Για εμένα «σινεμά» είναι μόνο αυτά που στην Ελλάδα αποκαλούμε «χειμερινά» για να τα ξεχωρίζουμε από τα «θερινά». Τα θερινά σινεμά εγώ πιστεύω ότι είναι ένα γλυκό νοσταλγικό τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη – σινεμά κανονικά είναι αυτά στα οποία ο ήχος είναι Dolby Surround, η αίθουσα θεοσκότεινη και η πολυθρόνα τόσο αναπαυτική ώστε μπορείς μέσα της να βυθιστείς. Αυτά τα σινεμά τυπικά έκλεισαν την τελευταία εβδομάδα του Σεπτέμβρη, μετά την επανέναρξη της λειτουργίας τους τον περασμένο Ιούλιο. Ουσιαστικά όμως παρέμεναν κλειστά από τον περασμένο Μάρτιο, όταν επιβλήθηκε το lockdown: το καλοκαίρι λειτουργούσαν αλλά μόνο τυπικά – τρεις φορές που επισκέφθηκα ένα από αυτά για να δω ταινίες πρώτης προβολής ήμουν στην αίθουσα ολομόναχος, σαν τον πρωταγωνιστή τού «Σινεμά ο Παράδεισος» που απολάμβανε τα κομμένα από τη λογοκρισία φιλιά, έχοντας ως παρέα μόνο τις αναμνήσεις του.

Από όλες τις συνήθειες που υποχρεώθηκα εξαιτίας της πανδημίας να αλλάξω, αυτή που με έχει πονέσει, γιατί την έχω χάσει παρά τη θέλησή μου, είναι η συνήθεια να τρέχω κάθε εβδομάδα σε κάποιο σινεμά, με ή χωρίς παρέα. Ωρες-ώρες σκέφτομαι πως ειδικά το κλείσιμο των αιθουσών ήταν ένα είδος τιμωρίας για όσους το σινεμά το ξέχασαν ή το κακομεταχειρίστηκαν, μόνο που παραδόξως την τιμωρία την πληρώσαμε κι εμείς που είχαμε απομείνει να το αγαπούμε. Τα τελευταία χρόνια ο κινηματογράφος υπέφερε από τις τηλεοπτικές πλατφόρμες που του κλέβουν σκηνοθέτες και σεναριογράφους, από την πειρατεία, από την αδιαφορία ενός μεγάλου μέρους του γιγάντιου κοινού που τον μπερδεύει με την τηλεόραση και πιστεύει πως μπορεί να απολαύσει αληθινά μια ταινία σπίτι του. Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι είχαν ξεχάσει τι σημαίνει σινεμά: δεν θυμούνται πια ότι είναι ακόμα η πιο γλυκιά έξοδος, η καλύτερη λύση για ένα πρώτο και αμήχανο ραντεβού, το πιο βολικό καταφύγιο όταν θες να γλιτώσεις από σκοτούρες για ένα δίωρο, ο πιο εύκολος τρόπος για να καταλάβεις το γούστο του ανθρώπου που σε ενδιαφέρει ώστε να τον κατανοήσεις καλύτερα. Οι πιο πολλοί προσπερνούσαν πλέον αδιάφορα τις αίθουσες, πίστευαν πως τα multiplex υπάρχουν για να αγοράζουν τα παιδιά ποπ κορν και να πίνουν αναψυκτικά, δεν καταλάβαιναν όσους από εμάς θέλαμε να δούμε και τα «Παράσιτα» και τους «Avengers». Αλλοι πάλι, μπερδεύοντας την κινηματογραφοφιλία με το μπλα μπλα της καφετέριας, θυμούνταν το σινεμά για να αναλωθούν σε μια σειρά από τζάμπα συζητήσεις για το αν μια ταινία άξιζε τα Οσκαρ που άκουσαν ότι κέρδισε, για το αν υπάρχουν ή όχι συμβολισμοί στο τελευταίο blockbuster που είδαν σε dvd ή για το ποιος σκηνοθέτης είναι καλύτερος, λες και ο κατά καιρούς υποψήφιος θα κέρδιζε τη Χρυσή Μπάλα σαν τον Μέσι και τον Ρονάλντο. Τα τελευταία χρόνια το σινεμά έχανε θεατές και υπήρχε απλά ως πεδίο αντιπαράθεσης σε συζητήσεις: ακόμα και η ελληνική ταινία, αυτό το παράξενο κινηματογραφικό είδος που προσπαθούσε να βρει λίγο ζωτικό χώρο για να μας θυμίσει ότι υπάρχει, περνώντας τις Συμπληγάδες Πέτρες επιτροπών και συνδικαλιστών του Κέντρου Κινηματογράφου, γινόταν αντικείμενο διαξιφισμών γύρω από καφέδες, στους οποίους διαξιφισμούς πρωταγωνιστούσαν συνήθως όσοι δεν έχουν δει ποτέ τίποτα αλλά γνωρίζουν την τέχνη του αφορισμού.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω