Αν πιστέψουμε τον αμερικανό ποιητή Τζέρομ Ρόθενμπεργκ (στην άλλη όχθη του Ατλαντικού θεωρείται από τους ιδρυτές του κινήματος της εθνοποιητικής, δηλαδή ενός ιδιαίτερου συνδυασμού έκφρασης που περικλείει πολλά, από τη γλωσσολογία ως την ανθρωπολογία – κρατήστε το αυτό), οι πέτρες είναι παρούσες με τον τρόπο τους, μπορούν να μιλούν και να γελούν, μπορούμε δε εμείς να τις σπέρνουμε και να τις φυλάμε και να τις βλέπουμε να μεγαλώνουν (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ίδιος στη συλλογή του με τίτλο «Ενας χρησμός για τους Δελφούς»). Λοιπόν, δεν είναι τυχαίο (αντιθέτως, στην περίπτωσή της φαντάζει και φυσικό και ταιριαστό, τόσο ως προς τα συνήθη μοτίβα της όσο και ως προς τις έντονες συλλογικές της ανησυχίες) που η Νίκη Παπαθεοχάρη τον προτάσσει στο ποίημά της «Χρησμοδότημα και βράχια», το οποίο περιλαμβάνεται στο νέο της βιβλίο «Οποια πέτρα με θέλει να με διεκδικήσει» (εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2022). Μόνο τότε, όταν πλέον έχει διαβάσει κανείς το συγκεκριμένο ποίημα στη σελίδα 102, αποκαλύπτεται πλήρως η ιερουργική υφή του τίτλου (που δεν συνιστά μονάχα μια ευθεία αναφορά στην Πυθία αλλά κυρίως μια οικειοποίηση των μυστήριων και μυστηριακών λόγων της). Βεβαίως είναι γνωστή η σαγήνη που ασκεί η αρχαία ελληνική μυθολογία και παράδοση στην ποιήτρια, όμως το ζήτημα δεν είναι αυτές, διότι αυτές υπάρχουν ως δεδομένο υπόστρωμα πάντοτε, εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό (και από την άποψη της μορφής, διότι έχουμε ένα μεγάλο συνθετικό ποίημα με διακριτά πλην επικοινωνούντα μέρη). Επί της ουσίας πρόκειται για την αποκάλυψη ενός άλλου αδύτου, του δικού της, μύχιου και δημιουργικού, σχεδόν ταυτοτικού για τη Νίκη Παπαθεοχάρη, καθώς παρακολουθούμε ακριβώς μιαν εκτεταμένη «εαυτοσκοπία» (τίτλος ποιήματος επίσης), η οποία αγκαλιάζει με κλιμακούμενο πάθος όλα όσα είναι η ίδια, μια γυναίκα της ζωής και της τέχνης και του κόσμου εξίσου, σε βαθμό μάλιστα αξεδιάλυτο. Εξ ου και το βιβλίο δημιουργεί την εντύπωση στον αναγνώστη μιας σαρωτικής διάχυσης ή ενός στρατηγικού διασκορπισμού που ωστόσο – αξίζει να το τονίσουμε, γιατί έχει το ενδιαφέρον του – φαίνεται παράλληλα να σμιλεύει έναν κύκλο, μια ιδιότυπη αρμονία χώρου και χρόνου – άρα και νοήματος – ανάμεσα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Πόσο μας αφορά επομένως το εγχείρημα; Πάρα πολύ, είναι η απάντηση. Επειδή καλούμαστε να κατανοήσουμε πόσο δύσκολο (ενίοτε επίπονο) αλλά και απελευθερωτικό (με την ευγενέστερη έννοια του όρου) είναι το εξής: να είσαι πολλά πράγματα συγχρόνως και να καταφέρνεις να μετουσιώνεις τις ανθρώπινες αντιφάσεις σου (είτε συναισθηματικές είτε πνευματικές) σε μια «ένοπλη αυτοσυντήρηση» με σκοπό μια ακόμη πιο συνειδητή ύπαρξη μέσα σε κάτι δυσοίωνο και μάλλον αποκαρδιωτικό, μέσα σε ό,τι προσδιορίζει κάπου η Νίκη Παπαθεοχάρη ως «ακατέργαστη ανθρωπότητα χρεοκοπίας». Το εξώφυλλο του βιβλίου της (μια εικαστική δημιουργία σχεδιασμένη από το οικείο χέρι του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη, όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες, οι ένθετες δηλαδή εικόνες που συνοδεύουν την έκδοση και συντονίζονται πλήρως με το περιεχόμενο) δείχνει μια «Νίκη Φτερωτή», το ισοδύναμο μιας υποψιασμένης και μαχητικής αθωότητας, η οποία αναδεικνύεται και μέσα στις σελίδες. Το «Οποια πέτρα με θέλει να με διεκδικήσει» συνιστά επίσης και μια επαναφορά σε ένα είδος καταγωγής ευρύτερα, στην «ονειρογέννητη συνεπαρσιά», όπως γράφει η ποιήτρια, κάτι στα όρια του εγγενούς που τη διαμόρφωσε ως άνθρωπο και την όρισε ως πολυσχιδές άτομο, και την οποία η ίδια λογαριάζει, προφανώς, για πολύτιμο φυλαχτό της. Στους στίχους της Νίκης Παπαθεοχάρη (πέραν του θεμάτων που κάθε τέτοια ευαισθησία ενσωματώνει στην παλέτα της, από τον έρωτα και τον θάνατο μέχρι τον πρακτικό βίο και τη μεταφυσική) η πατρίδα είναι το λαμπρό σταυροδρόμι του τοπίου και του αισθήματος (όπως για τον Ελύτη εν πολλοίς), ενώ οι υψηλές και οι καθημερινές έννοιες (λ.χ. η Ανεπάρκεια) είναι πεδία διαπάλης που αντανακλούν το βίωμα (όπως στην Κική Δημουλά, με την οποία η συνομιλία, εν προκειμένω, καθίσταται εναργέστερη). Και φτάνουμε πλέον στον πυρήνα της ποίησης της Νίκης Παπαθεοχάρη που δεν είναι άλλος από την ίδια τη γλώσσα, την ελληνική γλώσσα. Είναι για αυτήν μια ενσάρκωση της νόησης, ένας ατέλειωτος παράδεισος έμπνευσης μα και σοβαρού παιχνιδιού, με ρυθμούς ποικίλους, με λοξέςλεξιπλασίες και με αναπάντεχες ρίμες οι οποίες υπακούουν περισσότερο σε έναν αναγνωρίσιμο πια τραχύ λυρισμό. «(…)Χρόνε αγύρτη/τις ενεργειακές σου ροές/με θαλασσόπετρες ξεστοιχειώνω /τα κατεστημένα σου ταράζω/την ανθρωποσκουριά σου ξορκίζω/τις μορφές που θέλω σου δίνω/με πνοή συνεκδοχής σε ζωγραφίζω/σ’ αγαπάω και σ’ εκδικούμαι/σε προστάζω και σε λευτερώνω/τα πετροσώθικά σου σκαλίζω/κι από μέσα τους Φως και Τέχνη αποκαλύπτω/γητευτή σε κάνω/άντρα μου γιο μου και/σπλαχνικό μου φερέφωνο» διαβάζουμε στο ποίημα «PelArt – Τα λόγια του πελάγου και της πέτρας». Στεκόμαστε και σε κάμποσα άλλα, ασφαλώς, όπως και στο ποίημα «Κοσμοαντίληψη», έναν διάλογο της ποιήτριας με την (ημίθεη θαρρείς) Ελπίδα που, στα «πανωσύννεφα» πια και προδομένη, προσμένει μιαν «αλλιώτικη ανθρωποράτσα», σε πείσμα των ακατάσχετων διαψεύσεων. Ναι, η ποίηση είναι το καλύτερο καταφύγιο (ίσως και το μοναδικό) για την Ελπίδα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.