Είναι αντικείμενα «περίκλειστα», αινιγματικά, μια σωστή σπαζοκεφαλιά. Είναι λεπτά και επιμήκη και στη μία τους άκρη φέρουν περίτεχνη ξυλόγλυπτη διακόσμηση. Μπορεί να είναι μια γυναίκα που κουβαλάει ένα μικρό βαρέλι νερό ή που κρατάει μια κούπα ως δείγμα προσφοράς, μια γοργόνα με ένθετα, απόκοσμα μπλε μάτια ή η Αρετούσα. Εκ πρώτης όψεως θυμίζουν αμυδρά την αφρικανική γλυπτική παράδοση και δεν θα ήταν παράλογο να σκεφτεί κανείς ότι η χρήση τους έχει μια κάποια τελετουργική χροιά. Μια μικρή οπή στο άκρο που δεν έχει σμιλευτεί αποκαλύπτει το μυστικό τους: πρόκειται για τις ταπεινές «καλτσοβελόνες», τα ξύλινα αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν ως η βάση επιμήκυνσης μιας λεπτής βελόνας προκειμένου να διευκολύνουν το πλέξιμο του προσφιλούς εσωρούχου στα ορεινά της χώρας και όχι μόνο. Αυτή ήταν και η πρώτη ένδειξη που είχε η ιστορικός τέχνης Φλάβια Nessi-Γιαζιτζόγλου όταν άρχισε να τα συλλέγει έχοντας κληρονομήσει το «μικρόβιο» από τον ελβετό πατέρα της, έναν συλλέκτη εργαλείων ο οποίος τα είχε «πρωτοανακαλύψει» όταν είχε επισκεφθεί τη χώρα και την Πλάκα με τα παλαιοπωλεία της τη δεκαετία του ’90 με την αφορμή του γάμου της κόρης του.
«Σκεπτόμουν ότι αυτά τα τόσο περίτεχνα αντικείμενα με τις εμφανείς όσο και έντονες διαφοροποιήσεις στην ξυλογλυπτική τους δεν μπορούσαν να εξυπηρετούν μόνο μία χρήση» θα εξηγήσει στο BHΜΑgazino. Αποφάσισε λοιπόν να «πατήσει» και να «εκπορθήσει» αυτό το αχαρτογράφητο πεδίο της λαϊκής τέχνης και να δημιουργήσει ένα σχετικό αρχείο δεδομένων που αφορά συγκεκριμένα σε αυτά τα πολυεργαλεία. Να πραγματοποιήσει δηλαδή μια ενδελεχή έρευνα που κράτησε κοντά οκτώ χρόνια και το αποτέλεσμά της είναι το εντυπωσιακό λεύκωμα με τίτλο «Tales of Tools. The untold narrative. Wooden Handiwork implements from Greece», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μέλισσα. Σε αυτή την πορεία είχε μαζί της τη συνεργάτιδά της Τίνα Βασιλακοπούλου (η οποία είναι το «χέρι» της έρευνας, υπεύθυνη για το τεχνικό κομμάτι της και τις ζωγραφικές αναπαραστάσεις που εξηγούν τη χρήση των εργαλείων).
Αυτή η έρευνα λοιπόν απέφερε πολύτιμους καρπούς. Οι πανταχού παρούσες «καλτσοβελόνες» αποδείχθηκαν «πανέξυπνα πολυεργαλεία», ικανά να χρησιμοποιηθούν με διαφορετικούς τρόπους στην πλεκτική, στο κέντημα, στη ραπτική και στις λοιπές χειροτεχνίες, σε ορισμένες περιπτώσεις και ταυτόχρονα: είτε ως «τυλιγάδια» με τα οποία τύλιγαν και έφτιαχναν κουβάρια, ως «σαΐτες» που έβαζαν το μαλλί, ως «μεζούρες» για να μετρούν το πάχος και το βάρος του μαλλιού, ως «διαβήτες» για τη δημιουργία κυκλικών μοτίβων σε εργόχειρα, ως εργαλεία για τη δημιουργία γαϊτανιών ή για τη λείανση κεντημάτων, ως «σπάθες» για μικροϋφαντική. Ιδιοκτήτριές τους ήταν γυναίκες των μικρών και μεγαλύτερων αστικών κέντρων καθώς εκείνες της υπαίθρου είχαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα την «κηδεμονία» του αργαλειού και εργαλείων όπως η ρόκα, το αδράχτι όπως θυμούνται οι παλαιότεροι/ες και βλέπουν οι νεότεροι/ες μέσα από φωτογραφίες του Δημήτρη Χαρισιάδη, του Σπύρου Μελετζή ή του Κώστα Μπαλάφα που παρατίθενται και στο βιβλίο.
