου και από μια έκθεση αυτού του είδους δεν θα μπορούσαν να λείπουν δείγματα των σπουδαίων της Αναγέννησης του Βορρά, όπως ο Λούκας Κράναχ ο πρεσβύτερος (1472-1553) και ο Χανς Χολμπάιν ο νεότερος, βεβαίως-βεβαίως. Τα έργα τους, γνωστά για τις επίμονες λεπτομέρειες και τον συμβολικό τους πλούτο, αποτέλεσαν έμπνευση για καλλιτέχνες του 20ού αιώνα οι οποίοι θέλησαν να εξερευνήσουν το γκροτέσκο, το υπερβατικό, το ιερό.
Συγκεκριμένα, ο Γερμανός Κράναχ, γνωστός για τα ακριβή, διεξοδικά ζωγραφισμένα πορτρέτα και τις αλληγορικές σκηνές, αποτύπωνε το γκροτέσκο ενσωματώνοντας συμβολικά στοιχεία που γοήτευσαν μεταγενέστερους καλλιτέχνες. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του «Η Ιουδήθ με το κεφάλι του Ολοφέρνη» (1530), βίαιο αλλά και εν μέρει γαλήνια όμορφο, που συνδυάζει τον τρόμο με τη γοητεία του μύθου.
Ο δε Γερμανοελβετός Χολμπάιν είναι γνωστός για τα ρεαλιστικά, τρομακτικά πορτρέτα του και τη σειρά ξυλογραφιών «Ο χορός του θανάτου» (1526), όπου παρουσίαζε τον θάνατο ως έναν οικείο συνοδό των ζωντανών.
Ο τρόπος που ζωγραφίζει την παραμικρή λεπτομέρεια, ο συμβολισμός των στοιχείων και το ψυχολογικό βάθος που προσδίδει στις μορφές ενέπνευσε καλλιτέχνες να εξερευνήσουν παρόμοια σκοτεινά θέματα μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσδίδοντας μια μελαγχολική και ενδοσκοπική ποιότητα στην τέχνη της εποχής…
Οταν δηλαδή αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για την τέχνη και την αρχιτεκτονική των γερμανόφωνων χωρών, το Βερολίνο έγινε κόμβος της σύγχρονης δημιουργίας και μεσαιωνικές πόλεις όπως η Μπριζ και το Λίμπεκ σημεία ενδιαφέροντος για τους εικαστικούς.
Ο κύκλος της φθοράς
Στο επίκεντρο της έκθεσης βρίσκεται ο πίνακας του φινλανδού συμβολιστή ζωγράφου Χιούγκο Σίμπεργκ (1873-1917) με τίτλο «Ο κήπος του θανάτου» (1896). Θεωρείται ένα έργο κατ’ εξοχήν γοτθικό – και το αριστούργημα του ζωγράφου.
Είναι ένα έργο ανοιχτό σε ερμηνείες καθώς σε αυτό απεικονίζεται ο θάνατος – διότι από τον Μεσαίωνα ένας ζωντανός σκελετός θεωρείται ότι συμβολίζει τον θάνατο. Ομως στις τρεις εικονογραφικές εκδοχές του στον πίνακα δεν εμφανίζεται ως μια απειλητική, τρομακτική φιγούρα, αλλά ως ένας συμπονετικός φροντιστής σε έναν κήπο.
Η τρυφερή απεικόνιση του Σίμπεργκ θολώνει το όριο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο και ευθυγραμμίζεται με τη θεματική του αέναου κύκλου φθοράς και αναγέννησης, όπως έχει εκφραστεί στη γοτθική τέχνη.
Η έκθεση δίνει επίσης έμφαση στο μνημειακό έργο του Εντβαρντ Μουνκ «Ο ήλιος» (1909) που ακτινοβολεί με μια ακατέργαστη, πρωταρχική δύναμη. Αυτό το έργο κυριαρχεί με τη συμμετρία και την έντασή του, ακτινοβολώντας τη θεϊκή υπόσταση της ζωής και της φύσης.
Το φως που αναβλύζει από τον πίνακα έρχεται σε αντίθεση με το σκοτάδι του γοτθικού στοιχείου και έρχεται να υποστηρίξει και τον υπότιτλο της εν λόγω έκθεσης «From Darkness to Light» (Από το σκοτάδι στο φως). Η εμμονή του Μουνκ με θεματικές όπως η θνητότητα, η απομόνωση και η μοναξιά, ο υπαρξιακός τρόμος, η αρρώστια και ο θάνατος γεφυρώνει υπό μία έννοια το χάσμα ανάμεσα στη σκοτεινή ενδοσκόπηση της γοτθικής τέχνης και τις πρωτοποριακές αναζητήσεις του μοντερνισμού.
Ο δρόμος της απώλειας
Δίπλα στον Μουνκ και στον Σίμπεργκ βρίσκονται τα σπαρακτικά έργα της ζωγράφου, χαράκτριας και γλύπτριας Κέτε Κόλβιτς (1867-1945). Εργα που δίνουν εικόνα και μορφή στα τραύματα του πολέμου και της θρηνητικής μητρότητας.
Η εικαστικός, που ξεκίνησε από τον ρεαλισμό αλλά συνδέθηκε περισσότερο με τον εξπρεσιονισμό, είναι γνωστή για τις απεικονίσεις της απώλειας και του πόνου. Το έργο της αντανακλά τις δικές της εμπειρίες, καθώς ως παιδί είδε τα αδέλφια της να πεθαίνουν, ενώ έχασε και τον μικρότερο γιο της στα πεδία των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε η ενσυναίσθησή της για τα βάσανα των μητέρων και των οικογενειών φτάνει σε απροσμέτρητο βάθος.
Οπως φαίνεται δηλαδή στο έργο της με τίτλο «Γυναίκα με νεκρό παιδί» (1903), ένα από τα πιο δυνατά χαρακτικά της, στο οποίο απεικονίζεται μια πενθούσα μητέρα που κρατά το νεκρό παιδί της, ένα θέμα διαχρονικό όσο και ιδιαίτερα επίκαιρο, που απαντάται έντονα στη γοτθική και στην αναγεννησιακή τέχνη.
Οι σειρές χαρακτικών της «Οι υφάντρες» (The Weavers) και «Ο πόλεμος των χωρικών» (Peasants War) αποτυπώνουν τις κοινωνικές αδικίες που υφίσταται η εργατική τάξη και προσδίδουν μια πολιτική διάσταση στο γοτθικό, αισθητικό της ύφος. Αν και όχι ευρέως γνωστή, η Κόλβιτς είναι αναγνωρισμένη, μάλιστα την άνοιξη και το καλοκαίρι που μας πέρασε είχε διοργανωθεί μια έκθεση αφιερωμένη στο έργο της στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMa) της Νέας Υόρκης. Η παρουσία της στην έκθεση του Ateneum αποδεικνύει εμφατικά πώς η τέχνη εκφράζει κοινά, ανθρώπινα συναισθήματα και εμπειρίες διά μέσου των αιώνων.
Goth σε τρεις διαστάσεις
Η έκθεση επιχειρεί να αναδείξει ότι αυτή η γοτθική αναβίωση βγήκε από τα όρια του καμβά και ενέπνευσε και τους τεχνίτες των εφαρμοσμένων τεχνών. Το κίνημα Αrts and Crafts που ίδρυσε ο Γουίλιαμ Μόρις στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα εμπνεύστηκε εν μέρει από τις μεσαιωνικές συντεχνίες που έδιναν έμφαση στη χειροτεχνία και στη δεξιοτεχνία των εξειδικευμένων μαστόρων.
Oπότε η έκθεση επεκτείνεται και σε διακοσμητικές τέχνες, παρουσιάζοντας έπιπλα, ταπετσαρίες και βιτρό του 19ου αιώνα, περίτεχνα σκαλισμένα ξυλόγλυπτα που απηχούν τη μεσαιωνική αισθητική και αρχιτεκτονική.
INFO
«Gothic Modern – From Darkness to Light»: Ateneum Art Museum, Ελσίνκι, έως τις 26 Ιανουαρίου 2025.