Από τους χωματόδρομους της Νέας Ιωνίας και της μεταπολεμικής Ελλάδας, στη Νέα Υόρκη, την Ιταλία, το Λονδίνο….. Ο Μηνάς Σπυρίδης, γνωστός παγκοσμίως με την υπογραφή «Minas», έχει κατακτήσει τις μεγαλύτερες αγορές του πλανήτη και παρ’ όλα αυτά δεν σταματά να δημιουργεί. Στη μακρόχρονη και επιτυχημένη πορεία του έχει σχεδιάσει από κοσμήματα έως φωτιστικά και χρηστικά μικροαντικείμενα.
Τον συναντήσαμε στο σπίτι του, στα βόρεια προάστια της Αθήνας, όπου μας υποδέχθηκε χαμογελαστός παρέα με τον μικρό το δέμας τετράποδο φίλο του. Ανθρωπος αλέγρος, αληθινός και αυτοδημιούργητος, γεμάτος πάθος για τη μουσική, σε κερδίζει αμέσως με την αμεσότητα του λόγου του. Kαθίσαμε στο γραφείο του – το οποίο έχει σχεδιάσει ο ίδιος, όπως και πολλά ακόμη έπιπλα -, άνοιξε τους αγαπημένους του ενισχυτές McIntosh και ξεκίνησε να ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής του υπό τη μελωδία των πλήκτρων του πιάνου του πορτορικανού μουσικού Νόρο Μοράλες.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην προσφυγική γειτονιά της Νέας Ιωνίας. Λίγα τετράγωνα από το πατρικό του βρίσκονταν τα σπίτια του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρίας Φαραντούρη. «Ως παιδί είχα κουραστεί από τα βαριά μικρασιατικά ακούσματα της περιοχής μου και αναρωτιόμουν αν υπάρχει πιο χαρούμενη μουσική. Από μικρός μου άρεσε να ζωγραφίζω είτε στο χώμα είτε σε λευκό χαρτί, που ήταν δυσεύρετο εκείνη την εποχή. Προτού κλείσω τα 14 κέρδισα το πρώτο βραβείο σκιτσάροντας το πορτρέτο ενός πρόσφυγα» διηγείται δείχνοντας το έργο που σήμερα κοσμεί τη βιβλιοθήκη του. Τα πρώτα ερεθίσματα για την τέχνη τα πήρε από τον στρατιωτικό πατέρα του, ο οποίος ζωγράφιζε τοπία όταν επέστρεφε το απόγευμα στο σπίτι.
Στα 15 του χρόνια αποφάσισε να αφήσει το σχολείο – σκοτεινιάζει όταν θυμάται τη βίτσα του δασκάλου και το μουρουνέλαιο που του έδιναν στα χρόνια του Εμφυλίου – και να πιάσει δουλειά δίπλα στους χρυσοχόους του οίκου κοσμημάτων «Βουράκη», αρχικά ως παιδί για όλες τις δουλειές. «Για να μη λένε ότι ήμουν αμόρφωτος αγόρασα ένα σύστημα Linguaphone και έμαθα να μιλάω και να γράφω ιταλικά» εξομολογείται. «Επαιζα και βιολί εκείνη την περίοδο, αλλά μου είπαν ότι ήμουν φάλτσος και το άφησα» λέει και συμπληρώνει: «Eίχα πάθος με τη μουσική, αλλά τελικά έγινα designer, εν αντιθέσει με τον Κιθ Ρίτσαρντς που ξεκίνησε για designer και έγινε μουσικός».
Με τον κιθαρίστα των Rolling Stones διατηρεί μακρά φιλία. Ο βρετανός μουσικός έχει φωτογραφηθεί για το διάσημο περιοδικό «GQ» φορώντας ένα εκπληκτικό ρολόι, με αεραγωγό για να μην ιδρώνει το χέρι, το οποίο φέρει την υπογραφή «Minas» και σχεδιάστηκε για τον διάσημο οίκο Georg Jensen. «Οταν κάνω λεφτά θα ήθελα να βγάλω πάλι στην αγορά αυτό το ρολόι, καθώς κατασκευάστηκε σε 1.000 κομμάτια και έγινε ανάρπαστο. Αυτή τη φορά όμως θέλω να του προσθέσω δείκτη για τα δευτερόλεπτα» λέει χαμογελαστός. Εκτός από τον διάσημο κιθαρίστα, ο πολυδιάστατος designer διατηρεί στενή φιλία και με άλλους πασίγνωστους μουσικούς, όπως ο Ρόνι Γουντ και ο Τονίνο Καροτόνε. Ο ευρηματικός Μηνάς έχει σχεδιάσει ακόμη και guitar slides – παραμορφώνουν τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας – για τους Γουντ και Ρίτσαρντς.
Το 1958, προτού υπηρετήσει τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό, είχε κερδίσει ακόμη μία διάκριση κατακτώντας το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα στην ποδηλασία, ως αθλητής της ΑΕΚ. Λίγο αργότερα, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Παλάσκα, όπου βρισκόταν, εκμεταλλεύθηκε το πηγαίο ταλέντο του στο σκιτσάρισμα, αποτυπώνοντας σε τέσσερις τόμους τα πυροβόλα όπλα καραβιών με εντυπωσιακή λεπτομέρεια, από τα γρανάζια έως τα υδραυλικά συστήματα. «Εκανα 27 μήνες στο Ναυτικό, τους 25 πηγαινοερχόμουν με τη βέσπα ζωγραφίζοντας όλη μέρα» λέει σιγοτραγουδώντας τη μελωδία που ακούγεται από τα ηχεία.
Από την Αστόρια στην 5η Λεωφόρο
Μετά το στρατιωτικό του, ο Μηνάς ψάχνεται και ταξιδεύει σε αρκετές χώρες. Επιστρέφει στην Ελλάδα, πειραματίζεται με το κόσμημα και φεύγει για τις ΗΠΑ λίγους μήνες μετά τον Απρίλιο του 1967 και το πραξικόπημα των συνταγματαρχών. «Ταξίδεψα στη Νέα Υόρκη με εισιτήριο χωρίς επιστροφή και 200 δολάρια στην τσέπη, από τα οποία ξόδεψα τα 45 στο ταξί για το Νιου Τζέρσεϊ. Παρότι ήμουν χωρίς χρήματα και δεν μιλούσα αγγλικά, δεν φοβήθηκα ποτέ. Πίστευα πάντα στον εαυτό μου» εξομολογείται, υπογραμμίζοντας: «Για εμένα η Αμερική ήταν ένας πολύ μεγάλος τοίχος που δεν μπορείς εύκολα να ανέβεις, και από πίσω του κρυβόταν ο παράδεισος. Πάλεψα να τον υπερπηδήσω. Εκεί τελειοποίησα την τεχνική μου, καθώς άρχισα να τη συγκεκριμενοποιώ. Στην Αμερική, όταν δημιουργούσα ένα κόσμημα με ρωτούσαν αμέσως για το επόμενο που θα φτιάξω. Τις πρώτες εβδομάδες ζούσα στην Αστόρια, όπου είχα βρει ένα μέρος να μείνω μέσω της εφημερίδας «Εθνικός Κήρυξ». Δούλευα για την εταιρεία David Webb και έπαιρνα πέντε δολάρια την ώρα. Επειτα από περίπου έντεκα μήνες έγιναν μαζικές απολύσεις που συμπεριελάμβαναν και εμένα, όμως εγώ με τα χρήματα που κέρδιζα αγόραζα εργαλεία. Είχα μετατρέψει το μικρό σπίτι μου σε εργαστήριο».
Ο Μηνάς ξεκινά να δουλεύει κατ’ οίκον για διάφορες εταιρείες ως εξωτερικός συνεργάτης. «Ξεκίνησα να επισκευάζω κοσμήματα και αργότερα άρχισα να φτιάχνω σιγά-σιγά τα δικά μου. Δούλευα όλη την ημέρα, μόνο το βράδυ πήγαινα σε κανένα εστιατόριο για να φάω ελληνικό φαγητό» λέει χαρακτηριστικά.
«Το 1968, την εποχή που ο Ωνάσης είχε παντρευτεί την Τζάκι, είχα πάει με έναν φίλο στα εγκαίνια του καταστήματος του Ηλία Λαλαούνη, στην 5η λεωφόρο του Μανχάταν. Εκεί ήταν και ο Ξενοφών Ζολώτας. Με σύστησαν ως τεχνίτη σε έναν επιχειρηματία ο οποίος το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν τι μπορώ να φτιάξω. Του απάντησα: «Μπορώ να φτιάξω εσένα»! Αν το είχα πει σε Ελληνα θα με είχε πει εξυπνάκια. Την επόμενη ημέρα πήγα στο γραφείο του και μου έδωσε μία σελίδα βιβλίου που απεικόνιζε ένα ξόανο του «θεού της φωτιάς», από τον Νότιο Ειρηνικό. Μου ζήτησε να το φτιάξω στο δικό μου εργαστήριο και να σημειώσω πόσες ώρες μου πήρε. Χρειάστηκα 52 ώρες. Ετσι ξεκίνησα να δουλεύω γι’ αυτόν από το σπίτι και να του κατασκευάζω κοσμήματα για τους αμερικανούς στρατιώτες που ήθελαν να παντρευτούν. Αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε πολύ, τον ένιωθα σαν πατέρα μου και αυτός εμένα με έβλεπε σαν γιο του» λέει αλλάζοντας CD μουσικής.
«Διαβατήριο» για την καριέρα του, όπως ο ίδιος λέει, αποτέλεσε το περίφημο σπαστό βραχιόλι με τις βίδες, το οποίο εμπνεύστηκε από τα χρόνια που σκίτσαρε τους μηχανισμούς των οπλικών συστημάτων του Πολεμικού Ναυτικού. Στο Μεγάλο Μήλο ο Μηνάς έζησε 11 χρόνια και είδε τις δημιουργίες του να κατακλύζουν τους δρόμους της Νέας Υόρκης μέσω των διαφημιστικών καταχωρίσεων του περιοδικού «Vogue» επάνω σε λεωφορεία.
Κάποια στιγμή ο Μηνάς επέστρεψε στην Ελλάδα. Πώς όμως πήρε την απόφαση; «Γύρισα όταν άρχισε να ενώνεται η Ευρώπη τη δεκαετία του ’80. Πουλούσα ήδη κοσμήματα σε 52 πόλεις της Ιταλίας και πηγαινοερχόμουν συχνά στο Μιλάνο» μας λέει και συνεχίζει: «Οταν επέστρεψα στην Αθήνα αποφάσισα να υπογράφω όλες μου ανεξαιρέτως τις δημιουργίες. Αυτό είναι και το μοναδικό πράγμα που με προστατεύει μέχρι σήμερα από τις αντιγραφές, καθώς εκατοντάδες εταιρείες κοπιάρουν τα σχέδιά μου».
Η καρμική σχέση με τη Μύκονο
Το 1982 αγόρασε μια έκταση στη Μύκονο και λίγα χρόνια αργότερα έφτιαξε ένα σπίτι, βασισμένο στην τοπική αρχιτεκτονική, το οποίο σχεδίασε μόνος του. «Στη ζωή μου δεν αγόρασα ποτέ σπίτια, και αυτό μου πρόσφερε ελευθερία. Πάντα έμενα στο νοίκι. Για τη Μύκονο όμως ακύρωσα τον κανόνα μου» λέει. Το Νησί των Ανέμων εκτόξευσε ακόμη ψηλότερα τη φήμη του. Εκεί έκανε την πρώτη επαφή με τον διάσημο δανέζικο οίκο κοσμημάτων Georg Jensen, με τον οποίο συνεργάστηκε για περίπου εννέα χρόνια. «Πωλούσαμε κοσμήματα, τα οποία έφτιαχνα εδώ στην Ελλάδα, από τη Χαβάη μέχρι την Οσάκα και τη Σιγκαπούρη. Είμαι ο πρώτος μη σκανδιναβός σχεδιαστής που εργάστηκε γι’ αυτούς».
Παράλληλα, το 1993, στη Μύκονο, θα ενωθούν τυχαία οι δρόμοι του με τον Κιθ Ρίτσαρντς. «Εγώ τη Μύκονο τη λατρεύω. Κατηγορείται ότι έχει αλλάξει, αλλά η ομορφιά της είναι αιώνια. Πολλοί ευκαιριακοί τύποι πάνε και εκμεταλλεύονται το κορμί ενός μικρού νησιού και φτιάχνουν ό,τι βλακεία μπορείς να φανταστείς. Σχεδιάζουν κατοικίες χωρίς να έχουν πατήσει το πόδι τους στο νησί» σχολιάζει ο πολυσχιδής σχεδιαστής. Ο Μηνάς, εκτός από το σπίτι του, έχει σχεδιάσει και το διάσημο μπαρ «Αστρα» στη Χώρα και φυσικά το δικό του κατάστημα. «Το μαγαζί το άνοιξα στα 60 μου χρόνια. Εγώ είμαι άνθρωπος του εργαστηρίου, δεν θέλω να έχω σχέση με το εμπόριο. Ευτυχώς γνώρισα τη γυναίκα μου που τρέχει εκείνη για όλα και με βοηθούσε πάντα» τονίζει και συνεχίζει: «Με τη σύζυγό μου παντρευτήκαμε στη Μύκονο, σε ένα μικρό εκκλησάκι, τον Οσιο Πατάπιο. Με κέρδισε αμέσως ότι ήταν γελαστός άνθρωπος». Με την Τζίνα Μαργαριτοπούλου έχει αποκτήσει δύο γιους, τον Αρίωνα και τον Προμηθέα, οι οποίοι έχουν διευρύνει, μέσω του Διαδικτύου, το πελατολόγιο του Μηνά σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο βιρτουόζος σχεδιαστής πρόσφατα κατασκεύασε δύο εκπληκτικής αισθητικής έργα, έναν φανό και ένα παγκάκι που βρίσκονται δίπλα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. «Ηθελα να κάνω κάτι για το νησί. Εβλεπα τις λάμπες στον δρόμο που διαφέρουν μεταξύ τους και σκεφτήκαμε με τον δήμαρχο ότι μέσω δωρεών μπορούμε να αναμορφώσουμε τον Γιαλό. Το πρότζεκτ όμως δεν προχώρησε γιατί ο καθένας ήθελε τη λάμπα ή το παγκάκι μπροστά στο σπίτι του ή στο μαγαζί του» τονίζει.
Μεταφερόμαστε στο πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο που διατηρεί μέσα στο σπίτι του και του κάνουμε την αγαπημένη του ερώτηση από την Αμερική: «What’s next;». «Eχω μάθει στη ζωή μου πάντα να φτιάχνω κάτι. Γενικά είμαι ανυπόμονος ως άνθρωπος, αλλά στη δουλειά αναγκαστικά γίνομαι υπομονετικός. Οταν φτιάχνω κάτι είμαι αφιερωμένος 100% και μερικές φορές ξεχνάω ακόμη και να φάω. Στα επόμενα δύο χρόνια θέλω να κάνω μια retrospective έκθεση στην Αθήνα με όλα όσα έχω σχεδιάσει. Τραπέζια, καρέκλες, χρηστικά μικροαντικείμενα, κοσμήματα, εργαλεία, τα πάντα» απαντά.
Πώς αντιμετωπίζει ο Μηνάς τη σύγχρονη τέχνη που επικεντρώνεται περισσότερο στο concept πίσω από το έργο; «Για εμένα αυτή η τέχνη είναι ένα κουρέλι. Οταν ρώτησαν τον Αϊνστάιν τι είναι τέχνη αυτός απάντησε «Creativity is intelligence having fun». Για εμένα δεν είναι τέχνη, για παράδειγμα, κάτι installation με τσιμεντόλιθους και παλιές ρόδες ποδηλάτου» λέει χαμογελώντας. Τα κοσμήματα του Μηνά χαρακτηρίζονται από ευγενείς και λιτές καμπύλες γραμμές. Ο σχεδιαστής εμπνέεται από την αρχαιότητα, από την «καθαρότητα», όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά. Οι δημιουργίες του γεννιούνται στο χαρτί και ξεπηδούν μέσα από ειδικό κερί. «Ολα τα πράγµατα στη ζωή έχουν καµπύλες. Οι γωνίες είναι αποτέλεσµα των µηχανών. Πότε πήρες τον καφέ σου για να τον ακουµπήσεις στη γωνία του τραπεζιού;» λέει και συµπληρώνει: «Στα κοσµήµατά µου απουσιάζουν οι πέτρες γιατί µε περιορίζουν. Οι πέτρες είναι η αγωνία των κοσµηµατοποιών γιατί θέλουν να τις πουλήσουν και δεν µπορούν να το κάνουν αν πρώτα δεν φτιάξουν ένα περιτύλιγµα».
Οι δηµιουργίες του Μηνά ξετρελαίνουν ακόµη και τις µικρές ηλικίες. «Πέρυσι που έκλεισα τα 80 µου χρόνια έκανα µια έκθεση στο Μπενάκη και το µουσείο πληµµύρισε µε παιδιά. Τα σχολεία έχουν γεµίσει µε δικά µου κρεµαστά κοσµήµατα τα οποία µεταξύ τους τα πιτσιρίκια τα λένε «µινάδες». Συγκινήθηκα όταν ήρθε ένα αγοράκι και ξεφύλλιζε τον κατάλογο για να δει την «αρµονία», όπως χαρακτηριστικά είπε στη µητέρα του». Αφού πρώτα µας δείχνει µε περηφάνια ένα εντυπωσιακό σκούτερ Rumi Formichino της δεκαετίας του ’50 που κοσµεί το εργαστήριό του, δίνουµε ραντεβού για την αναδροµική που οραµατίζεται να πραγµατοποιήσει. Σύµφωνα µε ένα γνωµικό που αποδίδεται στον Πάµπλο Πικάσο «Η έµπνευση υπάρχει, αλλά πρέπει να σε βρει να δουλεύεις» και αυτό ακριβώς κάνει αδιάλειπτα ο Μηνάς Σπυρίδης.