Ο Μασαγιόσι Σον είχε έναν επαναλαμβανόμενο εφιάλτη. Δεν θυμόταν τι ακριβώς του συνέβαινε σε αυτόν, αλλά όταν ξυπνούσε ένιωθε να τον περιβάλλει μια επίμονη οσμή από ακαθαρσίες χοίρου. Προβληματισμένος, μίλησε σε έναν φίλο του, ο οποίος βρήκε τη σωστή ερμηνεία: δεν ήταν εφιάλτης, ήταν μνήμη από την παιδική του ηλικία.
Βλέπετε, ο 67χρονος σήμερα Σον, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της SoftBank Group Corp., που δραστηριοποιείται στο Διαδίκτυο, στην κινητή τηλεφωνία και στις επενδύσεις, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ιαπωνίας, με περιουσία ύψους 16 δισεκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα του Bloomberg, και 30 δισεκατομμυρίων σύμφωνα με Μέσα της πατρίδας του, γεννήθηκε σε μια πάμφτωχη οικογένεια δεύτερης γενιάς μεταναστών από την Κορέα που ζούσε σε ένα αυθαίρετο στο νησί Κιούσου, σε μια εκτός σχεδίου πόλης περιοχή. Ο πατέρας του, λαθρέμπορος στα νιάτα του, ανήλθε κοινωνικά πρώτα ως χοιροτρόφος, έπειτα ως τοκογλύφος και ιδιοκτήτης μηχανημάτων πατσίνκο, δημοφιλούς παιχνιδιού αντίστοιχου με τα δυτικά «φρουτάκια».
«Ξεκινήσαμε από τον πάτο της κοινωνίας» έλεγε ο Σον στον Λάιονελ Μπάρμπερ των «Financial Times» τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανακαλώντας στο μυαλό τον αποκλεισμό που οι κορεατικής καταγωγής Ιάπωνες υφίσταντο. Ποιος θα περίμενε ότι ένα παιδί από το περιθώριο της ιαπωνικής κοινωνίας θα σπούδαζε στις Ηνωμένες Πολιτείες, θα έφτιαχνε τη δική του εταιρεία και θα γινόταν, όπως σημείωνε πρόσφατα ο Τζιμ Αρμιτατζ στους «Sunday Times», «ο άνθρωπος που κατά πάσα πιθανότητα κέρδισε και έχασε τα περισσότερα χρήματα στην Ιστορία»; «Η ιστορία του», γράφει ο Λάιονελ Μπάρμπερ, «είναι η ιστορία του καιρού μας».
Σνομπάροντας το «American Dream»
Οταν το 1973 ο Μασαγιόσι Σον δήλωσε στους γονείς του ότι ήθελε να φύγει για τις ΗΠΑ, εκείνοι αντέδρασαν – η Αμερική ήταν μια χώρα βαρβάρων. Επίμονος και μεθοδικός από τότε, κατόρθωσε να κάμψει τις αντιστάσεις και να αφήσει πίσω του το χοιροστάσιο.
Ζώντας σε σπίτια φίλων και συγγενών στο Νότιο Σαν Φρανσίσκο, σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, γνώρισε από κοντά (και πολύ νωρίς) την επανάσταση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, είδε το μέλλον με τα μάτια του. Σκάρωσε έναν ηλεκτρονικό μεταφραστή τον οποίο αγόρασε η Sharp αντί 1,7 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ιδρυσε μια εταιρεία παραγωγής βινετοπαιχνιδιών, την πούλησε για 2 εκατομμύρια δολάρια. Σε ηλικία 24 ετών μπορούσε να επιστρέψει στην Ιαπωνία και να δοκιμάσει εκεί την τύχη του. Εκ των υστέρων, θα έλεγε κανείς ότι αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά αμφιλεγόμενων επιλογών στη μετέπειτα καριέρα του: γιατί να μη μείνει στην εκθετικά αναπτυσσόμενη Σίλικον Βάλεϊ, εφόσον, όπως και ο ίδιος ήξερε, το περιβάλλον των επενδύσεων στην πατρίδα του ήταν αρτηριοσκληρωτικό, με τράπεζες επιφυλακτικές και τους καθιερωμένους κολοσσούς Sharp, Sony, Toshiba, Hitachi, Mitsubishi να μην αφήνουν χώρο σε καινοτόμους νέους σαν αυτόν;
Το σκεπτικό του, όπως το κατέθετε σε μια συνέντευξή του στο «Harvard Business Review» το 1992, ήταν ότι η αμερικανική εμπειρία τον έφερνε έτη φωτός μπροστά από όλους: «Αν πάμε πίσω στο 1981, τα πράγματα δεν ήταν τόσο προφανή.
Το PC ήταν ακόμη ένα παιχνίδι. Στην Ιαπωνία κατασκεύαζαν λίγο hardware, αλλά δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα σε software. […] Οι μεγάλες εταιρείες δεν αντιλαμβάνονταν τη βιομηχανία του PC. Ούτε και ενδιαφέρονταν γι’ αυτήν».
Πεπεισμένος ο ίδιος ότι κατείχε το μυστικό της επιτυχίας, ίδρυσε τη SoftBank το 1981 ως εταιρεία λογισμικού. Στην ηρωική εποχή των άπληστων 80s ο Σον χρησιμοποίησε όλα τα τερτίπια του αδίστακτου νεαρού επιχειρηματία – θράσος με τις τράπεζες, ρίσκο με την αγορά, ελιγμούς με το εργατικό δυναμικό: «Ερχονται να δουλέψουν, περνάει μία εβδομάδα ή και παραπάνω, στο τέλος συζητάμε το θέμα των χρημάτων.
Τους ρωτάω: «Με την ευκαιρία, πόσα θέλεις;». Μου λένε: «Οσα μου δώσεις». Τότε τους ρωτάω: «Πέρυσι πόσα έπαιρνες;». Και τους δίνω τα ίδια». Δέκα χρόνια αργότερα, η SoftBank ήταν μια ισχυρή, υγιής επιχείρηση, την οποία ο Μασαγιόσι Σον κατηύθυνε όντως διορατικά. «Είμαστε στο τρίτο στάδιο ανάπτυξης των υπολογιστών – τις δικτυωμένες επιχειρήσεις. Θέλω να γίνω ο υπ’ αριθμόν 1 στα δίκτυα υπολογιστών γιατί είναι ένας χώρος που θα έχει διαολεμένη ανάπτυξη» έλεγε στον Αλαν Γουέμπερ του «Harvard Business Review».
«Διαολέμενη ανάπτυξη» είναι όρος που θα μπορούσε άνετα να περιγράψει και τη δική του πορεία. Αναζητώντας ευκαιρίες, επέλεξε αρχικά την πρώιμη επένδυση στη Yahoo!, έπειτα στην Alibaba. Δεν λάθεψε. Στο απόγειο της επιτυχίας τους, από τα 100 εκατομμύρια δολάρια της πρώτης, έφτασε να κερδίζει 30 δισεκατομμύρια· από τα 20 εκατομμύρια δολάρια της δεύτερης, 97 δισεκατομμύρια.
Αργότερα θα επαναλάμβανε τους θριάμβους αυτούς με τη συμφωνία για την αποκλειστική διάθεση του iPhone στην Ιαπωνία και την επένδυση στη Vodafone Japan, η οποία με την είσοδό της στο χρηματιστήριο το 2019 θα του απέφερε κέρδος 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δημόσια, η εμφάνισή του είναι απλή, λιτή, απέριττη.
Ιδιωτικά, αρέσκεται να καταναλώνει κόκκινο κρασί Βουργουνδίας La Tâche αξίας 5.000 δολαρίων η φιάλη, διαμένει σε ένα συγκρότημα τριών διασυνδεδεμένων οικιών στο κέντρο του Τόκιο το οποίο ένας επισκέπτης περιέγραφε στους «Financial Times» ως κάτι σαν «το Μέγαρο Γουέιν, τη φανταστική κατοικία του Batman», στα πάρτι του συχνάζουν ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ανώτατα στελέχη της Google, o επικεφαλής της Deutsche Bank, αστέρες του Χόλιγουντ όπως ο Αστον Κούτσερ και η Μίλα Κούνις. Κάποια στιγμή το 2000 χρίστηκε ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Γιατί δεν είναι ακόμη σήμερα εκεί, γιατί δεν έχει αφήσει ακόμη πίσω του τον Ιλον Μασκ παρασάγγας και σταδίους;
Υβρις, άτη, νέμεσις, τίσις
Αν πιστέψει κανείς έναν στενό του συνεργάτη, τον Αλόκ Σάμα και το βιβλίο του με τίτλο «The Money Trap: Grand Fortunes and Lost Illusions Inside the Tech Bubble» (εκδ. Macmillan Business), που κυκλοφόρησε στα αγγλικά στα μέσα Σεπτεμβρίου, το πρόβλημά του είναι «το αρχαιότερο αμάρτημα στον κόσμο: η ύβρις». Πράγματι, ο Μασαγιόσι Σον δεν πρόκειται να κερδίσει βραβείο μετριοφροσύνης.
Αν διέθετε αυτή την αρετή, θα διέκρινε την dot.com φούσκα του 2000 και δεν θα έχανε 59 δισεκατομμύρια δολάρια «τεκμηριωμένα η μεγαλύτερη απώλεια κεφαλαίου για ένα άτομο στην παγκόσμια ιστορία του χρήματος».
