Κάποτε οι εχθροί των σημαντικών αρχαιολογικών μνημείων ήταν οι αστοχίες που μπορεί να είχαν γίνει κατά τις ανασκαφές, την αναστήλωση ή τις εργασίες συντήρησής τους, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η υπερβολικά μεγάλη τουριστική επισκεψιμότητα, τρεις παράγοντες που σίγουρα μπορούν να προκαλέσουν φθορές. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει δημιουργηθεί ένας ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος, ο οποίος ίσως να είναι δύσκολο να καταπολεμηθεί ή να αντιμετωπιστεί. Ο λόγος φυσικά για την κλιματική αλλαγή, η οποία απειλεί με μεγάλη καταστροφή πολλά αξιοθέατα σε όλον τον κόσμο. Η παράκτια διάβρωση αφανίζει αργά αλλά σταθερά μνημεία στο Ιράν, στη Σκωτία και στη Φλόριδα, το ίδιο συμβαίνει και σε άλλα μέρη του πλανήτη εξαιτίας της αυξανόμενης συχνότητας εμφάνισης τυφώνων ή ισχυρών καταιγίδων αλλά και λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Ενα από αυτά είναι οι Μεγαλιθικοί Ναοί της Μάλτας, μια ομάδα επτά μεγαλιθικών συνόλων που βρίσκονται στα νησιά της Μάλτας και του Γκόζο. Οι ναοί αυτοί θεωρήθηκαν πως κατέχουν εξαιρετική παγκόσμια αξία από την UNESCO, η οποία τους έχει χαρακτηρίσει Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ωστόσο τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουν πρόβλημα διάβρωσης από τις συχνές μπόρες και την αυξημένη υγρασία. Υπάρχει επίσης αυξημένος κίνδυνος από το λιώσιμο των παγετώνων, καθώς αποψύχεται το παγετώδες υπόστρωμα της Αρκτικής επιβαρύνοντας με βλαβερούς μικροοργανισμούς την ατμόσφαιρα της Γης.
Ενα επείγον, οικουμενικό ζήτημα
Ο τρόπος με τον οποίο αλλάζει το κλίμα έχει ευρύ αντίκτυπο στους αρχαιολογικούς χώρους, «σε τόσο ευρεία κλίμακα και σε τόσο διαφορετικά πλαίσια που το πρόβλημα είναι υπερβολικά μεγάλο για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί από έναν μόνο οργανισμό ή ειδικότητα» αναφέρεται σε εκτενές άρθρο που δημοσιεύθηκε πριν από λίγο καιρό στην έγκριτη επιθεώρηση «Antiquity», την οποία εκδίδει το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Το κείμενο του Γιούργκεν Χόλεσεν ονομάζεται «Climate change and the loss of archaeological sites and landscapes: a global perspective». Ο δανός ερευνητής βασίστηκε σε πολυάριθμες πρόσφατες επιστημονικές μελέτες από αρχαιολόγους σε ολόκληρο τον κόσμο για να καταλήξει στις βασικές υπάρχουσες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε Μνημεία Πολιτιστικής Κληρονομιάς και σε αυτές που ενδεχομένως να προκληθούν στο μέλλον, εξετάζοντας παράλληλα μια σειρά από πιθανές λύσεις. Αυτή τη στιγμή, μας λέει ο Χόλεσεν, η κλιματική κρίση επηρεάζει με τέτοιο τρόπο τα μνημεία που καταλήγει να υπονομεύει μια από τις βασικές αρχές της επιστήμης της αρχαιολογίας: την προστασία και τη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς: «Αυτό το αξίωμα υπονοεί ότι τα αρχαιολογικά μνημεία μπορούν να συντηρηθούν και να προστατευθούν με ελάχιστες φθορές, όμως έχοντας έρθει αντιμέτωποι με την κλιμάκωση της κλιματικής αλλαγής βλέπουμε ότι οι σημαντικές αυτές επιδιώξεις μοιάζουν πραγματικά ανέφικτες».
Ο Χόλεσεν απαριθμεί μια σειρά από στρατηγικές που θα μπορούσαν να αποδειχθούν σωτήριες για ορισμένα από τα μνημεία, στρατηγικές που πολλοί αρχαιολόγοι προτείνουν και θα ήθελαν να υιοθετήσουν αλλά αδυνατούν είτε λόγω έλλειψης πολιτικής πρωτοβουλίας είτε λόγω, σε κάποιες περιπτώσεις, τεχνολογικής ανεπάρκειας. Για παράδειγμα, θα μας βοηθούσε πολύ αν τα μοντέλα πρόβλεψης αλλαγής του κλίματος γίνονταν πιο ακριβή, ώστε να εντοπίζουν καλύτερα ποιες περιοχές και, επομένως, ποιοι αρχαιολογικοί χώροι θα αντιμετωπίσουν ποιο είδος και ποιον βαθμό ζημιάς. Αλλά αυτές οι πληροφορίες είναι μόνο το πρώτο βήμα. «Ακόμη κι αν οι αρχαιολόγοι και οι άλλοι ειδικοί βρεθούν εξοπλισμένοι τα επόμενα χρόνια με εργαλεία αρκετά αποτελεσματικά για να εντοπίσουν τις πιο ευάλωτες τοποθεσίες, θα έρθουν νομοτελειακά αντιμέτωποι με πολύ δύσκολες αποφάσεις: θα πρέπει να επιλέξουν τις τοποθεσίες που χρειάζεται να σωθούν και εκείνες που μπορούν να αφεθούν στην καταστροφή» γράφει στο άρθρο του. Μια στρατηγική στην οποία αναφέρεται ο Χόλεσεν είναι η υποτιμημένη δυνατότητα της αρχαιολογίας να παρακινήσει την πολιτική και λαϊκή βούληση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η οποία είναι η μόνη πραγματική λύση για την απώλεια της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Εχουμε δει και στα καθ’ ημάς πόσο έντονα συναισθηματικά αντανακλαστικά ενεργοποιούνται στη συζήτηση για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και ίσως κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον του ίδιου του μνημείου να τονιστεί ο επείγων χαρακτήρας της δράσης για την προστασία του περιβάλλοντος και να υπάρξει καταπολέμηση κάποιων έστω από τις επιπτώσεις.
Η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη έχει πάντως αναφερθεί στο παρελθόν στα σχετικά μέτρα που λαμβάνει η χώρα μας, η οποία οφείλει φυσικά λόγω πληθώρας μνημείων να πρωτοστατεί σε αυτόν τον αγώνα. Στην ομιλία της στο Μουσείο Ακρόπολης στο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Η κλιματική αλλαγή και η επίδρασή της στη ζωή και στην πολιτιστική κληρονομιά της Μεσογείου» ανέφερε, μεταξύ άλλων, το 2020: «Ενα από τα κύρια εργαλεία μας είναι η ψηφιακή καταγραφή και διαχείριση 21.000 μνημείων και χώρων, καθώς και οι ζώνες προστασίας τους, με τη βοήθεια ενός ολοκληρωμένου συστήματος πληροφοριών, το λεγόμενο Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο, το οποίο είναι δυνατόν να συνδεθεί με τους κλιματικούς χάρτες. Ενα επιπλέον μέτρο είναι η παρακολούθηση της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής στις ενεργειακές ανάγκες των μουσείων, καθώς και στην ποιότητα του εσωτερικού περιβάλλοντός τους. Αλλά και η ευαισθητοποίηση, μέσω μακροπρόθεσμων δράσεων επικοινωνίας, αποτελεί μέρος της συνολικής στρατηγικής μας. Τέλος, εξίσου σημαντική, είναι η συνεχής εκπαίδευση των στελεχών που χειρίζονται ανάλογα θέματα». Ας ελπίσουμε να αποδειχθούν όλα αυτά αρκετά.