Το ψωμί και το γάλα τελειώνουν, το ίδιο και το υγρό για τα πιάτα, χρειάζεσαι και σοκολάτα ώστε να μη δαγκώνεις τους τοίχους τα βράδια του εγκλεισμού, όταν μπροστά στην TV σε πιάνει το στερητικό. Eξω, και COVID-19 και κρύο. Πρέπει όμως να βγεις, κυρίως για τη σοκολάτα. Αρματώνεσαι, μεταμφιέζεσαι σε κάτι που παραπέμπει στο ανθρωπάκι της Michelin και στους αστροναύτες που βλέπεις στις ταινίες, και ορμάς στο άγνωστο. Εχοντας πάρει όλες τις προφυλάξεις, αλλά νιώθοντας πάντα την ανασφάλεια την οποία ένιωθε ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στο φεγγάρι. Σκέτη ανασφάλεια, γιατί εκείνος είχε και ενθουσιασμό. Το μοναδικό που επιβεβαιώνει πως κάτω από αυτόν τον κινούμενο σωρό ρούχων υπάρχει άνθρωπος είναι τα δύο μάτια σου, αν και όλο και πιο δύσκολα διακρίνονται πίσω από τα θολωμένα (ένεκα της μάσκας) γυαλιά. Τα χέρια που μέχρι πρότινος ήταν ακάλυπτα, καλύφθηκαν και αυτά κάτω από γάντια τώρα που χειμώνιασε. Γλίτωσες την ανά πέντε λεπτά απολύμανσή τους. Εχει και τα καλά του το κρύο. Σκοτώνει και τα μικρόβια. Ή μήπως όχι; Οπως κι αν έχει, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες των ειδικών πορεύεσαι. Τόσο πιστά που κοντεύεις να λαλήσεις από τον εγκλεισμό. Θεωρώντας όμως πως «τον χειμώνα ετούτο άμα τον πηδήσαμε γι’ άλλα δέκα χρόνια, άιντε, καθαρίσαμε» προσέχεις, καταπνίγεις επιθυμίες, αυτοπεριορίζεσαι. Και ας έχεις μέσα σου «πράμα ζορισμένο και βουβό». Κι ενώ προσεκτικά κινείσαι περνούν δίπλα σου δύο κυρίες με κατεβασμένες τις μάσκες, καπνίζοντας. Θυμάσαι τον επιδημιολόγο που έλεγε πως το κακό μπορεί να μεταδοθεί και με τον καπνό του τσιγάρου. Κρατάς την ανάσα σου και προσπαθείς να απομακρυνθείς γρήγορα. Πώς να τρέξεις όταν είσαι σαν τη Σάντρα Μπούλοκ στο «Gravity»; Πέφτεις πάνω στον κύριο που πίνει καφέ, επίσης χωρίς μάσκα. Πλησιάζει και ο νεαρός που κάνει τζόγκινγκ χωρίς μάσκα. Βιάζεσαι να αλλάξεις πεζοδρόμιο με κίνδυνο να σε χτυπήσει ο άνδρας με τη μηχανή. Απέναντι σε περιμένει η Τσιγγάνα που ζητιανεύει, με τη δική της μάσκα φορεμένη στο προγούλι. Δεν έχει δρόμο «για σε, δεν έχει οδό». Αποφασίζεις πως σήμερα δεν έχει σοκολάτα. Επιστρέφοντας άρον-άρον, αναρωτιέσαι: Εχεις δίκιο που ανησυχείς τόσο πολύ όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με όλους αυτούς τους ανεύθυνους ή έχεις αρχίσει να παρανοείς; Ο εξάδελφός σου, ο γιατρός, συνιστά να αποφεύγεις το ασανσέρ ως χώρο όπου μπορεί εύκολα να μεταδοθεί ο ιός. Ομως, έτσι όπως τρέχεις για να κρυφτείς στο σπίτι σου, ξεχνιέσαι (είναι και η συνήθεια) και μπαίνεις στον θάλαμο. «Μια φορά δεν πειράζει» σκέφτεσαι, «έτσι κι αλλιώς μόνος είμαι». Δεν έχει κλείσει καλά-καλά η πόρτα και ένα χέρι την ανοίγει. «Γεια σας!» χαμογελάει ένα κορίτσι με τη μάσκα κρεμασμένη στο δεξί αυτί και στριμώχνεται δίπλα σου. Θες να σηκώσεις το χέρι και της χώσεις μια ξανάστροφη. Εχεις όμως αποφασίσει να μην αφήσεις αυτή τη ζούγκλα να σε μετατρέψει σε άγριο θηρίο. Απλώς κρατάς για άλλη μια φορά την ανάσα σου.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος