Αυτό που περισσότερο μου σακατεύει την καρδιά την εποχή του κορωνοϊού είναι κάθε είδηση που έχει να κάνει με κρούσματα στα γηροκομεία. Ηταν καλοκαίρι ακόμα, όταν άκουσα ένα βράδυ στις ειδήσεις στην τηλεόραση ότι τουλάχιστον σαράντα ηλικιωμένοι τρόφιμοι ενός γηροκομείου στη Θεσσαλονίκη ασθένησαν, μάλλον εξαιτίας μιας αμέλειας ενός νοσηλευτή. Η περιοχή που φιλοξενεί το γηροκομείο λέγεται Ασβεστοχώρι – παράξενο όνομα τελευταίας στάσης στη διαδρομή της ζωής, αφού παραπέμπει σε κάτι φρεσκοβαμμένο, άσπρο και φωτεινό.
Θυμάμαι, παρακολουθούσα τις ειδήσεις όρθιος, σε ένα καφενείο από αυτά της ελληνικής επαρχίας στα οποία τον Αύγουστο βρίσκεις τα πάντα – από καφέδες και γλυκά του κουταλιού μέχρι τηλεόραση που μεταδίδει συνδρομητικά κανάλια. Ο διπλανός μου, ένας ηλιοκαμένος κύριος που πλησίαζε τα 60, στο άκουσμα της είδησης γύρισε και μου είπε κουνώντας το κεφάλι ότι «αυτοί οι γέροντες θα πεθάνουν όλοι». Ηταν σαν να παρακολουθώ το πρώτο επεισόδιο ενός μαζικού φονικού σε απευθείας μετάδοση – τις επόμενες ημέρες άκουγα συνέχεια ότι «έφυγαν άλλοι δύο από αυτούς που αρρώστησαν στο Ασβεστοχώρι». Δεν τόλμησα να μάθω τι έγινε τελικά, αλλά έπειτα από λίγες ημέρες άκουσα πως υπήρξε ανάλογο πρόβλημα και σε ένα γηροκομείο στη Νίκαια και μετά στα Ιωάννινα και μετά στο Ηράκλειο και μετά στον Αγιο Παντελεήμονα και μετά στον Πειραιά. Και κάθε φορά που τα ακούω αυτά νιώθω μια δυσφορία που όμοιά της δεν θυμάμαι. Ισως γιατί ένας ανομολόγητος φόβος μου είναι μήπως κάποτε σε ένα γηροκομείο καταλήξω κι εγώ, μόνος με άλλους μοναχικούς.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.