Παρέμεινε άσημη στη διάρκεια της ζωής της, αλλά, όπως συμβαίνει τελευταία με γυναίκες που δημιούργησαν αθέατες για όλα όσα δεν ήταν δημοφιλή όσο εκείνες ήταν ζωντανές, περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά τον θάνατό της αναγνωρίζεται το έργο της. Αλλωστε, δεν ακολούθησε ποτέ κάποια μόδα της εποχής της, τις κυρίαρχες τάσεις στις δεκαετίες ’60 και ’70, όπως η αφαίρεση, ο μινιμαλισμός, η ποπ αρτ, η εννοιολογική τέχνη, που βρίσκονταν στο προσκήνιο όσο εκείνη επέμενε να ζωγραφίζει τους αναπαραστατικούς πίνακές της. Πλέον η Αλις Νιλ (1900-1984) θεωρείται «…εφάμιλλη, αν όχι ανώτερη, καλλιτεχνών όπως ο Λούσιαν Φρόιντ και ο Φράνσις Μπέικον» και «προορισμένη να αποκτήσει ένα καλλιτεχνικό κύρος της τάξης δημιουργών όπως ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ή ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ» όπως έγραφε η εφημερίδα «The New York Times» με την αφορμή της διοργάνωσης της έκθεσης «People Come First» στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2021.
Αυτή την περίοδο το έργο της Νιλ παρουσιάζεται σε μια έκθεση στο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στην καρδιά του Παρισιού, έξι χρόνια αφότου είχε διοργανωθεί μια αναδρομική με πίνακές της στη Γαλλία υπό τον τίτλο «Painter of Modern Life», στο Fondation Van Gogh στην Αρλ. Προγραμματισμένη αρχικά για το Μπομπούρ για το καλοκαίρι του 2020, η τωρινή έκθεση με τίτλο «Un regard engagé» περιλαμβάνει 75 πίνακες και σχέδια παρουσιασμένα σε δύο μεγάλες, ελεύθερες ενότητες που φέρνουν στο προσκήνιο τις ταξικές και φυλετικές ανισότητες της εποχής της, με έργα από τις πρώτες της ζωγραφικές απόπειρες στην Κούβα, όπου βρέθηκε με τον πρώτο της σύζυγο, επίσης καλλιτέχνη, Κάρλος Ενρίκεζ, τη δεκαετία του ’20, ως τους τελευταίους πίνακές της λίγο προτού φύγει από τη ζωή. Από τις 16 Φεβρουαρίου και ως τις 21 Μαΐου η έκθεση θα φιλοξενείται ελαφρώς διαφοροποιημένη στο Barbican του Λονδίνου με τίτλο «Hot Οff Τhe Griddle». «Ενας από τους λόγους που ζωγράφιζα ήταν για να πιάσω τη ζωή έτσι όπως περνάει μπροστά μου, καυτή σαν να έχει βγει κατευθείαν από τη μαγειρική πλάκα (όπως είναι σε ελεύθερη μετάφραση η φράση «right hot off the griddle»)». Πρωταγωνιστές της δεν ήταν οι επιφανείς αλλά «οι χαμένοι, οι outsiders».
Μακριά από τους προβολείς και τη δόξα
Ηδη από τη δεκαετία του ’30 η Νιλ ζωγράφιζε γυμνές γυναίκες όπως πραγματικά ήταν, με τη φθορά της ηλικίας και τον εσωτερικευμένο πόνο της γνώσης ότι η θέση για την οποία προορίζονται στη ζωή και στην τέχνη είναι εκείνη που καθορίζει η ανδρική βούληση και ματιά. Ηταν κάτι το πρωτοφανές για την εποχή και η αποφασιστικότητα της Νιλ να εναντιωθεί στα στερεότυπα της γυναικείας παρουσίασης στην τέχνη πήγαζε από τον πόνο της απώλειας των δύο από τα τέσσερα παιδιά της. Μετά τον νευρικό κλονισμό της και τη νοσηλεία της σε σανατόριο διεύρυνε τη θεματική της γκάμα, πάντα με ανθρώπους του περιβάλλοντός της αλλά και με αγνώστους που διέθεταν ή ανέδυαν την αύρα του «loser» βάσει όσων προϋπέθετε ο «ιδανικός» αμερικανικός τρόπος ζωής.
Στην έκθεση στο Παρίσι παρουσιάζεται ο κόσμος της Αλις Νιλ γιατί αυτόν ήξερε και αυτόν ζωγράφιζε, τους γιους της, τους φίλους της, τις μαχητικές γυναίκες, επιμελητές μουσείων, ποιητές αλλά και κυοφορούσες. Ο κριτικός τέχνης Ντέιβιντ Μπόρντον μαζί με τον εραστή του, τον θρυλικό θεματοφύλακα του queer κουτσομπολιού του Μανχάταν και επίσης κριτικό τέχνης Γκρέγκορι Μπάτκοκ, ζωγραφισμένο μάλιστα με το εσώρουχό του, όπως είχε εμφανιστεί δηλαδή στο εξώφυλλο τεύχους του «Arts Magazine». Ο ποιητής και επιμελητής του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης ΜοΜΑ Φρανκ Ο’ Χάρα, ο καλλιτέχνης του κινήματος Fluxus Τζέφρι Χέντρικς, επίσης μαζί με τον εραστή του. Από κοντά και ένα πορτρέτο του Αντι Γουόρχολ, του πιο διάσημου underdog υπό μία έννοια, με τις ουλές του σώματός του σε πλήρη θέα, δύο χρόνια αφότου έκανε την απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον του η Βάλερι Σολάνας. «Οπως ο Τσέχοφ, έτσι κι εγώ είμαι συλλέκτρια ψυχών… αν δεν ήμουν καλλιτέχνης θα μπορούσα να είμαι ψυχίατρος» έχει πει η Αλις Νιλ. «Ο Σεζάν έλεγε ότι του αρέσει να ζωγραφίζει ανθρώπους που έχουν γεράσει με φυσικό τρόπο στην εξοχή. Εγώ λέω ότι μου αρέσει να ζωγραφίζω ανθρώπους που έχουν γίνει κομμάτια από το rat race της Νέας Υόρκης, τον φρενήρη ανταγωνισμό για την επίτευξη υψηλών επαγγελματικών στόχων».
Στην έκθεση του Πομπιντού και στην επικοινωνία της πρωτοστατεί το πορτρέτο της Αϊρίν Πεσλίκης (1943-2002), της μεγαλωμένης στο Κουίνς από έλληνες γονείς της εργατικής τάξης φεμινίστριας, ακτιβίστριας και μιας εκ των εμψυχωτριών του γυναικείου καλλιτεχνικού κινήματος, ιδίως στην Ανατολική Ακτή. Η Νιλ ήταν βέβαια υπέρμαχος των γυναικείων δικαιωμάτων όπως και φιλικά προσκείμενη στο Κομμουνιστικό Κόμμα (και επισήμως μέλος του από το 1935) – άλλωστε εραστής, σύντροφός της και πατέρας του δεύτερου γιου της ήταν ο κομμουνιστής Σαμ Μπρόντι. Ηταν και επισήμως φακελωμένη από το FBI τη δεκαετία του ’50 και είχε κληθεί να δώσει εξηγήσεις για τους «κόκκινους» δεσμούς της. Στην έκθεση περιλαμβάνεται μάλιστα ένα έργο της Τζένι Χόλζερ το οποίο αντλεί την έμπνευσή του από ένα αληθινό γεγονός, από όταν δηλαδή χτύπησαν την πόρτα της Νιλ ομοσπονδιακοί πράκτορες το 1955 για να την ανακρίνουν για τη συμμετοχή της στο Κομμουνιστικό Κόμμα και εκείνη προσπάθησε, ανεπιτυχώς όπως αποδείχθηκε, να τους βάλει να της ποζάρουν για έναν πίνακα. Το έτερο έργο της έκθεσης στο Πομπιντού που δεν φιλοτεχνήθηκε από τη Νιλ είναι ένα φωτογραφικό πορτρέτο της από τον Ρόμπερτ Μέιπλθορπ περίπου μία εβδομάδα προτού εκείνη πεθάνει, το 1984, από καρκίνο του παχέος εντέρου. Ποζάρει σαν να είναι ήδη νεκρή, απόλυτα συμφιλιωμένη με το επερχόμενο τέλος.
Η άλλη όψη του αμερικανικού ονείρου
Η Αλις Νιλ είχε γεννηθεί στις 28 Ιανουαρίου του 1900 στο Γκλάντγουιν της Πενσιλβάνια και είχε σπουδάσει στο Philadelphia School of Design for Women, σε μια σχολή που είχε αποστασιοποιηθεί από τη φορμαλιστική προσέγγιση της τέχνης της εποχής. Η Νιλ έζησε στη Νέα Υόρκη και εναρμονίστηκε με τον ρυθμό και τους ήχους ζωής συνοικιών όπως το Greenwich Village με το έντονο δημιουργικό vibe ή το ισπανικό Χάρλεμ, στο οποίο ζωγράφισε πορτρέτα των πορτορικανών κατοίκων. Η δική της ζωή ήταν ιδιαίτερα πονεμένη, αν και δεν επηρεάστηκε ποτέ άμεσα από τις πολιτικές εξελίξεις που κάλπαζαν στο φόντο. Η Νιλ έζησε το μεγαλύτερο τραύμα καθότι στη διάρκεια του βίου της έχασε τις δύο κόρες που είχε αποκτήσει με τον κουβανό ζωγράφο Κάρλος Ενρίκεζ – η πρώτη, η Σαντιγιάνα, πέθανε από διφθερίτιδα σε ηλικία μόλις ενός έτους, ενώ η δεύτερη, η Ιζαμπέτα, την οποία ο τότε σύζυγος της Νιλ είχε απαγάγει, με σημερινά τουλάχιστον δεδομένα, και είχε στείλει για να μεγαλώσει με τους γονείς του στην Κούβα, αυτοκτόνησε το 1982 σε ηλικία 54 ετών. Η Νιλ απέκτησε άλλα δύο παιδιά, δύο αγόρια αυτή τη φορά, με το πρώτο να είναι ο καρπός του έρωτά της με τον πορτορικανό μουσικό Χοσέ Σαντιάγκο Νεγκρόν, ο οποίος επίσης την εγκατέλειψε. Eζησε σε μεγάλη φτώχεια και ακόμα και η συνεργασία της με το Works Project Administration που έδινε δουλειά σε όσους το είχαν ανάγκη – η ίδια ζωγράφιζε πίνακες – δεν διήρκεσε πολύ. Τα αγόρια της έγιναν το μεγάλο στήριγμά της και έμειναν μαζί της μέχρι το τέλος, «…παρά τις μεγάλες δυσκολίες και με τόσο βαρύ κόστος για τα ίδια, καθώς γερνούσε και χόντραινε και ασχήμαινε, παραμένοντας φτωχή και άσημη για τόσο μεγάλο διάστημα, ψυχαναγκαστική με τη δουλειά της, στοιβάζοντας τους απούλητους μουσαμάδες της στον στενό διάδρομο του βρώμικου διαμερίσματός της – αλλά πάντα είχε εκείνα τα αγόρια, που και τα δύο απαρνήθηκαν την μποέμικη ζωή για να ζήσουν σαν αστοί και να ασκήσουν κανονικά επαγγέλματα, επαγγέλματα σίγουρα και επιθετικά μονότονα στην εποχή τους, κουβαλώντας μέσα τους όλες τις δυσκολίες της ζωής της, της χαμένης νεότητάς της και τα άγνωστα, χαμένα αδέλφια τους» όπως γράφει για την Αλις Νιλ η συγγραφέας Κλερ Μεσούντ στο βιβλίο της «Η γυναίκα του επάνω ορόφου» (εκδ. Gutenberg). Ισως είχαν γίνει μάρτυρες της βαθιάς ανθρωπιάς της μητέρας τους, η οποία είναι τόσο εμφανής και στα έργα της. «Δεν μπορείς να την αφήσεις απ’ έξω. Αν δεν είχες ανθρωπιά, δεν θα είχες τίποτα» έλεγε η ίδια.
INFO
«Alice Neel. Un regard engagé»: Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, Παρίσι, έως τις 16 Ιανουαρίου 2023.