Η Φλάβια Nessi-Γιαζιτζόγλου κατέγραψε χιλιάδες τέτοια πολυεργαλεία στη διάρκεια της έρευνάς της, «πολλά σε αριθμό, αν αναλογιστεί κανείς ότι η παραγωγή τους χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα/αρχές του 20ού αιώνα ως τη δεκαετία του ’60» όπως θα εξηγήσει. Βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές (ενδεικτικά αναφέρονται εκείνες των Νίκης Ελευθεριάδη, Διονύση Φωτόπουλου, Περικλή Λάσκαρη, Ελένης Μαρτίνου, Γιώργου και Δάφνης Στασινόπουλου), αλλά και σε μουσεία όπως το Μπενάκη, στο οποίο θα φιλοξενηθεί μια σχετική έκθεση τον Μάιο του 2023, το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης «Αγγελική Χατζημιχάλη», το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, το Λαογραφικό Μουσείο και Αρχείο της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ, το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης στη Θεσσαλονίκη ή το MOMus-Μουσείο Φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη αλλά και το MuCEM (Musée des Civilisations de l’Europe et de la Méditerranée) της Μασσαλίας, στο οποίο η Αγγελική Χατζημιχάλη είχε κάνει μια μεγάλη δωρεά με ξυλόγλυπτα αντικείμενα (συγκεκριμένα στο Musée national des Arts et Traditions populaires στο Παρίσι, οι συλλογές του οποίου περιήλθαν στην κατοχή του MuCEM όταν έκλεισε το μουσείο το 2005). Παράλληλα ταξίδεψαν σε πλείστα μικρά εθνογραφικά μουσεία της Ελλάδας, πολλά από τα οποία έχουν έκτοτε κλείσει, ενώ επιδίωξαν να βρουν μαρτυρίες ανθρώπων που θυμούνταν την ύπαρξη αυτών των εργαλείων και τη χρήση τους. Στον δε αγγλοσαξονικό κόσμο ανακάλυψαν μέσα από τη βιβλιογραφία παρεμφερή αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στη μοντέρνα τους εκδοχή.
Παράλληλα, τη μελέτη τους συνέδραμαν ειδικοί σε διαφορετικές πτυχές του πεδίου της ύφανσης και της πλέξης παρέχοντας πληροφορίες που περιλαμβάνονται σε κείμενά τους στο βιβλίο. Η Λουίζα Καραπιδάκη του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών συνεισέφερε τη γνώση της για τα κρητικά εργαλεία και τις μεθόδους πλέξης και ύφανσης της μεγαλονήσου. Ο ανθρωπολόγος Σέρτζιο Στραφάτσε επεσήμανε τη σύνδεση ανάμεσα στις ξύλινες ρόκες της Καλαβρίας και στις καλτσοβελόνες του Ιονίου. Η Κατερίνα Κορρέ-Ζωγράφου, καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συλλέκτρια η ίδια, συνέδραμε το εγχείρημα με τις γνώσεις της πάνω στην ιστορία της εικονογραφίας των εργαλείων όπως και την ερμηνεία τους. Η εικαστικός Μαρία Γρηγορίου πρόσφερε τις γνώσεις της για ύφανση με κάρτες (τσαπαρί). Στο λεύκωμα παρατίθεται και η γραπτή μαρτυρία του τελευταίου ξυλογλύπτη στο Μεγανήσι, Γιώργου Κονιδάρη, όπως την κατέγραψε η δημοσιογράφος Ελλη Καββαδά. Αλλωστε, το Ιόνιο και η Αιτωλοακαρνανία αποτελούν παραδοσιακά κέντρα ανάπτυξης της ξυλογλυπτικής και ήταν τα βασικά σημεία δημιουργίας και χρήσης αυτών των πολυεργαλείων.
Στης φυλακής τα σίδερα
Η έρευνα τεκμηριώνεται από πλούσιο εικονογραφικό υλικό (πίνακες, γκραβούρες που παραθέτουν στοιχεία για αυτές τις τεχνικές στην Ελλάδα και στην Ευρώπη) όπως και φωτογραφίες του Φρεντ Μπουασονά, που δείχνουν για παράδειγμα αστές να κρατούν αντικείμενα συναφή με τα περίφημα αυτά πολυεργαλεία.
Το εύλογο ερώτημα είναι πού βρίσκονταν τα ξυλογλυπτικά εργαστήρια που παρήγαγαν αυτά τα αντικείμενα υψηλής αισθητικής. «Iσως θα εκπλαγείτε, αλλά αυτό συνέβαινε στις φυλακές, της Κέρκυρας, της Λευκάδας, στο Παλαμήδι στο Ναύπλιο, στο Ρίο αλλά και αλλού στην Ελλάδα. Πολλά από αυτά τα αντικείμενα φέρουν σκαλισμένο επάνω τους τον τόπο δημιουργίας τους. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένα στα οποία ο δημιουργός έχει σκαλίσει τις λέξεις «Αχ Βαχ», μάλλον για να εκφράσει τα βάσανά του. Λίγα από αυτά τα πολυεργαλεία «μιλάνε», αλλά όταν το κάνουν μας δίνουν πολύ χρήσιμες πληροφορίες». Εχουμε και τις μαρτυρίες άγγλων περιηγητών των αρχών του 20ού αιώνα. «Υπάρχει και η λογοτεχνική μαρτυρία του Ανδρέα Καρκαβίτσα, ο οποίος είχε υπάρξει και ο ίδιος πολιτικός κρατούμενος και μέσα από το βιβλίο του «Εθνος υπό σκιάν. Οι φυλακές του Ναυπλίου» αναφέρει πώς οι φυλακισμένοι πελεκούσαν ξύλινα ή κοκάλινα αντικείμενα. Αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα με ποιους τρόπους πωλούνταν. Και πάλι ο Καρκαβίτσας μάς δίνει μικρές πληροφορίες. Οι έμποροι τα αγόραζαν για ένα κομμάτι ψωμί και μετά περιφερόμενοι πωλητές πήγαιναν από πανηγύρι σε πανηγύρι και τα πωλούσαν. Τα αντικείμενα αυτά πωλούνταν και σε παντοπωλεία, μέσα από τα οποία έφταναν και σε αστικά σπίτια της μεσαίας τάξης σε μικρές και μεγάλες πόλεις όπου χρησιμοποιούνταν ευρέως».
Αυτά ήταν τα «φυλακίσια» ή τέλος πάντων μέρος της ξυλογλυπτικής παραγωγής που έβγαινε από τα ξυλουργεία των φυλακών, όπως τα είχε ονομάσει ένας από τους τελευταίους ξυλογλύπτες στο Ξηρόμερο της Αιτωλοακαρνανίας προκειμένου να περιγράψει τα αντικείμενα που δημιουργούσαν στις φυλακές του Ιονίου βοσκοί και κτηνοτρόφοι της περιοχής του.
Διότι το knowhow της τέχνης είχε μεταφερθεί λογικά από ποιμένες της Αιτωλοακαρνανίας που είχαν εκτίσει κάποια στιγμή ποινή φυλάκισης στο Ιόνιο. Εκείνοι (οι βοσκοί γενικότερα) τροφοδοτούσαν τον έναν πυλώνα της ελληνικής ξυλογλυπτικής (οι άλλοι δύο ήταν ο εκκλησιαστικός και ο αστικός). Η ποιμενική ξυλογλυπτική θυμίζει τη λιθογλυπτική του Βυζαντίου και συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αιώνα και από τους βοσκούς, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι σμίλευαν τις γκλίτσες και τις ρόκες, ενώ έμαθαν στις φυλακές την τέχνη των πολυεργαλείων.
Η δε παράδοση των πολυεργαλείων είναι μάλλον ξενόφερτη, αλλά οι ρίζες της χάνονται στα βάθη της Ιστορίας. «Εικάζεται ότι ήρθαν από την Ευρώπη, για παράδειγμα από ναύτες που είχαν τέτοια εργαλεία στα ταξίδια μαζί τους και όταν βρέθηκαν κάποιοι από αυτούς σε φυλακές μπλέχτηκε αυτή η άγνωστη παράδοση με εκείνη της τότε υπάρχουσας ελληνικής. Τα πιο παλιά που ήρθαν στην Ελλάδα ήταν επάργυρα και προέρχονταν από εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης».
Αυτά τα τόσο περίτεχνα αντικείμενα εξαφανίστηκαν τη δεκαετία του ’60, όταν οι εξελίξεις της τεχνολογίας και η αυτοματοποίηση της παραγωγής δημιούργησαν ανέσεις απαραίτητες για τις καταπονημένες γυναίκες και τα πολυεργαλεία αυτά έγιναν αντικείμενα για τουριστική αξιοποίηση. Τα πατρόν σταμάτησαν να είναι χειροποίητα και άρχισαν να τυπώνονται, οι νάιλον κάλτσες έγιναν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της γυναικείας γκαρνταρόμπας στις πόλεις και στα αστικά σπίτια. Τα πολυεργαλεία πετάχτηκαν, παραγκωνίστηκαν και έμειναν στα χέρια συλλεκτών που εκτίμησαν την αισθητική τους αξία.
«Σκοπός της παρούσας μελέτης αλλά και της μελλοντικής έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη είναι βέβαια να αναδειχθεί η ιστορία και η χρήση τους αλλά και να δείξουμε πως δεν είναι μια υπόθεση νεκρή, αλλά ενεργή ακόμα και σήμερα με την αναβίωση της χειροτεχνίας με σύγχρονα μέσα και εργαλεία. Το είδαμε και σαν έναν φόρο τιμής σε αυτά τα τελευταία δείγματα υλικού πολιτισμού που ήταν ως επί το πλείστον κοσμικά (secular) και που παραγκωνίστηκαν και εξαφανίστηκαν από τη νεωτερικότητα και τις ραγδαίες αλλαγές στην καθημερινότητα των Ελλήνων και δη της Ελληνίδας».