Οταν πριν από περίπου 10 χρόνια η Σουζάνα Παπαφάγου μετά τη γνωριμία της με την Πελιώ Παπαδιά, αρχισυντάκτρια τότε σε ένα free press για γονείς, ξεκίνησε να γράφει στο έντυπο για θέματα που άπτονταν του επιστημονικού της πεδίου, δεν μπορούσε να φανταστεί πού θα οδηγούσε αυτή η ιδιαίτερη συνεργασία.

«Αν μπορούμε να πούμε ότι κάτι γεννήθηκε τότε σε εμένα, σαν ανάγκη, ήταν να καταφέρω μέσα από την αγάπη μου για την ψυχοδυναμική οπτική να γράψω για πράγματα που έχουν να κάνουν με τα βιώματα των ασθενών μου και το πώς αυτά συνδέονται με όσα έβλεπα εγώ η ίδια ως άνθρωπος και όχι μόνο ως θεραπεύτρια» εξιστορεί η κλινική αναπτυξιακή ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια.

Η δική της ανάγκη, όμως, φαίνεται ότι ταυτίστηκε όχι μόνο με εκείνη της Πελιώς Παπαδιά, αλλά και του αναγνωστικού κοινού, καθώς και των γονιών που συναντούσαν αμφότερες μέσα από την κοινωνική και επαγγελματική τους ζωή και τελικά τις οδήγησε στη συγγραφή ενός βιβλίου, το οποίο μόλις πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός με τον τίτλο «Τι να απαντήσω στο παιδί μου;».

Ενα βιβλίο που, όπως μας λέει η Πελιώ Παπαδιά, η οποία εκτός από δημοσιογράφος με πολυετή εμπειρία σε θέματα γονεϊκότητας είναι και επικοινωνιολόγος, δημιουργήθηκε μέσα σε πολύ συγκεκριμένες συγκυρίες: «Είμαστε στο 2024 που η γονεϊκότητα έχει γίνει task για όλους, που υπάρχει πάρα πολλή πληροφορία πια, σε αντίθεση με 15 χρόνια πριν, αλλά είναι τόσo πολλή και αφιλτράριστη που δεν ξέρεις πού να καταλήξεις.

Επίσης, η συντριπτική πλειονότητα των βιβλίων γονεϊκότητας είναι μεταφρασμένα, το οποίο σημαίνει ότι πάρα πολλά κομμάτια τους είναι εκτός της ελληνικής νοοτροπίας και μπορεί να δημιουργήσουν άγχος στους γονείς αν προσπαθήσουν να εφαρμόσουν κάποια τεχνική που αφορά σε συνθήκες του εξωτερικού.

Διαπιστώναμε συνεχώς τη μεγάλη ανάγκη των γονιών για σωστή πληροφορία, για ενημέρωση, να πιαστούν από κάπου. Αυτό έγινε πολύ έντονο μέσα στην πανδημία, στη διάρκεια της οποίας ξεκίνησαν τα πρώτα webinars και οι online συναντήσεις με γονείς. Υπήρχε μεγάλη συμμετοχή και δεν ήθελαν μόνο να ακούσουν, αλλά και να μιλήσουν. Να ακουμπήσουν κάπου».

Στο ίδιο μήκος κύματος και η Σουζάνα Παπαφάγου: «Λάτρευα πάντα τα βιβλία του εξωτερικού που έγραφαν ένας δημοσιογράφος με έναν θεραπευτή και επειδή με την Πελιώ διαπιστώσαμε μέσα στα χρόνια γνωριμίας μας ότι αλληλοσυμπληρωνόμαστε και μας ήταν πολύ ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο ελληνικό με αυτό που είχαμε στο μυαλό μας να γράψουμε, το πραγματοποιήσαμε. Εχουν μεταφραστεί πολλά καλά βιβλία, αλλά δεν μπορούσαν να έχουν την ίδια απήχηση με κάτι που δημιουργήθηκε στη δική μας κουλτούρα».

«Αρκούντως καλοί» γονείς

Αν και μοιάζει συμβουλευτικό, καθώς οι γονείς μπορούν να αντλήσουν από εκεί πρακτικές πληροφορίες μέσα από παραδείγματα αληθινών ερωτήσεων που έχουν τεθεί από παιδιά, οι οποίες ακολουθούνται από προτάσεις ως προς το πώς θα μπορούσαν να απαντηθούν, οι δύο συγγραφείς του τονίζουν ότι πρόκειται για ένα βιβλίο ψυχοδυναμικής κατεύθυνσης, το οποίο δεν «κουνάει το δάχτυλο» και φιλοδοξεί να απενοχοποιήσει ξεκινώντας από το ότι, όπως και σε όλα τα πράγματα, δεν υπάρχει ούτε στη γονεϊκότητα συνταγή για την τελειότητα: «Καμία πληροφορία δεν αναιρεί το πιο σημαντικό, το οποίο θα πρέπει να λειτουργεί ως φίλτρο στην εκάστοτε πληροφορία που λαμβάνουν, και είναι να ακούν οι γονείς το ένστικτό τους. Να διερωτώνται γιατί κάνουν αυτό που κάνουν.

