Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση, ο μουσικός διευθυντής της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, Γιανίκ Νεζέ-Σεγκέν, θα παραμείνει σε αυτή τη θέση (τουλάχιστον) μέχρι την περίοδο 2029-2030.
Η επέκταση του συμβολαίου του διάσημου καναδού μαέστρου έρχεται για να επιβεβαιώσει την κυριαρχία του (μαζί με τον γενικό διευθυντή, Πίτερ Γκελμπ) στο σημαντικότερο θέατρο όπερας της αμερικανικής ηπείρου και ένα από τα σημαντικότερα διεθνώς.
Βαδίζοντας στον δρόμο που χάραξε ο σπουδαίος Τζέιμς Λεβίν, μουσικός διευθυντής της ΜΕΤ από το 1976 έως το 2016, ο Νεζέ-Σεγκέν προβάλλει ως ο εκσυγχρονιστής του ιστορικού θεσμού. Αλλά και ως ο μαέστρος-ίνδαλμα της νέας εποχής, η αφοσίωσή του οποίου στην κλασική μουσική δεν του απαγορεύει να απολαμβάνει το σύγχρονο πολυτελές lifestyle.
Και να ανεβάζει, μεταξύ άλλων, φωτογραφίες από την καθημερινή ζωή του, από τις διακοπές του σε εξωτικούς προορισμούς, από τις εκδρομές του και από τα πάρτι του, πάντα στο πλευρό του συζύγου του, του βιολονίστα Πιερ Τουρβίλ.
Ο μαέστρος… αλλιώς
Ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας, συχνά τολμηρά και εξεζητημένα, με τα νύχια του βαμμένα σε έντονα χρώματα που δεν μπορούν να μην τραβήξουν την προσοχή σου την ώρα που διευθύνει, ο καλλιτέχνης δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας, άλλος ένας, από εκείνους τους αυστηρούς και απρόσιτους μαέστρους που το κοινό και οι πλούσιοι χορηγοί της Metropolitan χειροκρότησαν τις περασμένες δεκαετίες.
Η δημοφιλής και οικεία στα σύγχρονα κοινά εικόνα του παραπέμπει περισσότερο σε έναν ποπ σταρ, έναν μουσικό που απλώς στη δική του περίπτωση δεν συνεργάζεται (ακόμα;) με τη Lady Gaga ή με την Τέιλορ Σουίφτ, αλλά με την Τζόις Ντι Ντονάτο, τον Γιόνας Κάουφμαν, τη Ναντίν Σιέρα, τον Μπενζαμέν Μπερνάιμ (τον τενόρο που τραγούδησε στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισίου) και όλους τους άλλους νέους σταρ του μελοδράματος.
Τα οικονομικά προβλήματα
Αυτό είναι ως φαίνεται το ζητούμενο ακόμα και από ένα θέατρο με τόσο πλούσια ιστορία και τόσο μεγάλη προσφορά όσο η Μητροπολιτική Oπερα της Νέας Υόρκης, αν θέλει να επιζήσει στη σύγχρονη αγορά: Η προβολή ενός σύγχρονου προσώπου που θα προσελκύσει όσο γίνεται περισσότερους νέους θεατές, ακόμα και εκείνους που δεν έχουν σχέση με την όπερα, και (το κυριότερο) ακόμα περισσότερους και πιο γενναιόδωρους χορηγούς.
Αλλιώς τα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύθηκαν κατά την περίοδο σιωπής που η επέβαλε η πανδημία αλλά και η λόγω της οικονομικής κρίσης μείωση των χορηγιών διά των οποίων λειτουργούσε και λειτουργεί (και) η ΜΕΤ, θα συνεχίσουν να κάνουν όλο και πιο δύσκολη την επιβίωσή της. Κακά τα ψέματα, η όπερα, για να γίνει όπως πρέπει, είναι μια τέχνη που χρειάζεται πολλά χρήματα.
Οι ισχυροί του χρήματος
Το γνώριζαν αυτό οι δυναμικοί επιχειρηματίες της Νέας Υόρκης, οι οποίοι στα τέλη του 19ου αιώνα αναζητούσαν έναν χώρο που θα μπορούσε να στεγάσει μια μεγαλειώδη όπερα, ένα συγκρότημα που θα ανταγωνιζόταν (ή μάλλον θα έσβηνε) την προϋπάρχουσα Academy of Music.
Επρόκειτο για τους βιομηχάνους και τους επιχειρηματίες της νέας γενιάς που αν και είχαν συγκεντρώσει μεγάλο πλούτο και δύναμη δεν γίνονταν εύκολα δεκτοί στα σαλόνια των ιστορικών, εξίσου πλούσιων, οικογενειών που πάντα τους θεωρούσαν υποδεέστερους.
Και που για λόγους κοινωνικού στάτους χρηματοδοτούσαν την Academy of Music. Περίπου είκοσι εκ των… υποδεέστερων αυτών εκατομμυριούχων της Νέας Υόρκης, ανάμεσά τους και μέλη των οικογενειών Ρούζβελτ, Μόργκαν και Βάντερμπιλτ, αποφάσισαν λοιπόν να δημιουργήσουν το αντίπαλον δέος της (τότε φθίνουσας) Academy of Music.
Και έθεσαν με τις περιουσίες τους και με τις φιλοδοξίες τους τα θεμέλια της Metropolitan Opera, χρηματοδοτώντας την ανέγερση του πρώτου κτιρίου που θα τη στέγαζε, στη διεύθυνση West 39th Street & Broadway, και ενισχύοντάς την γενναιόδωρα κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της.
Τα πρώτα βήματα
Η παρθενική παράσταση δόθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1883 με τον «Φάουστ» του Γκουνό και με πρωταγωνίστρια τη σούπερ σταρ σουηδή υψίφωνο Κριστίνα Νίλσον. Στα χρόνια που ήρθαν ακολούθησε παρέλαση όλων των μεγάλων τραγουδιστών εκείνης της εποχής, ανάμεσά τους της Μαρτσέλα Σέμπριτς, του Ενρίκο Καρούζο, της Αντελίνα Πάτι, της Ρόζα Πονσέλ και πολλών άλλων καλλιτεχνών που χάρισαν γενναιόδωρα τη λάμψη τους στο θέατρο.
Το 1910 η ΜΕΤ προχώρησε στην πρώτη της ραδιοφωνική μετάδοση φιλοδοξώντας να κάνει την όπερα πιο προσιτή στο ευρύ κοινό. Το 1931 ξεκίνησε τακτικές live αναμεταδόσεις των παραστάσεών της, θεσμό που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα από το ραδιόφωνο αλλά και από την τηλεόραση (μέσα από την οποία άρχισε να εκπέμπει τακτικά από το 1977).
Παρέλαση αστέρων
Μέσα σε όλες αυτές τις δεκαετίες οι κορυφαίες ντίβες και οι σταρ που συνεργάστηκαν με τον οργανισμό έγραψαν καθένας τη δική του ιστορία, χαρίζοντάς μας αξέχαστες ερμηνείες, πολλές εκ των οποίων διασώθηκαν ευτυχώς ηχογραφημένες, άλλες live και άλλες στα στούντιο.
Ο Τίτα Ρούφο, η Φράνσες Αλντα, η Τζεραλντίν Φαράρ, ο Τζουζέπε ντε Λούκα, η Φρίντα Λάιντερ, η Ζίνκα Μιλάνοφ, η Λίτσια Αλμπανέζε, ο Τζοβάνι Ζενατέλο, η Λίλι Πονς, η Μπιντού Σαγιάο, ο Μπενιαμίνο Τζίλι, η Ελινορ Στίμπερ, ο Λόρενς Τίμπετ, η Ρενάτα Τεμπάλντι, ο Ετσιο Πίντσα, η Μαρία Κάλλας, η Λεοντίν Πράις, η Βικτόρια Ντε Λος Ανχελες, ο Ρίτσαρντ Τάκερ, η Ρίζε Στίβενς, ο Λέοναρντ Γουόρεν, ο Ρόμπερτ Μέριλ, η Ρομπέρτα Πίτερς, ο Γιούσι Μπγιόρλινγκ, ο Φράνκο Κορέλι, η Μαρτίνα Αρόγιο, ο Μάριο ντελ Μόνακο, η Γκαμπριέλα Τούτσι, η Αννα Μόφο, η Τζόαν Σάδερλαντ, ο Λουτσιάνο Παβαρότι, η Μέριλιν Χορν, η Μπίργκιτ Νίλσον, η Χίλντεγκαρντ Μπέρενς, η Τζουν Αντερσον, η Κάτια Ριτσιαρέλι, ο Πλάθιντο Ντομίνγκο, ο Σέριλ Μιλνς και η Απρίλε Μίλο είναι μερικά μόνο από τα εκατοντάδες αστέρια που κατά διαστήματα έλαμψαν στη σκηνή της ΜΕΤ.
Ο μάνατζερ Τζούλιο Γκάτι-Καζάτσα, ο μαέστρος Αρτούρο Τοσκανίνι, ο τενόρος Εντουαρντ Τζόνσον, ο μάνατζερ Ρούντολφ Μπινγκ και ο μαέστρος Τζέιμς Λεβίν, υπήρξαν προσωπικότητες που από διοικητικές θέσεις έγραψαν ιστορία, οδηγώντας τον αμερικανικό μουσικό θεσμό από επιτυχία σε επιτυχία. Το 1966 η Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης μεταφέρθηκε στο νέο της κτίριο, στο Lincoln Center, όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα. Το 2006 ξεκίνησε τις «Live in HD» μεταδόσεις, παρουσιάζοντας τις παραστάσεις της «ζωντανά» σε κινηματογραφικές οθόνες σε όλον τον κόσμο – και στην Ελλάδα.
Σήμερα εξακολουθεί να προσπαθεί να διατηρήσει τη σημαντική παράδοση του λυρικού τραγουδιού αλλά και να εκσυγχρονίσει τις υπηρεσίες της, να ανταποκριθεί στις ανάγκες της νέας εποχής χρησιμοποιώντας όσο περισσότερο μπορεί την τεχνολογία. Τα προβλήματα (οικονομικά, αλλά και καλλιτεχνικά) δεν είναι λίγα, η ΜΕΤ όμως μέχρι στιγμής καταφέρνει να βρίσκεται πάντα στην κορυφή της καλλιτεχνικής δράσης.
Προς το αύριο
Αυτό υπόσχεται και ο Γιανίκ Νεζέ-Σεγκέν με την πληθωρική παρουσία του. Να διατηρήσει το υψηλό επίπεδο των παραστάσεων αλλά και να ανοίξει τις πόρτες του θεάτρου στους νέους παρουσιάζοντας σύγχρονες όπερες – όπως προσφάτως τις «Ωρες» του Κέβιν Πουτς, το «Dead Man Walking» του Τζέικ Χέγκι και το «El Niño» του Τζον Ανταμς – και προσκαλώντας αξιόλογους σκηνοθέτες και σολίστες να συνεργαστούν σε φιλόδοξες και απαιτητικές παραγωγές.
Η επέκταση του συμβολαίου του περιλαμβάνει τώρα και μία νέα παραγωγή του κύκλου του Βάγκνερ «Το δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ», η όποια θα ξεκινήσει τη σεζόν 2027-28 και θα κορυφωθεί την άνοιξη του 2030.
Στον ρόλο της Μπρουνχίλντε η νέα σταρ από τη Νορβηγία υψίφωνος Λίζε Ντάβιντσεν, η οποία μεταξύ άλλων θα εγκαινιάσει και την περίοδο 2026-27 ως λαίδη Μάκβεθ στον «Μάκβεθ» του Βέρντι, και πάλι υπό τη διεύθυνση του Νεζέ-Σεγκέν.
Όσο για το ρεπερτόριο της τρέχουσας περιόδου, αυτό περιλαμβάνει μεταξύ άλλων «Τα παραμύθια του Χόφμαν» του Οφενμπαχ (πρεμιέρα στις 24 Σεπτεμβρίου) με τους Μπενζαμέν Μπερνάιμ, Πρίτι Γιέντε, Εριν Μόρλεϊ κ.ά., την «Μποέμ» του Πουτσίνι (13 Νοεμβρίου) με την Ελεονόρα Μπουράτο και τον Μάθιου Πολεντσάνι, τη «Γυναίκα χωρίς σκιά» του Ρ. Στράους (29 Νοεμβρίου) με τις Ελζα βαν ντεν Χίβερ, Νίνα Στέμε και Λίζε Λίντστρομ, και την «Αΐντα» του Βέρντι (31 Δεκεμβρίου) με την Εϊντζελ Μπλου, την Ελίνα Γκαράντσα και τον Πιότρ Μπεστσάλα. Και έπεται συνέχεια…