Είπα κι εγώ να αρχίσω να τρέφομαι κάπως καλύτερα, αν και η αλήθεια είναι πως η διατροφή μου σε σχέση με τη διατροφή των συνομηλίκων μου (με όσα τους βλέπω να καταβροχθίζουν όποτε συναντιόμαστε πάνω από ένα τραπέζι) είναι μια διαρκής δίαιτα. Προσέχω πολύ. Επειτα όμως από ένα πρόβλημα στον λαιμό μου, το οποίο σύμφωνα με την ωτορινολαρυγγολόγο προερχόταν μάλλον από το στομάχι (χρόνια γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση), αποφάσισα να προσέξω πιο πολύ, να κάνω τη δίαιτά μου πιο σκληρή. Ξεκίνησα διαβάζοντας τα νεοεκδοθέντα βιβλία με συνταγές χωρίς λιπαρά, με γλυκά χωρίς ζάχαρη, με τα μαγικά υποκατάστατα των βλαβερών (όπως έχουν χαρακτηριστεί) υλικών που καλούμαστε πλέον να αποφεύγουμε. Εντόπισα τις συνταγές που μου φάνηκαν πιο ενδιαφέρουσες και πιο νόστιμες, πήγα στο βιολογικό σουπερμάρκετ, αγόρασα τα απαραίτητα υλικά (τα οποία μου στοίχισαν μια περιουσία) και ρίχτηκα στη μαγειρική: Για πρωινό, κρέμα με βρόμη, σπόρους chia, γάλα αμυγδάλου, γλυκαντικά με χαμηλό θερμιδικό δείκτη κ.λπ. Για σνακ, μπάρες με ξερά φρούτα, σπιτικές, φτιαγμένες στον φούρνο μου, για να μην έχουν την αίσθηση μπαγιατίλας που μου φαίνεται πως υπάρχει στα αντίστοιχα συσκευασμένα προϊόντα. Για μεσημεριανό ή βραδινό (κάτι σαν) μουσακάς, όπου όλα τα υλικά τα ψήνεις χωρίς λάδι και που την (σαν) μπεσαμέλ την κάνεις με γάλα σόγιας. Ή (κάτι σαν) ζυμαρικά από φακή με (κάτι σαν) πέστο (από τόφου) και επιδόρπιο (κάτι σαν) cheesecake χωρίς cheese, αλλά με μουλιασμένα στο νερό και λιωμένα στο μπλέντερ κάσιους. Παρατήρησα πως ενώ αν όλα αυτά τα έφτιαχνα χρησιμοποιώντας τα κανονικά-παραδοσιακά υλικά θα γέμιζε το σπίτι μυρωδιές, τώρα που τα μαγείρευα με τα… αντ’ αυτών, η ατμόσφαιρα στην κουζίνα δεν διέφερε από ατμόσφαιρα απολυμασμένου δωματίου σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Ψιλοτρόμαξα με την ανοσμία. Λες να έχω κορωνοϊό; Οταν έφτασε η στιγμή να δοκιμάσω τις δημιουργίες μου, στην ανοσμία προστέθηκε και η αγευσία. Είτε έτρωγα πουτίγκα με γάλα βρόμης, είτε σουτζουκάκια από αλεύρι ρεβιθιού και μαγιονέζα χωρίς αβγά και γαλακτοκομικά, είτε γκοφρέτα με φαγόπυρο, κεχρί και σιρόπι αγαύης, με την ίδια δυστυχία μασούσα, με την ίδια δυστυχία κατάπινα αυτό το… σαν τίποτα με ελαφρά υποψία γεύσης. Ετρεξα να βάλω θερμόμετρο, σίγουρος πλέον πως έχω κορωνοϊό. Δεν είχα πυρετό. Είχα όμως παραισθήσεις: Εβλεπα να περνούν μπροστά μου πίτσες (από τις κανονικές, όχι από τις vegan που γίνονται της μόδας), κεφτεδάκια τηγανισμένα μέσα σε μπόλικο λάδι (όχι από αυτά τα τεθλιμμένα, τα νέας γενιάς, που γίνονται σε μία κουταλιά του γλυκού έλαιο), μπανόφι περιχυμένα από τόνους αλατισμένης καραμέλας (κανονικής καραμέλας, με κανονικό αλάτι). Οσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο ονειρεύομαι και λιγουρεύομαι τις τεράστιες φέτες ψωμιού με ζάχαρη που μας έδιναν για απογευματινό σνακ στο χωριό όταν ήμασταν παιδιά και που η καθεμία αντιστοιχούμε σε 5.000 θερμίδες. Προσπάθησα να τις αντικαταστήσω με ριζογκοφρέτες με… γλυκοπασπαροφερμιζόλη ή όπως αλλιώς το έλεγαν το νέο επαναστατικό υποκατάστατο ζάχαρης που μου σύστησαν. Δεν θα το ξανακάνω. Ορκίζομαι στον Παρλιάρο!

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω