Από τις 13 Φεβρουαρίου θα παρουσιάζεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, το πολυβραβευμένο (και εξαιρετικό) έργο του αμερικανού συγγραφέα Μάθιου Λόπεζ με τίτλο «Η κληρονομιά μας». Θα φιλοξενείται από το Εθνικό Θέατρο στη Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Κτιρίου Τσίλλερ στην Αγίου Κωνσταντίνου, με τη σκηνοθετική σφραγίδα του Γιάννη Μόσχου και έναν θίασο ταλαντούχων ηθοποιών.
Μάλιστα η παράσταση αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία, καθώς παρουσιάζεται σε δύο μέρη και οι θεατές θα έχουν τη δυνατότητα να την παρακολουθήσουν είτε σε δύο διαφορετικές ημέρες (Τετάρτη ή Παρασκευή το α’ μέρος, Πέμπτη ή Σάββατο το β’ μέρος) είτε ενιαία κάθε Κυριακή (α’ και β’ μέρος).
Με πηγή έμπνευσης το μυθιστόρημα «Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντ» του Ε. Μ. Φόρστερ, o πορτορικανικής καταγωγής 47χρονος δημιουργός πραγματεύεται στο κείμενό του τις ανησυχίες μιας ομάδας γκέι ανδρών διαφορετικών ηλικιών που καλούνται να διαχειριστούν χάσματα γενεών, διαγενεακά τραύματα και την ατελέσφορη ανάγκη να έρθουν κοντά και να καταλάβει ο ένας τον άλλον.
Ο Λόπεζ μιλάει με αφοπλιστική ειλικρίνεια για τις ζωές των ομοφυλόφιλων, εξετάζοντας θέματα που απασχολούν κάθε άνθρωπο – ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού –, όπως ο έρωτας, η απώλεια, η οικογένεια, η ταυτότητα, η ατομική ευθύνη, το αίσθημα του ανήκειν, η διατήρηση της ιστορικής μνήμης, και (κυρίως) το δικαίωμα στην αγάπη.
Οι ήρωές του είναι γεμάτοι αντιφάσεις, ικανοί για την πιο μικροπρεπή αλλά και την πιο μεγαλόψυχη συμπεριφορά, όπως είναι στην πραγματικότητα ο καθένας μας. Ο συγγραφέας δεν ξεχνά παράλληλα ποτέ τη μεγάλη εικόνα, το ιστορικό πλαίσιο και τη σύγχρονη ιστορία της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας – ειδικά την επιδημία του HIV/AIDS που αφάνισε πολλούς νέους άνδρες στα 80s και στα 90s.
Το ΒΗΜΑgazino μίλησε με τον Λόπεζ για τη σημασία του μοιράσματος των εμπειριών και των ιστοριών μας, για τον «τύραννο» Ντόναλντ Τραμπ και για το αγαπημένο του «Τραγούδι του Αχιλλέα» της Μάντλιν Μίλερ.
Οταν λαμβάνετε κάποιο αίτημα για να ανέβει ένα έργο σας σε μια χώρα με της οποίας το ΛΟΑΤΚΙ+ πλαίσιο δεν είστε πλήρως εξοικειωμένος, ερευνάτε πού βρίσκεται αυτή η κοινωνία σε αυτά τα θέματα;
«Στον βαθμό που μπορώ, ναι. Συνήθως προσεγγίζω άτομα που γνωρίζω και που μπορεί να ξέρουν για το θέατρο στη συγκεκριμένη πόλη. Για παράδειγμα, προτού «Η κληρονομιά μας» ανεβεί στο Τόκιο, είχα δύο προτάσεις από διαφορετικά θέατρα. Πέρασα αρκετό χρόνο ερευνώντας το καθένα, συναντήθηκα με τους σκηνοθέτες και προσπάθησα να καταλάβω τη θεατρική κοινότητα της πόλης. Ηταν μια αποκαλυπτική εμπειρία, γιατί έπρεπε να εξοικειωθώ με εντελώς άγνωστες σε εμένα πολιτιστικές αποχρώσεις προκειμένου να διασφαλίσω ότι το έργο ήταν στα κατάλληλα χέρια.
Οσον αφορά την Ελλάδα, είχε προηγουμένως γίνει μια προσπάθεια να ανέβει το έργο σε ένα φεστιβάλ – δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο – που τελικά δεν προχώρησε. Μέχρι να έρθει η νέα πρόταση, είχα ήδη μιλήσει με αρκετούς έλληνες φίλους, κάποιοι ζουν στην Αθήνα, άλλοι βρίσκονται στον Καναδά. Ηταν όλοι πολύ υποστηρικτικοί και προέβλεψαν ένα δεκτικό κοινό. Ωστόσο, δεν νομίζω ότι υπάρχει κανένα μέρος στη Γη που δεν χρειάζεται να θυμηθεί την επιδημία του HIV/AIDS, επομένως είναι πραγματικά δύσκολο για εμένα να φανταστώ ένα σενάριο στο οποίο θα έλεγα όχι σε κάποιο αίτημα. Νομίζω επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιαστεί το έργο είναι πιο σημαντικός για εμένα παρά το σε ποιον θα παρουσιαστεί, γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι το κοινό βρίσκει, αναπόφευκτα, τον δρόμο του προς ό,τι το αφορά και το συγκινεί».
«Η κληρονομιά μας» γράφτηκε πριν από περίπου δέκα χρόνια και βασικό θέμα του έργου είναι η βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για σύνδεση και αλληλοκατανόηση. Εχετε παρατηρήσει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν αυτό το χρονικό διάστημα που έχει περάσει, μέσα στο οποίο έχουμε δει την απόλυτη κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης;
«Σε ένα επιφανειακό επίπεδο, ζούμε σε μια εποχή υπερ-επικοινωνίας και σταθερής συνδεσιμότητας – ωστόσο οι άνθρωποι φαίνονται λιγότερο ικανοί να ακούν πραγματικά τους άλλους. Ενας από τους λόγους για τους οποίους έγραψα το έργο ήταν η ανησυχία μου ότι δεν ασχολούμαστε ουσιαστικά με τις ιστορίες των άλλων. Η αφήγηση είναι ο πυρήνας του τρόπου με τον οποίο η ανθρωπότητα επιβιώνει και εξελίσσεται, αλλά αυτή η πρακτική εξασθενεί σε έναν κόσμο όπου όλοι μιλούν και λίγοι ακούν αληθινά. Αν μη τι άλλο, φοβάμαι ότι όλα αυτά έχουν χειροτερέψει την τελευταία δεκαετία.
Το έργο εξακολουθεί να είναι επίκαιρο, ίσως ακόμη περισσότερο σήμερα. Τονίζει άλλωστε πόσο σημαντικό είναι να μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας. Είναι ο μόνος τρόπος να διατηρήσουμε τη μνήμη ατόμων και ολόκληρων κοινοτήτων. Εχουμε παρασυρθεί προς μια ναρκισσιστική τάση όπου όλοι μοιάζουν να λένε «η ιστορία μου είναι το μόνο που έχει σημασία, η δική σας όχι». Θέλω να σκέφτομαι ότι το κείμενό μου ζητεί από τους θεατές να στοχαστούν τη ζωή τους, να εξετάσουν τον βίο τους όσο πιο ειλικρινά γίνεται. Η αλήθεια είναι φυσικά κάτι δύσκολο, κάτι επώδυνο που μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση, όμως μόνο αν κοιταχτούμε στον καθρέφτη χωρίς ωραιοποιήσεις, μόνο αν αποδεχθούμε τα ελαττώματα και τα όριά μας μπορούμε να καταλάβουμε τους άλλους και να μας καταλάβουν κι εκείνοι.
Υπάρχει ένα διάχυτο αίτημα για αυτοέκφραση σήμερα και φυσικά καθένας έχει το δικαίωμα να λέει τη δική του ιστορία, αλλά τα δικαιώματα συνοδεύονται από ευθύνες. Η ελευθερία της έκφρασης συνεπάγεται και μια ευθύνη να προσπαθούμε να λέμε ό,τι θέλουμε με ευθύτητα, διαφάνεια, ειλικρίνεια και καλή πίστη».
Τι σας ικανοποιεί πιο πολύ ως δημιουργό; Οταν οι άνθρωποι σας λένε ότι το έργο σας τους έκανε να κλάψουν ή όταν ακούτε ότι έκαναν μια πολύ έντονη συζήτηση;
«Και τα δύο. Νομίζω ότι το χειρότερο που θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε ένα έργο είναι να ξεχαστεί. Τώρα που το σκέφτομαι λίγο καλύτερα, όμως, πιστεύω τελικά ότι οι συζητήσεις ξεθωριάζουν και αυτό που μένει είναι τα συναισθήματα. Σκεφτείτε το κι εσείς, οι άνθρωποι θυμούνται κάτι δυνατό που τους έκανε να νιώσουν ένα έργο για πολύ καιρό, όμως ξεχνούν τι επιχειρήματα προσπαθούσαν να διατυπώσουν διαφωνώντας για μια παράσταση με έναν φίλο τους στο τρένο για το σπίτι».
Διάβασα σε μια συνέντευξη που είχατε δώσει στην εφημερίδα «The Guardian» πριν από λίγους μήνες, πριν από τις αμερικανικές εκλογές, ότι ήσασταν συγκρατημένα αισιόδοξος. Πώς αισθάνεστε τώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ξανά πρόεδρος;
«Είναι ακόμη πολύ φρέσκα όλα για να ξέρω πώς ακριβώς νιώθω, όμως δεν συμβαίνει κάτι εντελώς απροσδόκητο. Μας είχε προειδοποιήσει για όλα όσα σκόπευε να κάνει, είχε πει ότι θα γινόταν τύραννος, οπότε δεν μπορούμε να δηλώσουμε άγνοια. Νομίζω όμως ότι βλέπουμε να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας ένα από τα χειρότερα πιθανά σενάρια. Φοβάμαι ότι η ιστορία βρίσκεται σε έναν κύκλο επανάληψης αυτών που έγιναν πριν από έναν αιώνα.
Είναι δύσκολο να παραμείνεις αισιόδοξος όταν αισθάνεσαι ότι η χώρα σου κάνει βήματα προς τα πίσω. Η Τρέισι Λετς λέει στο έργο της «Αύγουστος» ότι η Αμερική ήταν πάντα πορνείο, αλλά τουλάχιστον κάποτε έκρυβε και υποσχέσεις. Τώρα είναι απλώς ένα πορνείο. Αυτός ο κυνισμός αντηχεί μέσα μου. Νιώθω απογοητευμένος. Αλλά εξακολουθώ να πιστεύω στους ανθρώπους της χώρας μου ως άτομα, αν και όχι πάντα στον αμερικανικό λαό συλλογικά».
Για να ελαφρύνω λίγο το κλίμα, θα ήθελα να αναφερθούμε στην απολαυστική γκέι ρομαντική κομεντί «Red, White & Royal Blue», την οποία έχετε σκηνοθετήσει. Πρωταγωνιστεί εκεί ο ζεν πρεμιέ Νίκολας Γκάλιτζιν, ο οποίος έχει γίνει viral επειδή δεν χάνει πραγματικά ευκαιρία να αναφερθεί στην ελληνική καταγωγή του. Είναι όντως τόσο περήφανος για τις ρίζες του;
«Πραγματικά, το μόνο που δεν έχει κάνει είναι να κυκλοφορεί τυλιγμένος με την ελληνική σημαία. Είναι πάρα πολύ περήφανος που είναι Ελληνας, όμως, αλήθεια, αν τον ακούσω άλλη μια φορά να λέει πόσο καταπληκτική είναι η Ελλάδα θα σταματήσω να έρχομαι στη χώρα σας, την οποία, παρεμπιπτόντως, αγαπάω πολύ».
Και την αρχαία Ελλάδα αγαπάτε μάλλον, διότι το όνομά σας είχε συνδεθεί και με μια τηλεοπτική μεταφορά του βιβλίου της Μάντλιν Μίλερ «Το τραγούδι του Αχιλλέα»…
«Μου προτάθηκε πράγματι το να επιμεληθώ την τηλεοπτική μεταφορά αυτού του μυθιστορήματος και ήμουν τόσο ενθουσιασμένος που θεωρούσα ότι άξιζε να περάσω κάποια χρόνια από τη ζωή μου δουλεύοντας πάνω σε αυτό το πρότζεκτ, το οποίο τελικά δεν προχώρησε. Η συγγραφέας απλώς αποφάσισε ότι δεν ήθελε να δώσει τα δικαιώματα».
Τι σας άρεσε τόσο πολύ σε αυτή την ιστορία;
«Ακόμη και πέρα από το προφανές, που είναι η αφήγηση της σχέσης του Αχιλλέα και του Πάτροκλου με queer πρόσημο, μου άρεσε πραγματικά το πώς προσέγγισε την ιστορία της «Ιλιάδας», όχι μόνο το βασικό ζευγάρι, αλλά όλους τους χαρακτήρες. Eνιωθα σαν να διαβάζω μια συναρπαστική σύγχρονη ιστορία.
Η Μίλερ διαθέτει μια εξαιρετική ικανότητα να μπαίνει στο μυαλό των ηρώων της – παρόλο που δεν τους επινόησε πρώτη αυτή, τους κάνει να φαίνονται σαν να τους έπλασε η ίδια. Αυτό χρειάζεται μεγάλο ταλέντο. Οπότε η τεράστια ανθρωπιά της γραφής της με γοήτευσε πολύ και ήθελα πολύ να δώσω και τη δική μου ερμηνεία. Αλλά τι να κάνουμε; Αυτή είναι η ζωή στο Χόλιγουντ».
Καθετί με το οποίο παθιαζόμαστε ενέχει τον κίνδυνο να μας κάνει να πληγωθούμε. Το λέτε κι εσείς στο έργο: «Οταν ερωτεύεσαι υπογράφεις συμβόλαιο για τη στιγμή που η καρδιά σου θα ραγίσει».
«Ναι. To fall in love is to make an appointment with heartbreak».
Πάνω σε τι εργάζεστε τώρα;
«Ασχολούμαι με μερικά πράγματα ταυτόχρονα, κάτι που είναι ασυνήθιστο για εμένα, επειδή προτιμώ να επικεντρώνομαι σε ένα εγχείρημα τη φορά. Αλλά απολαμβάνω αυτόν τον νέο ρυθμό, αρκεί να τηρήσω τις προθεσμίες μου. Γράφω μια ταινία επιστημονικής φαντασίας – ένα είδος πολύ καινούργιο για εμένα. Είναι μια πρόκληση και κάτι που το διασκεδάζω πολύ. Βρίσκομαι επίσης στα πρώτα στάδια της συγγραφής δύο νέων θεατρικών: το ένα είναι μια προσαρμογή μυθιστορήματος, το άλλο είναι ένα πρωτότυπο έργο. Αυτά μόνο μπορώ να σας πω, δυστυχώς, διότι τίποτα δεν είναι επισήμως ανακοινώσιμο ακόμη».
Υπάρχουν βιβλία, ταινίες ή θεατρικές παραγωγές που έχετε αγαπήσει πρόσφατα;
«Μου έρχονται μερικά στο μυαλό. Υπάρχει ένα ντοκιμαντέρ που ονομάζεται «Σάουντρακ για ένα πραξικόπημα» με θέμα τα γεγονότα που πυροδότησε το 1961 η δολοφονία του κονγκολέζου ηγέτη Πατρίς Λουμούμπα, το οποίο είναι απολύτως καθηλωτικό και δικαίως υποψήφιο για Oσκαρ. Μια άλλη ταινία που έχω δει ήδη δύο φορές είναι το «The Brutalist», ένα αξιοσημείωτο κινηματογραφικό έργο – γεμάτο φαντασία και καλλιτεχνική πνοή.
Η επιμονή και η σιγουριά του σκηνοθέτη Μπρέιντι Κόρμπετ μού προκαλούν δέος. Oσο για το θέατρο, είδα ένα έργο που ονομάζεται «Kyoto», το έχουν γράψει ο Τζο Ρόμπερτσον και ο Τζο Μέρφι, και το έχουν σκηνοθετήσει ο Στίβεν Ντάλντρι και ο Τζάστιν Μάρτιν. Το κείμενο αναφέρεται στις διαπραγματεύσεις πίσω από το Πρωτόκολλο του Κιότο και εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι καταλήγουν σε συμφωνία. Είναι πραγματικά δυνατό. Συνιστώ ανεπιφύλακτα να το δείτε αν κάνει περιοδεία ή αν ανέβει στην Ελλάδα».
Αλήθεια, αποφασίσατε πριν από μερικά χρόνια να μετακομίσετε στο Λονδίνο. Πώς είναι η ζωή εκεί;
«Μου αρέσει να ζω εδώ. Είμαι στο Λονδίνο για σχεδόν τέσσερα χρόνια και απολαμβάνω την τόσο πλούσια πολιτιστική ζωή. Επισκέπτομαι συχνά το BFI (Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου) για να παρακολουθήσω ταινίες σπουδαίων σκηνοθετών. Για παράδειγμα, θα πάω απόψε να δω σε μεγάλη οθόνη το φιλμ «Η μοναχική σύζυγος» του Ινδού Σατιατζίτ Ράι. Το Λονδίνο έχει έναν πιο ήρεμο ρυθμό σε σχέση με τη Νέα Υόρκη, ο οποίος μου ταιριάζει. Αν είχα παραμείνει εκεί θα είχα αρχίσει να γερνάω πρόωρα. Χρειαζόμουν να ελαττώσω ταχύτητα και το Λονδίνο μού το έχει προσφέρει αυτό».