Ο Μιχαήλ Ι. Μαρίνης, ξεκινώντας από το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών, έχει διαγράψει τα τελευταία χρόνια μια λαμπρή ακαδημαϊκή πορεία, με τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα να εστιάζουν στις περιοχές της Μορφολογίας, της Τυπολογίας Γλωσσών, της Γλωσσικής Επαφής, των Νεοελληνικών Διαλέκτων και της γλώσσας των Ελλήνων της Διασποράς. «Αναμφίβολα υπήρξα τυχερός τόσο ερευνητικά όσο και διδακτικά» αναφέρει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino. «Ερευνητικά, ήδη από την εποχή των μεταπτυχιακών μου σπουδών, μου δόθηκε η δυνατότητα να συμμετέχω σε πληθώρα ερευνητικών προγραμμάτων στο Εργαστήριο Νεοελληνικών Διαλέκτων του Πανεπιστημίου Πατρών υπό την εμπνευσμένη διεύθυνση της καθηγήτριας Αγγελικής Ράλλη, ενώ με την απόκτηση του διδακτορικού μου το 2020 ξεκίνησε μια εξαιρετικά γόνιμη συνεργασία μου με το Εργαστήριο Ελληνικής Διαλεκτολογίας του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Οχάιο των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία κρατά μέχρι και σήμερα, ενώ σχετικά πρόσφατα προέκυψε μια συνεργασία μου με την «Eδρα Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισμό» του ίδιου Πανεπιστημίου» εξηγεί, με τον ίδιο να διαθέτει επίσης και πλούσια διδακτική εμπειρία σε πανεπιστήμια της Ελλάδας, της Ευρώπης και των ΗΠΑ.

Kύριε Μαρίνη, πώς ξεκινά το ενδιαφέρον σας για τη γλώσσα;

«Θα έλεγα ότι ένα πρώτο, ευρύτερο και «προεπιστημονικό» ενδιαφέρον μου για τη γλώσσα εκδηλώνεται στα γυμνασιακά μου χρόνια, όταν οι εφηβικές μου ανησυχίες με οδήγησαν να ασχοληθώ με τη λογοτεχνία, αναγνωστικά και – τον καιρό εκείνο – και συγγραφικά. Αργότερα, στο Πανεπιστήμιο, ανακάλυψα την επιστήμη της Γλωσσολογίας η οποία, παρότι τότε ήταν για εμένα μια εντελώς καινούργια περιοχή, κέρδισε αμέσως το ενδιαφέρον μου. Μου παρείχε μια νέα αποκαλυπτική οπτική του τρόπου με τον οποίο η γλώσσα κωδικοποιείται στον νου του φυσικού ομιλητή, το πώς και το γιατί διαφοροποιείται μεταξύ των επιμέρους γλωσσικών κοινοτήτων, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλεται στον άξονα του χρόνου. Eνιωθα ότι μου δίνονταν τα εργαλεία που ήταν απαραίτητα προκειμένου να μελετήσω τη γλωσσική δομή και λειτουργία, με τρόπο αυτόνομο και πέρα από τα στενά όρια που θέτει η κανονιστική ανάγνωση ενός βιβλίου γραμματικής».

Είστε υπότροφος της «Eδρας Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισµό» στο Πολιτειακό Πανεπιστήµιο του Οχάιο. Τι σηµαίνει για εσάς αυτή η υποτροφία;

«Η συνεργασία µου µε την «Eδρα Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισµό» ξεκίνησε σχετικά πρόσφατα και είναι µια συναρπαστική εµπειρία. Ο διακεκριμένος καθηγητής Μπράιαν Τζόζεφ, ο οποίος αποτελεί ηγετική φυσιογνωμία στον χώρο της γλωσσικής αλλαγής, είχε την ιδέα να μελετήσουμε μαζί τη γλώσσα του Τύπου μέσα από το Ιστορικό Αρχείο του «Bήματος» και των «Nέων». Οπως καταλαβαίνετε, η ιδέα µε ενθουσίασε από την πρώτη κιόλας στιγµή και υπήρξαµε τυχεροί διότι η «Εδρα Μιλτιάδη Μαρινάκη για τη Νεοελληνική Γλώσσα και τον Πολιτισµό» εκδήλωσε αµέσως ενδιαφέρον για την υποστήριξή της. Μέχρι στιγμής, ασχοληθήκαμε με τη μελέτη των γλωσσικών χαρακτηριστικών των τίτλων των εφημερίδων σε επίπεδο συγχρονικό και διαχρονικό».

Πράγµατι, τον περασµένο Δεκέµβριο, στο διεθνές επιστηµονικό συνέδριο µε τίτλο «Ο πολιτισµός στο Ιστορικό Αρχείο των εφηµερίδων «Το Βήµα» και «Τα Νέα»: Γλώσσα και λογοτεχνία» παρουσιάσατε κάποια πρώτα συµπεράσµατα της έρευνάς σας.

«Η έρευνα που παρουσιάσαμε στο συνέδριο επικεντρώθηκε στη γλώσσα του Τύπου και συγκεκριμένα στη γλώσσα των τίτλων των εφημερίδων. Η επιδίωξή μας ήταν διττή: αφενός να καταγράψουμε τα συγχρονικά χαρακτηριστικά της γλώσσας των τίτλων και αφετέρου να διερευνήσουμε αν τα στοιχεία αυτά παραμένουν σταθερά ή αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Το εγχείρημα ήταν γοητευτικό αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά επίπονο και χρονοβόρο, καθώς υπάρχει σχεδόν παντελής απουσία σχετικής βιβλιογραφίας για την Ελλάδα και παράλληλα απαιτείται πολύ μεγάλος όγκος δουλειάς για την επιλογή των τίτλων, τη δημιουργία βάσης δεδομένων, την επισημείωσή τους και τη συνεπακόλουθη γλωσσολογική ανάλυση ώστε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα».

 

Ποια είναι λοιπόν τα πρώτα συµπεράσµατα που προκύπτουν;

«Φαίνεται ότι οι τίτλοι αποτελούν ένα ιδιαίτερο κειμενικό είδος με τις δικές τους συμβάσεις και τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το εντυπωσιακό για εμάς είναι ότι το κειμενικό αυτό είδος είναι «ζωντανό», μια και τα χαρακτηριστικά του δεν παραμένουν παγιωμένα και σταθερά αλλά αλλάζουν από εποχή σε εποχή, προσαρμοζόμενα στις νέες ανάγκες. Περισσότερα θα μπορείτε να διαβάσετε τους επόμενους μήνες στον συλλογικό τόμο που θα εκδοθεί από το Ιστορικό Αρχείο του «Βήματος» και των «Νέων» και στις υπό έκδοση Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα
(τ. 43· Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών). Ακόμη, ορισμένα φαινόμενα πρόκειται να ανακοινωθούν τον προσεχή Αύγουστο στο 56ο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Γλωσσολογικής Εταιρείας που εφέτος τυχαίνει να διεξάγεται στην Αθήνα. Αισθάνομαι μάλιστα την ανάγκη να σας αποκαλύψω ότι τα ευρήματα είναι για εμάς τόσο ενδιαφέροντα που θα επιθυμούσαμε να επεκτείνουμε την έρευνά μας πέρα από τη γλώσσα των τίτλων. Αυτό, βέβαια, είναι ένα εξαιρετικά φιλόδοξο σχέδιο πολύ μεγάλης κλίμακας, το οποίο απαιτεί εκτεταμένη δουλειά και πολύ χρόνο».

Πόσο σηµαντικό είναι το αρχείο των δύο ιστορικών αυτών εφηµερίδων για να παρακολουθήσουµε την εξέλιξη της νεοελληνικής γλώσσας;

«Το ιστορικό αρχείο του «Bήματος» και των «Nέων» συνιστά αναμφίβολα μια πολύτιμη πηγή γνώσης, καθώς αποτελεί ένα μεγάλης σημασίας διαχρονικό σώμα κειμένων της Ελληνικής, το οποίο καλύπτει χρονικό διάστημα που ξεπερνά τον έναν αιώνα. Και δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι πρόκειται για έναν αιώνα ιδιαίτερου γλωσσικού ενδιαφέροντος, καθώς, πέραν των άλλων παραμέτρων που τον καθόρισαν, το γλωσσικό ζήτημα βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη».

Σε ποιον βαθµό θεωρείτε ότι ο δηµοσιογραφικός λόγος διαµορφώνει τελικά τη γλώσσα που µιλάµε;

«Είναι βέβαιο ότι ο δημοσιογραφικός λόγος σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη γλώσσα που μιλάμε. Κατά κάποιον τρόπο, ο δημοσιογραφικός λόγος έχει μια «κανονιστική λειτουργία», καθώς η γλώσσα των ΜΜΕ μαζί με τη γλώσσα της διοίκησης, του σχολείου κ.λπ. σχετίζονται άμεσα με το τι θεωρούμε πρότυπη γλώσσα. Σήμερα, βέβαια, η γλώσσα που μιλάμε επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και από άλλες πηγές, όπως τα κοινωνικά δίκτυα».

Ποια µπορεί να είναι η εξέλιξη της γλώσσας µας τα επόµενα χρόνια, όταν βλέπουµε συνεχώς γύρω µας να χρησιµοποιείται όλο και περισσότερο µια «διεθνοποιηµένη Αγγλική»;

«Πράγματι, η Αγγλική αποτελεί σήμερα τη διεθνή γλώσσα του εμπορίου και της επιστήμης. Ομως, το θέτετε πολύ σωστά όταν μιλάτε για μια «διεθνοποιημένη Αγγλική», καθώς δεν πρόκειται ακριβώς για την «επίσημη» Αγγλική. Να σας θυμίσω ότι σε αντίστοιχο ρόλο βρέθηκε στην Αλεξανδρινή εποχή και η ελληνική γλώσσα. Δεν συμμερίζομαι την ακραία κινδυνολογία ότι η γλώσσα μας «πεθαίνει» εξαιτίας της επιρροής της Αγγλικής. Τα γλωσσικά συστήματα πάντοτε δανείζονται και δανείζουν λεξιλόγιο και δομές εξελισσόμενα διαχρονικά. Η εξέλιξη δεν αποτελεί φθορά αλλά αντιθέτως είναι δυνατόν να εμπλουτίσει ένα γλωσσικό σύστημα. Θα τολμούσα να προβλέψω ότι από τη σημερινή κατάσταση είναι πιθανότερο να επηρεαστεί περισσότερο η ίδια η Αγγλική. Για παράδειγμα, οι μεγαλύτερες αλλαγές που υπέστη ποτέ η Ελληνική και οι οποίες λίγο ή πολύ διατηρούνται μέχρι σήμερα στο επίπεδο της φωνολογίας έλαβαν χώρα την εποχή που η Ελληνική ήταν διεθνής γλώσσα. Τότε ήταν που χάθηκε η διάκριση μακρών και βραχέων, τότε μονοφθογγίστηκαν οι δίφθογγοι και τότε συνέβησαν πολλές ακόμη εκτεταμένες αλλαγές».

Κεντρική φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος