Με το σύνθηµα «η παράδοση εκ νέου» πραγµατοποιήθηκε από τις 11 έως τις 14 Οκτωβρίου στα αναπάντεχα ηλιόλουστα και στεγνά Γιάννενα η 1η Μπιενάλε Δυτικών Βαλκανίων, µια πρωτοβουλία του Εργαστηρίου Ιστορίας της Τέχνης της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων, υπό την αιγίδα και µε την επιχορήγηση του υπουργείου Πολιτισµού και Αθλητισµού, σε συνεργασία µε τον Δήµο Ιωαννιτών και το Πνευµατικό Κέντρο και µε την οικονοµική υποστήριξη της Περιφέρειας Ηπείρου. Παρ’ όλο που, όπως κάθε «πρωτάρα», η διοργάνωση δεν απέφυγε ορισµένες οργανωτικές αστοχίες, κέρδισε εν πολλοίς το στοίχηµα που είχε θέσει, να επικαιροποιήσει δηλαδή την έννοια της άυλης πολιτιστικής κληρονοµιάς και να συνδέσει τις αξίες και την παράδοση της κοινότητας µε τη σύγχρονη τέχνη και τις νέες τεχνολογίες. Δεν είµαι βεβαίως σίγουρος αν αυτά έγιναν αντιληπτά από όλους ανεξαιρέτως τους επισκέπτες των δράσεων, αφού για όσους δεν είναι εξοικειωµένοι µε τη modern art, όπως είθισται να συµβαίνει µε τον µέσο Ελληνα, χρειάζεται επιπλέον προσπάθεια από την πλευρά των συντελεστών για να µην απορριφθεί η καλλιτεχνική προσπάθεια ως ακαταλαβίστικη, ή για να µη γίνουν συνήθη σχόλια σαν αυτά που µπορώ να µεταφέρω ως αυτήκοος µάρτυρας: «Αυτό µπορώ κι εγώ να το φτιάξω» και «Α, καλά, τρικυµία εν κρανίω».
Ως κεντρικός χώρος των εκδηλώσεων λειτούργησε το πρωτότυπο Bubble, μια μεγάλων διαστάσεων πλαστική εγκατάσταση σαν φούσκα, που τοποθετήθηκε στο πάρκο Λιθαρίτσια, κοντά στο Ρολόι, το σημείο όπου αμέτρητα αγόρια και κορίτσια δίνουν κάθε βράδυ ραντεβού με τους φίλους τους, και φιλοξένησε κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα events της Μπιενάλε, όπως τη διάλεξη του Κρίστοφερ Κινγκ, ενός βραβευμένου με Grammy μουσικού παραγωγού, μουσικολόγου και φανατικού συλλέκτη δίσκων βινυλίου 78 στροφών, ο οποίος μίλησε για τη μοναδική, κατά την άποψή του, ηπειρωτική παραδοσιακή μουσική και έπαιξε κομμάτια των θρυλικών μουσικών Αλέξη Ζούμπα και Κίτσου Χαρισιάδη. Στο ίδιο μέρος γίναμε το περασμένο Σάββατο ενθουσιώδεις μάρτυρες του μουσικού διαλόγου (τον οποίο εμπνεύστηκε και επιμελήθηκε το Soundtrope Festival) ανάμεσα στο πολυβραβευμένο γυναικείο πολυφωνικό σχήμα «Οι Κυράδες της Ανω Δρόπολης» και στους εκπροσώπους της ηλεκτρονικής σκηνής Κώστα Ekelon και Αντώνη Παπαδόπουλο.
Οι βασικές εκθέσεις φιλοξενήθηκαν σε τρεις εξόχως ατμοσφαιρικούς, ενδιαφέροντες χώρους και συμμετείχαν σε αυτές καλλιτέχνες από την Ελλάδα, την Αλβανία, την Κύπρο, τη Βοσνία, τη Σερβία, την Ιταλία, την Αίγυπτο και τα Σκόπια. Στο Μέκειο Οικοτροφείο, το εγχείρημα «Υφαίνοντας την Ευρώπη, Υφαίνοντας τα Βαλκάνια» προσέγγισε την υφαντική «τόσο ως μια πρακτική άρρηκτα συνυφασμένη με την Ιστορία της Ηπείρου και των Βαλκανίων, αλλά και ως ένα μεταφορικό σχήμα που περιγράφει την αδιάκοπη προσπάθεια για την οικοδόμηση της λεγόμενης ευρωπαϊκής ταυτότητας». Η εγκατάσταση «Νέφη» του Κύπριου Ανδρέα Σάββα και το «Balkan Epos» του Νίκου Γυφτάκη ήταν τα μόνα έργα που άφησαν ένα ευδιάκριτο αποτύπωμα, όμως την παράσταση έκλεβε το ίδιο το κτίριο, με έντονα τα σημάδια της ιστορίας και της χρήσης του: ένα οικοτροφείο θηλέων που μετατράπηκε σε επαγγελματική σχολή ραπτικής, υφαντικής, κεντημάτων, καλτσομηχανής και ταπητουργίας. Σε ορισμένες, παγωμένες μέσα στον χρόνο, γωνιές του δεν ήσουν σίγουρος τι ήταν έκθεμα και τι μόνιμη κατάσταση.
Στο εντυπωσιακό Αρχοντικό Μίσιου παρουσιάστηκε η δουλειά κάποιων σπουδαστών της Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ κάτω από την έδρα του ΓΑΚ – Ιστορικό Αρχείο Ηπείρου, στο Σουφαρί Σαράι, φιλοξενήθηκε η έκθεση «Common Myths», η οποία εγκαινιάστηκε από την υπουργό Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά. Και εκεί υπήρχαν έργα που σε εντυπωσίαζαν με τη βασική ιδέα ή την εκτέλεσή τους. Ειδικά ωστόσο τη βραδιά των εγκαινίων το ενδιαφέρον των παρισταμένων στράφηκε στα καναπεδάκια ή στις selfies και όχι μόνο στην καλλιτεχνική έκφραση. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο εμπόδιο που τέτοιες – καλών προθέσεων και προς τη σωστή κατεύθυνση – πρωτοβουλίες της ελληνικής περιφέρειας πρέπει δυστυχώς να προσπαθούν να υπερπηδούν. Ας ευχηθούμε μακροημέρευση, αφού, όπως λέει και ο σοφός λαός, κάθε αρχή και δύσκολη.