Αυτό το φίλτρο προωθούμε μέσα από το βιβλίο» τονίζει η Σουζάνα Παπαφάγου και προσθέτει: «Εμείς λέμε κάποια πράγματα, αλλά το σημαντικό είναι ο καθένας να βλέπει μέσα του τι συμβαίνει όταν ρωτάει το παιδί κάτι. Μια ερώτηση που για εμένα μπορεί να είναι πολύ απλή, για κάποιον άλλον ενδεχομένως να είναι περίπλοκη. Υπάρχει περίπτωση και να μην μπορεί καν να ακούσει την ερώτηση. Και το σημαντικό είναι να θυμόμαστε ότι «ζημιές» κάνουμε όλοι. Το θέμα είναι να μαζεύουμε τα «γυαλιά» από το πάτωμα».

«Τέλειος γονιός δεν υπάρχει», συμπληρώνει η Πελιώ Παπαδιά, «θέλουμε να είμαστε «αρκούντως καλοί» γονείς, ένας όρος που πρώτος είχε εισαγάγει στην ψυχανάλυση ο Ντόναλντ Γουίνικοτ (παιδίατρος και ψυχαναλυτής, 1896-1971). Το σημαντικό είναι να μιλάμε στα παιδιά με ειλικρίνεια, χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο που ανταποκρίνεται στην ηλικία τους, για όλα τα θέματα που τους απασχολούν, ακόμη και τα πιο δύσκολα, όπως αυτά που έχουν να κάνουν με τον θάνατο και τη σεξουαλικότητα».

Η εσωτερική πυξίδα

Αυτά τα θέματα, όπως και όλα τα υπόλοιπα που προκύπτουν στο μεγάλωμα ενός παιδιού, μέσα στο βιβλίο χωρίζονται σε κεφάλαια ανά ηλικιακές ομάδες (προσχολική, σχολική, προεφηβεία και εφηβική), για να καταλήξουμε στο μεγάλο κεφάλαιο που είναι ο ίδιος ο γονιός και πώς όλα συνδέονται με το δικό του προσωπικό και διαγενεακό τραύμα, την «πυξίδα» που έχει μέσα του τόσο ο ίδιος όσο και ο/η σύντροφός του και τη δουλειά που ενδεχομένως να χρειάζεται να κάνει με τον εαυτό του προκειμένου να συνδεθεί ουσιαστικά με το παιδί του και να μην επαναλάβει λάθη του παρελθόντος:

«Το βιβλίο», μας λέει η Σουζάνα Παπαφάγου, «συνδέει την ψυχική σκευή του γονέα με εκείνη του παιδιού και, όπως τελειώνει, με το διαγενεακό αποτύπωμα, μπορεί να βοηθήσει σαν υλικό ώστε να αναρωτηθεί ο γονέας όχι για το πώς να μεγαλώσει το παιδί του αλλά για το πώς έχει μεγαλώσει εκείνος και τι επαναλαμβάνει. Αυτή είναι η διαφορά με όλα τα άλλα βιβλία, ότι όλη η δουλειά πρέπει να γίνει με τον
εαυτό σου».

Συμπληρώνοντας, η Πελιώ Παπαδιά σημειώνει: «Η συνειδητοποίηση του πόσο πολύ συνδέεται ο τρόπος που μεγαλώσαμε εμείς με τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, ότι αυτά δεν είναι δύο ανεξάρτητα πράγματα, είναι κάτι που κανείς δεν είχε στο παρελθόν πει τόσο ανοιχτά και ξεκάθαρα.

Γι’ αυτό και τα διαζύγια είναι τόσο συχνά το πρώτο διάστημα της γέννησης ενός μωρού, επειδή συγκρούεται το πώς μεγάλωσε ο ένας με το πώς ο άλλος, θέματα που δεν έχουν συζητηθεί προηγουμένως. Υπάρχουν πλέον επιστημονικά εργαλεία για να κατανοήσεις τη γονεϊκότητα μέσω της δικής σου ανατροφής και να συνδέσεις τον τρόπο που μεγαλώνεις το παιδί σου με τον τρόπο που μεγάλωσες εσύ».

Να ανακατασκευάσουμε δηλαδή την εσωτερική μας πυξίδα, όπως καταλήγει συμπερασματικά η κυρία Παπαφάγου: «Ποιος είναι ο πρώτος τόπος για το παιδί, η πρώτη γη; Οι γονείς, το βόρειο και το νότιο μέρος (αντίστοιχα είναι ο μπαμπάς και η μαμά). Αν εμείς έχουμε ισορροπημένες αυτές τις δύο πλευρές, τότε είναι ισορροπημένο και το παιδί. Είμαστε αυτοί που είμαστε και δεν μπορούμε να φτιάξουμε κάτι καινούργιο και διαφορετικό.

Αν όμως έχουμε ξεχαρβαλωμένη πυξίδα, μπορούμε να προσθέσουμε κάτι και να την ισορροπήσουμε, οπότε να την ανακατασκευάσουμε. Εχουμε βάλει στοιχεία μέσα στο βιβλίο ώστε να βοηθήσουμε τον γονέα να βρει την ισορροπία στο μαγνητικό του πεδίο για να μπορέσει και το παιδί να λειτουργήσει αντίστοιχα και τη δική του πυξίδα. Με την Πελιώ δίνουμε υλικά για την εσωτερική πυξίδα του καθενός. Δεν δίνουμε όμως πυξίδα».