«Αν είσαι επιτυχημένος ηθοποιός», είχε κάποτε πει ο Μάρλον Μπράντο, «η υποκριτική είναι η πιο απλή δουλειά που θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς. Αν όμως δεν έχεις πετύχει, τότε είναι χειρότερη και από δερματική πάθηση». Ο Μπράντο είχε δηλώσει το παραπάνω σε μια συνέντευξή του ενώ ήδη γευόταν την επιτυχία. Ωστόσο, με έναν περίεργο τρόπο, αυτή η φράση ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα το 1973, μετά τη βράβευσή του με το Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου για τον πρώτο «Νονό» («The Godfather»), ανεξαρτήτως του ότι αρνήθηκε να παραλάβει το βραβείο για πολιτικούς, ουσιαστικά, λόγους (το παρέλαβε στη θέση του η Ινδιάνα Σατσίν Λίτλφεδερ).

Μέσω της κλασικής αυτής ταινίας, που εφέτος τον Μάρτιο κλείνει μισό αιώνα ζωής (η πρεμιέρα της στη Νέα Υόρκη έγινε στις 14 Μαρτίου 1972), ο Μάρλον Μπράντο κάθισε ξανά στον θρόνο της επιτυχίας, εκεί όπου από πολύ νωρίς στη ζωή του, στις αρχές ακόμα της σταδιοδρομίας του, είχε βρεθεί. Μετά την απίστευτα δημιουργική – καλλιτεχνικά και εμπορικά – δεκαετία του 1950, ο Μπράντο στα 60s φάνηκε να παρεκκλίνει. Θαρρείς ότι ενώ ως πολίτης ήξερε πολύ καλά πού πατούσε, ως ηθοποιός είχε χάσει κάπως τον προσανατολισμό του. Αντιτιθέμενος στο αμερικανικό κατεστημένο με όλη τη δύναμη και το κύρος που του πρόσφερε το βαρύ όνομά του, ο Μπράντο προσπάθησε να συνδέσει αρκετές από τις καλλιτεχνικές επιλογές του με τον κοινωνικό ακτιβισμό του και το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά αδιάφορων, ξεχασμένων πλέον ταινιών, όπως για παράδειγμα το πολιτικό δράμα «Ο κακός Αμερικανός» (1963), η ταινία κατασκοπείας «Morituri» (1965), το γουέστερν «Appaloosa» (1966) και το νουάρ «Η νύχτα της επόμενης μέρας» (1969). Ετσι έχασε προς στιγμήν τα πρωτεία του σταρ. Φυσικά, αυτό το περίεργο «διάλειμμα» στα sixties ούτε τη φήμη του κλόνισε ούτε οικονομικές επιπτώσεις είχε, καθώς ο Μπράντο μπορούσε πάντοτε να κερδίζει άφθονα χρήματα, εξασφαλίζοντας συγχρόνως τη σπάνια για τους ηθοποιούς εκείνης της εποχής δυνατότητα της επιλογής των ταινιών στις οποίες θα εμφανιζόταν. Οι αποτυχίες του δεν μείωσαν την ακτινοβολία της τεράστιας προσωπικότητάς του στη διεθνή καλλιτεχνική αρένα. Και μετά ήρθε ο «Νονός» του Φράνσις Φορντ Κόπολα, η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Μάριο Πούτζο. Η ταινία που τοποθέτησε τον Μπράντο και πάλι στον θώκο του βασιλιά της υποκριτικής, που τον έκανε και πάλι πρώτο όνομα και μάλιστα στους σινεφίλ όλων των ηλικιών, το φιλμ που του άνοιξε νέους καλλιτεχνικούς δρόμους, καθότι τη διαδέχθηκε το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» (επίσης του 1972), το μεγάλο κινηματογραφικό σκάνδαλο του πρώτου μισού των 70s. Η ταινία που θα επισφράγιζε τον θρύλο του.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω