Η προέλευση της πασίγνωστης ρήσης «μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις» παραμένει ακόμη και σήμερα συζητήσιμη. Την είπε άραγε πρώτος ο Κομφούκιος ή ο Ναπολέοντας; Ή μήπως ήταν τελικά ο Αρθουρ Μπρίσμπεϊν, ένας από τους πιο γνωστούς αμερικανούς εκδότες εφημερίδων του 20ού αιώνα; Οπου και αν βρίσκεται η αλήθεια, σε ό,τι αφορά την έντυπη δημοσιογραφία, η φράση άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται της μόδας τη δεκαετία του 1920, με πιονέρο τον σπουδαίο γάλλο φωτορεπόρτερ Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν. Το φωτορεπορτάζ έγινε ένα νέο είδος δημοσιογραφίας που άρχισε να αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς εισχωρώντας βαθιά στη συνείδηση των ΜΜΕ αλλά και του κοινού.
Ανθησε πολύ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ένας από τους πιο διάσημους εκπροσώπους του τότε ήταν ο Αμερικανός Γουίλιαμ Γιουτζίν Σμιθ (1918-1978), του οποίου η δουλειά ως πολεμικού ανταποκριτή διακρίθηκε στο περιοδικό «Flying» από το 1943 έως το 1944. Για λογαριασμό του «Life», το 1945, ο Σμιθ ακολούθησε την αμερικανική επίθεση εναντίον της Ιαπωνίας και μάλιστα υπέστη σοβαρoύς τραυματισμούς στη μάχη της Οκινάουα και υπεβλήθη σε λεπτές χειρουργικές επεμβάσεις. Δύο χρόνια μετά, έχοντας αναρρώσει, επέστρεψε στο «Life», όπου και παρέμεινε έως το 1955. Παραιτήθηκε όταν αποφάσισε να γίνει μέλος του φωτογραφικού θρύλου του Magnum και να δουλέψει ως freelancer αποκτώντας τη φήμη του «δύσκολου» συνεργάτη. Ωστόσο, η Ιαπωνία θα ήταν η χώρα που θα τον στοίχειωνε για όλο το υπόλοιπο της ζωής του.
Η δεύτερη περίοδος του Γ. Γιουτζίν Σμιθ στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου είναι εξάλλου το θέμα της ταινίας «Minamata» που άρχισε να γυρίζεται πριν από λίγο καιρό σε σκηνοθεσία Αντριου Λέβιτας με πρωταγωνιστή τον (επίσης παραγωγό της ταινίας) Τζόνι Ντεπ στον ρόλο του καταξιωμένου φωτορεπόρτερ (αναμένεται στις αίθουσες την επόμενη χρονιά). Το σενάριο του Ντέιβιντ Κ. Κέσλερ είναι βασισμένο στο βιβλίο του ιδίου του Σμιθ και της συζύγου του, Αϊλίν Μιόκο Σμιθ, ενώ σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες για την ταινία πρόκειται ουσιαστικά για μια παραλλαγή του μύθου του Δαβίδ και του Γολιάθ.
Επιστροφή στον εφιάλτη
Με τις ημέρες δόξας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να βρίσκονται πια θαμμένες στο παρελθόν, ο Σμιθ στη δεκαετία του 1970 είχε πια απομονωθεί, αποστασιοποιημένος πλήρως από την κοινωνία και την καριέρα του. Ωσπου ένας παλιός φίλος του από το περιοδικό «Life» (στην ταινία τον υποδύεται ο βρετανός ηθοποιός Μπιλ Νάι) τον προσέγγισε για να του προτείνει την επιστροφή στην Ιαπωνία προκειμένου, με τον φακό του, να γίνει η φωνή μιας τεράστιας οικολογικής και ανθρωπιστικής καταστροφής: της εξαφάνισης, εξαιτίας της μόλυνσής της από τον υδράργυρο, της παράκτιας κοινότητας Mιναμάτα, που έπεσε θύμα της απληστίας των εταιρειών και της συνεργασίας τους με τις διεφθαρμένες τοπικές αρχές.
Οπλισμένος μόνο με την αξιόπιστη κάμερά του, ο Σμιθ κλήθηκε εν έτει 1971 να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτής της λαβωμένης κοινότητας και να «αποσπάσει» τις εικόνες που θα έκαναν την ιστορία γνωστή στον υπόλοιπο κόσμο. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν δηλητηριαστεί τρώγοντας θαλασσινά από νερά τα οποία μολύνονταν από τον υδράργυρο του τοπικού εργοστασίου. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ κρούσματα δηλητηρίασης είχαν αρχίσει να αναφέρονται από τη δεκαετία του 1950, το εργοστάσιο που μόλυνε την πόλη έκλεισε μόλις το 1968!
Στην υπόθεση των θυμάτων τα οποία στράφηκαν εναντίον της κολοσσιαίας εταιρείας που έφερε την ευθύνη για αυτή την τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή στην Ιαπωνία (όπου σήμερα η λέξη Μιναμάτα είναι συνώνυμο της κυβερνητικής αδράνειας και της με κάθε κόστος οικονομικής ανάπτυξης), αντανακλάται μία από τις μεγαλύτερες περιπτώσεις αποζημιώσεων όλων των εποχών. Η Μιναμάτα, μάλιστα, έδωσε το όνομά της στη νόσο που ήταν απόρροια της καταστροφής και αξίζει να σημειωθεί ότι πολλοί πάσχοντες από αυτήν εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να μάχονται στα δικαστήρια απαιτώντας αποζημίωση και δικαίωση.
Η παραγωγή της ταινίας πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Μιναμάτα προκειμένου να συναντήσει μερικά από τα θύματα και τις οικογένειές τους. Πρόκειται, προφανώς, για μια ταινία-«μήνυμα» που έγινε για την υποστήριξή τους.
Αυτό εξάλλου φαίνεται και από τη δήλωση του σκηνοθέτη Αντριου Λέβιτας, που υπογράφει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία μετά το οικογενειακό δράμα «Lullaby» (2914): «Είμαι ενθουσιασμένος που συνεργάζομαι με μια τόσο ταλαντούχα και αφοσιωμένη ομάδα ώστε να ειπωθεί η ιστορία πίσω από μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές των τελευταίων 100 χρόνων στον πλανήτη μας. Στην προσπάθειά του να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου στις φρικαλεότητες, συμπεριλαμβανομένης της πιο αιματηρής σύγκρουσης στην ανθρώπινη Ιστορία, του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γιουτζίν Σμιθ έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του. Για να φέρει την αλήθεια στο έργο του «συλλαμβάνοντας» μερικές από τις πιο οδυνηρές εικόνες που έχουν ληφθεί ποτέ από φωτογραφική μηχανή».
Η περίπτωση της Μιναμάτα είχε ως αποτέλεσμα την ομότιτλη σύμβαση, σύμφωνα με την οποία οι κυβερνήσεις που την έχουν αποδεχτεί θα πρέπει μέσα σε 15 χρόνια από τη στιγμή που υπέγραψαν να σταματήσουν την εξόρυξη υδραργύρου. Η σύμβαση θέτει επίσης το χρονοδιάγραμμα για τη σταδιακή κατάργηση των θερμομέτρων υδραργύρου.
«Στην καλύτερη περίπτωση, μια φωτογραφία είναι μια μικρή φωνή» είχε πει και γράψει στο βιβλίο του ο Γιουτζίν Σμιθ. «Αλλά μερικές φορές, μερικές σπάνιες φορές, μια φωτογραφία ή ένα γκρουπ φωτογραφιών μπορεί να δελεάσει τις αισθήσεις μας και να μας ωθήσει προς τη συνειδητοποίηση. Πολλά όμως εξαρτώνται από τον ίδιο τον αποδέκτη της εικόνας. Σε μερικούς μόνον ανθρώπους οι φωτογραφίες μπορούν να συμπυκνώσουν συναισθήματα αρκετά ώστε να γίνουν καταλύτης της σκέψης».