Περί το 43% της επιφάνειας του πλανήτη, δηλαδή σχεδόν τα 2/3 των ανοιχτών ωκεανών, είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ένας τόπος ανομίας. Μακριά από οποιαδήποτε χωρικά σύνορα και κάθε εθνική δικαιοδοσία, μπορεί ο οποιοσδήποτε θέλει και έχει τα μέσα να προβαίνει σε ανεξέλεγκτες πρακτικές – γεωτρήσεις βαθέων υδάτων, υπεραλίευση κ.ά. – που θέτουν σε κίνδυνο τον θαλάσσιο πλούτο των συγκεκριμένων περιοχών, ο οποίες παράγουν το 50% του οξυγόνου στη Γη, αποτελούν τη μεγαλύτερη αποθήκη διοξειδίου του άνθρακα και φιλοξενούν το 95% της παγκόσμιας βιοποικιλότητας, άγνωστης ακόμη σε ένα μεγάλο ποσοστό της. Γίνεται άμεσα αντιληπτό λοιπόν γιατί έχει τόση μεγάλη σημασία η επίτευξη μιας συμφωνίας που θα έδινε ένα τέλος σε αυτή την κατάσταση.
Ο λόγος που η ανθρωπότητα αδυνατούσε επί δεκαετίες να βρει λύση στο πρόβλημα είναι τα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα, ιδιαίτερα στον τομέα της αλιείας. Ενα επιπλέον εμπόδιο και κομβικό σημείο τριβής ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες ήταν ο δίκαιος επιμερισμός των κερδών από την αξιοποίηση των θαλάσσιων γενετικών πόρων, δηλαδή του γενετικού υλικού των θαλάσσιων οργανισμών στα μεγάλα βάθη (σπόγγοι, φύκη, βακτήρια κ.ά.) που προσελκύει μεγάλο εμπορικό ενδιαφέρον λόγω των πιθανών χρήσεων, ιδιαίτερα στους τομείς της διατροφής και της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Αλλα σημεία διαφωνίας ήταν η μεθοδολογία μελέτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των διαφόρων δραστηριοτήτων και η διαδικασία καθορισμού και οριοθέτησης των προστατευόμενων περιοχών.
Ωστόσο, έπειτα από διαβουλεύσεις που ξεκίνησαν στις 20 Φεβρουαρίου στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη και οι οποίες κατέληξαν σε μια μαραθώνια συνεδρία διάρκειας 38 ωρών – οι σύνεδροι έμειναν άυπνοι όλο αυτό το διάστημα -, που παραλίγο να αποβεί επίσης άκαρπη, προέκυψε τελικά στις 4 Μαρτίου η Συνθήκη για τα Διεθνή Υδατα (Treaty of the High Seas). Η συγκεκριμένη Συνθήκη δίνει λύσεις σε θέματα όπως το πώς πρέπει να μελετώνται και να προστατεύονται οι ανοιχτές θάλασσες και ποιος θα επωφελείται από τις θαλάσσιες ανακαλύψεις. Καθοριστικό ρόλο για την επίτευξη συμφωνίας διαδραμάτισε και ο λεγόμενος «Συνασπισμός Υψηλών Προσδοκιών» (High Ambition Coalition), μια ομάδα χωρών που περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Κίνα. Μάλιστα, η ΕΕ υποσχέθηκε να προσφέρει το ποσό των 40 εκατ. ευρώ για τη γρήγορη επικύρωση της Συνθήκης και για τα πρώτα στάδια της εφαρμογής της.
Οι λεπτομέρειες της Συνθήκης
Σύμφωνα με τον Νίκο Πέτρου, πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ), η οποία ασχολείται επί σειρά ετών με θέματα αειφορίας και διαχείρισης του παράκτιου τουρισμού μέσω του διεθνούς προγράμματος «Γαλάζια Σημαία» (συγκεκριμένα από το 1992), και αντιπρόεδρο του Foundation for Environmental Education (FEE), η Συνθήκη για τα Διεθνή Υδατα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) που υπεγράφη το 1982. Οπως εξηγεί: «Είναι μια πλανητικής σημασίας συνθήκη που έχει σκοπό να οδηγήσει σε προστασία τη σημαντική και απειλούμενη βιοποικιλότητα των ωκεανών, καθώς στοχεύει να θέσει σε καθεστώς προστασίας το 30% των διεθνών υδάτων ως το 2030. Ως διεθνή ύδατα ή ανοικτή θάλασσα (high seas) ορίζονται οι θαλάσσιες περιοχές εκτός εθνικής δικαιοδοσίας, δηλαδή πέρα από τα εθνικά όρια, αλλά και πέρα από την αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ), η οποία μπορεί να εκτείνεται έως και 200 ναυτικά μίλια (περίπου 370 χλμ.) από τις ακτές των κρατών. Στη Μεσόγειο, που περιβάλλεται από 21 κράτη και περιλαμβάνει πολλά νησιά, ενίοτε τα διεθνή ύδατα ξεκινούν πολύ κοντά στις ακτές, συχνά ύστερα από λίγα ναυτικά μίλια, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δεν υφίστανται καθόλου».
Σημαντικό είναι να γνωρίζουμε ότι, παρ’ όλο που η ψήφιση αποτελεί ένα βήμα προς τη διευθέτηση του ζητήματος, ωστόσο έχουμε πολύ δρόμο ακόμη και αρκετά πρακτικά ζητήματα να λύσουμε προτού σημειωθεί οποιαδήποτε πρόοδος στον εν λόγω τομέα. Το περιθώριο έως το 2030 δεν είναι μεγάλο, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι θα πρέπει κάθε χρόνο να τίθενται σε καθεστώς προστασίας 11 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα ωκεανού. Οπως αποσαφηνίζει ο κ. Πέτρου: «Μια διεθνής συνθήκη είναι κατά το Διεθνές Δίκαιο νομικά δεσμευτική για τα μέρη που την υπογράφουν. Για την εφαρμογή τους συστήνονται ειδικά όργανα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχει ήδη συσταθεί η Διάσκεψη των Μερών (Conference of Parties) που θα πρέπει να συνέλθει μέσα σε ένα έτος ώστε να οριστικοποιήσει τους κανονισμούς και τις διαδικασίες, το χρηματοδοτικό πλαίσιο και τα σχετικά σώματα (Γραμματεία, Επιστημονική Επιτροπή κ.ά.) που θα πλαισιώσουν τη Συνθήκη. Τα κράτη που συμμετέχουν πρέπει να την εγκρίνουν και να την επικυρώσουν σε εθνικό επίπεδο και να καταθέσουν τα σχετικά έγγραφα στον ΟΗΕ. Η Συνθήκη θα τεθεί σε ισχύ μόλις επικυρωθεί από 60 χώρες. Εως τότε ισχύουν οι γενικές προβλέψεις της UNCLOS για τα Διεθνή Υδατα».
Η Ελληνική Τάφρος
Πώς θα μπορούσαν αυτά τα βήματα να αφορούν πιο άμεσα τη χώρα μας και πώς θα μπορούσε αυτή να συμμετέχει ενεργά στις εξελίξεις; «Για την Ελλάδα», απαντά ο κ. Πέτρου, «και για περιοχές που βρίσκονται κοντά στην ελληνική δικαιοδοσία θα πρέπει να υπάρχει σχετική νομοθετική ρύθμιση για την ενεργό συμμετοχή της χώρας μας στη Συνθήκη. Αν θεσπιστούν θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές (MPAs), θα κληθούν να έχουν ρόλο τα υπουργεία Περιβάλλοντος, Ναυτιλίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Εξωτερικών, σε συνεργασία με τα διεθνή όργανα και σε εναρμόνιση με την ΕΕ που έχει αναλάβει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη Συνθήκη. Φυσικά, τα γεωπολιτικά θέματα θα ληφθούν οπωσδήποτε υπ’ όψιν. Σημειώνεται ότι στην περιοχή νοτιοδυτικά του Ιονίου και νότια της Κρήτης βρίσκεται η Ελληνική Τάφρος, ένα τεράστιας σημασίας θαλάσσιο οικοσύστημα μεγάλου βάθους που φιλοξενεί σημαντικούς πληθυσμούς κητωδών και αποτελεί παράδειγμα μελλοντικής προστατευόμενης θαλάσσιας περιοχής, ανεξάρτητα του αν τμήμα της θα βρίσκεται σε διεθνή ύδατα ή όχι».
Ο ρόλος των πολιτών
Αν και οι αποφάσεις λαμβάνονται σε διεθνές επίπεδο και πολλές φορές υπάρχει η πεποίθηση ότι πολύ λίγο μπορούμε να επηρεάσουμε τις εξελίξεις σε θέματα περιβαλλοντικής φύσης, ο κ. Πέτρου διαφωνεί με αυτή την απαισιόδοξη άποψη και τονίζει ότι οι σχετικές οργανώσεις στη χώρα μας θα μπορούσαν, ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, να λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης των υπευθύνων: «Ο ρόλος των περιβαλλοντικών οργανώσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες της Μεσογείου, είναι να πιέζουν τη Διοίκηση για την εφαρμογή των προβλεπόμενων στη Συνθήκη και να βρίσκονται σε εγρήγορση για την προστασία των θαλασσών σε περιπτώσεις σχεδίων εκμετάλλευσης που μπορεί να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Κάποιες χώρες δεν έχουν υπογράψει τις σχετικές διεθνείς Συνθήκες και Συμβάσεις (UNCLOS) και αυτό ίσως να δημιουργήσει δυσκολίες στην εφαρμογή μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας για ορισμένες περιοχές. Αν όμως η πλειονότητα των μεσογειακών χωρών αποφασίσει συντεταγμένα την ουσιαστική προστασία της θάλασσάς μας, θα ενταθεί η απομόνωση εκείνων που επιμένουν να μην υπογράφουν. Επίσης, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις είναι σε θέση να παρέχουν τεκμηρίωση και πληροφορίες για την πλούσια βιοποικιλότητα των θαλασσίων περιοχών όπως η Ελληνική Τάφρος, ενώ έχουν καίριο ρόλο στην ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού και των τοπικών κοινωνιών που θα χρειαστεί να συμμετάσχουν σε αυτό το εγχείρημα».