«…ο δικός μας ήλιος»
Γ. Σεφέρης
Η «Υπεσχημένη Μεταπολίτευση», το βιβλίο μου, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πλέθρον, υπονοεί εμμέσως την υπεσχημένη στον εαυτό μου ωριμότητα μήπως σταματήσω επιτέλους να γράφω (το βιβλίο).
Μήπως αρνηθώ ό,τι με θαυμασμό ευχόμουν. Εκείνο το: «Ο κόσμος να καταλήξει σε ένα ωραίο Βιβλίο», όπως επιθυμούσε ο Μαλλαρμέ.
Τι όμως συνέβη και ο κόσμος κατέληξε στον χειρότερο εαυτό του με κυρίαρχο εκπρόσωπο τον Τραμπ; Κάποιον που δηλώνει πως δεν διαβάζει βιβλία διότι του «μυρίζουν»;
Συνέβη η φούσκα του συναισθηματικού καπιταλισμού και των κοινότοπων βιβλίων που την αναλύουν.
Υπεσχημένη λοιπόν, διότι εάν η υπαρκτή έστω Μεταπολίτευση τηρούσε την υπόσχεσή της, δεν θα παραδινόμουν αμαχητί στα μίντια με τη δικαιολογία πως προάγω γνώσεις από βιβλία ή – το πλέον υποκριτικό – ότι διαθέτω τις αποδομητικές προσλαμβάνουσες προκειμένου να τα πειράξω.
Πώς γίνεται επιπλέον, η κοινωνία να ωφελείται ανεχόμενη μια ακατάτακτη, δυσανάγνωστη γραφή την ίδια στιγμή που την περιθωριοποιεί;
Αν λοιπόν η Μεταπολίτευση τηρούσε την υπόσχεση της φουριεϊκής ή σαινσιμονικής ευτυχίας, θα ζούσα το υπόλοιπον «αδιάβαστος», με τη σοφία μαραγκού, συνομηλίκου στο νησί, που του φτάνει το πρωί να βλέπει τον ήλιο θαμπό πάνω από την Ικαρία.
Οχι τον ήλιο ως μηχανή πολέμου – τον «έστησε» σαν fake news ο Ιησούς του Ναυή πάνω από τη Γαβαών για να την κυριεύσει.
Οχι τον μαύρο ήλιο της πολιτικής αλλά της ποίησης: τον «δικό μας ήλιο» που θα έπρεπε να μοιραστούμε με τον Σεφέρη.
Εγραψα λοιπόν για μια υπόσχεση ζωής που δεν την τήρησα επειδή συνεχίζω να ζω με τις ψευδόμενες par principe λέξεις του Λεξικού.
Με το «Υπεσχημένη» όμως, προσδιόρισα τη Μεταπολίτευση ώστε να τονίσω αυτό που μου αναλογεί: πως ό,τι μου έχουν υποσχεθεί δεν έχει συμβεί, διότι δεν το έκαναν να συμβεί. Και πως ο χρονοτόπος 1974-2024 στον οποίο καταγράφονται όλα τα μείζονα συμβάντα, ενώ ορίστηκε χρονικά, παραμένει μετέωρος πολιτικά. Οχι γιατί η Δημοκρατία δεν έχει αποκατασταθεί, αλλά διότι δεν έχει διευρυνθεί προς ό,τι η ίδια η Δημοκρατία ευαγγελίζεται: ένα ευδαίμον κράτος δικαίου, χωρίς κανονιστικούς περιορισμούς άλλους απ’ όσους το διασφαλίζουν ως σκοπό ζωής και όχι ως εξουσιαστικό μόρφωμα, πολεμική τέχνη ή ευκαιρία για πλουτισμό.
Με τα κείμενά μου τα δύο τελευταία χρόνια στο «Βήμα» μίλησα πάλι επί προσωπικού πιστεύοντας σαν μάρτυρας της προσίδιας πορείας ότι αναλαμβάνω κι εγώ τον «ωραίο κίνδυνο» της γραφής, κι όχι υποχρεωτικά της αναγωγής των όσων έζησα σε τεκμήρια ή γνωστικά αντικείμενα, αλλά σε κείμενα όλων των ειδών του λόγου. Εγινα έτσι ο χωρομέτρης της απόστασής μου ανάμεσα στην Ιστορία και τη γραφή. Ενας μορφωμένος διδάσκαλος με καλλιτεχνικές ευαισθησίες. Πολλώ δε μάλλον όταν το ύφος μου ήταν ήδη περιεχόμενο των όσων ήθελα να προσυπογράψω και όχι το μέσο.
Πίστεψα μάλιστα πως έχω τον τρόπο να παρεμβαίνω στα δημόσια ατιμωρητί με «εκφωνήματα» ενός καθήκοντος αντιλογίας ως το κατ’ εξοχήν πολιτικό επιχείρημα εναντίον όσων τον κίνδυνο της γραφής τον θεωρούν μίσθωμα ή πέραμα για την καριέρα και τις ακαδημίες. Το ότι πίσω από τα συμβάντα και τη νηφάλια ή την τοξική τους (περι)γραφή λειτουργούν ρυθμιστικοί κανόνες δεν το αμφισβήτησα υποβάλλοντας τη γραφή συχνά σ’ εκείνο το είδος αυτολογοκρισίας που διέπει εξ ανάγκης τους επαγγελματίες γραφιάδες.
Οπως επίσης, το ότι οι κανόνες αυτοί, τόσο της Πολιτείας όσο και της αγοράς, ενώ συγκροτούνται από τους πρωταγωνιστές της Μεταπολίτευσης, την ίδια στιγμή καταλύονται ως εάν το κανονιστικό να προηγείται του κανονικού. Σε τέτοιον βαθμό που ως «κανονικό» να φτάνει να θεωρείται και το «παράνομο» και μάλιστα με κανονιστική έγκριση
– «εκ του νόμου».
Αυτός όμως ο αναδιπλασιασμός κανόνων και ανθρώπων δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς τη βιογραφία του καθενός μας έτσι ώστε η Ιστορία να μην ταλαντεύεται ανάμεσα στον κανόνα, τον άνθρωπο και το ζώο. Να μην καταλήγει δηλαδή στον Τραμπ.
Με τα κείμενα στο «Βήμα» αυτοβιογραφούμαι. Πίστεψα ότι μπορώ να σχεδιάσω μια αυτοβιογραφία της μόδας μιλώντας λιγότερο για τη ζωή και περισσότερο για τους τρόπους με τους οποίους την έζησα. Τους αντιλαμβάνομαι και τους διδάσκω, κατά κάποιον τρόπο, σαν πένθος και σαν γιορτή. Πίστεψα, τέλος, ότι καταθέτω ένα ακόμα «αρχείο» για τη Μεταπολίτευση: το σώμα.
Και ονομάζοντας το σώμα, αρχείο, δεν αναφέρθηκα μόνο στο σύνολο των κειμένων μου ως μαρτυρία του παρελθόντος, ούτε σε «εκείνον που κάνει τόσα πράγματα ειπωμένα από τόσους ανθρώπους να μην εμφανίζονται με βάση μόνο τους νόμους της σκέψης ή το παιχνίδι της τύχης» αλλά σε όσα θα προκύψουν χάρη σε εκείνο το παιχνίδι των σχέσεων που χαρακτηρίζουν το πεδίο της γραφής. Δεν έσπασα τον καθρέφτη. Δεν είπα την αλήθεια, ακόμα και σαν ένα είδος σφάλματος που διαθέτει το πλεονέκτημα ότι δεν αναιρείται εύκολα.
Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου την ανεμελιά.