Οποιοσδήποτε άλλος μάλιστα θα συνετιζόταν από ένα τέτοιο οικονομικό γκρεμοτσάκισμα ως προς το αλάθητό του, όχι όμως ο Σον. Πριν από μερικά χρόνια, όταν, σε μια συζήτηση με αμερικανούς επενδυτές που είχαν εξαγοράσει το 3% της SoftBank, οι νέοι εταίροι τού έθεσαν το ζήτημα της βελτίωσης της εσωτερικής επιχειρηματικής διακυβέρνησης υποδεικνύοντας τον Ζάκερμπεργκ και τον Γκέιτς ως πρότυπα, ο Σον, σύμφωνα με τον Λάιονελ Μπάρμπερ, εξαγριώθηκε: «Αυτοί οι τύποι είναι επιχειρηματίες της μίας εταιρείας.
Εγώ είμαι αναμεμειγμένος σε 100 και ελέγχω ολόκληρο το τεχνολογικό οικοσύστημα. Εγώ είναι σωστό να συγκρίνομαι με τον Ναπολέοντα, τον Τζένγκις Χαν, τον αυτοκράτορα Τσιν Σι Χουάνγκ [που έχτισε το Σινικό Τείχος]. Εγώ δεν είμαι CEO. Εγώ χτίζω μια αυτοκρατορία».
Πληθωρικός χαρακτήρας, αν μη τι άλλο, ο «αυτοκράτορας Σον» ισχυρίζεται σε φίλους του ότι έχει δημιουργήσει τη SoftBank για να αντέξει επί 300 χρόνια· σε δημοσιογράφους ότι όταν σχεδίαζε τη δραστηριότητά του στην αρχή της καριέρας του έψαχνε για έναν τομέα της αγοράς που θα αναπτυσσόταν για τα επόμενα 30 έως 50 χρόνια.
Περιέγραφε τον εαυτό του στο «Harvard Business Review» ως μια αεικίνητη μηχανή παραγωγής ιδεών: στο σημειωματάριο καινοτομιών του είχε καταχωρήσει σε διαφορετικές στιγμές την προηγούμενη δεκαετία 250 σχέδια για νέες εφευρέσεις, 40 προτάσεις για νέα προϊόντα και ούτω καθεξής.
Ναι, όμως η μεγάλη ιδέα που του ήρθε το 2017 ήταν να βγάλει λεφτά από τις ιδέες των άλλων. Θα δημιουργούσε ένα τεράστιο επενδυτικό fund, θα προσέλκυε ελπιδοφόρους επιχειρηματίες και θα τους μοίραζε χρήμα με τη σέσουλα. Ποιο είναι το κόλπο αυτής της εφαρμογής της αρχής «money makes the world go round»; Το χρήμα θα ήταν επίσης το χρήμα των άλλων.
Μια συνάντηση με τον πρίγκιπα διάδοχο της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει 45 δισεκατομμύρια δολάρια, «ένα για κάθε λεπτό της διάρκειάς της», σχολίαζε ο ίδιος. Επειτα το δόλωμα τσίμπησε ο πρίγκιπας διάδοχος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, καταθέτοντας 15 δισεκατομμύρια δολάρια. Ο Λάρι Ελισον της Oracle, o Τιμ Κουκ της Apple ακολούθησαν και το Vision Fund συγκέντρωσε συνολικά 100 δισεκατομμύρια.
Ενα τέτοιο κολοσσιαίο ποσό, ωστόσο, πόσο εύκολα μπορεί να απορροφηθεί; Ο Μασαγιόσι Σον δεν χρειαζόταν startups αλλά φτασμένες εταιρείες που θα προικοδοτούνταν με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Κάπως έτσι αναγκάστηκε να χρηματοδοτήσει τη Wag, μια εφαρμογή για να βρίσκεις ανθρώπους που θα βγάλουν βόλτα τον σκύλο σου, και τη Zume, εταιρεία που έβαζε ρομπότ να φτιάχνουν πίτσες.
Η αποτυχία τους ήταν αμελητέα μπροστά στην οικονομική καταστροφή της WeWork. Ιδοκτησία του Ισραηλινού Ανταμ Νιoύμαν, παρείχε ουσιαστικά χώρους γραφείων, κάτι όχι ιδιαίτερα καινοτόμο, από όποια πλευρά και αν το δει κανείς. Παρ’ όλα αυτά, ο Σον θεωρούσε ότι θα εξελισσόταν στο Alibaba τού σήμερα, με αποτέλεσμα να της χορηγήσει 24,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάφορους γύρους τροφοδοσίας.
Προβλέψιμα, η φούσκα της κεφαλαιοποίησής της έσκασε και η εταιρεία χρεοκόπησε πέρυσι. Με συνοπτικές διαδικασίες, ο Σον έχασε 10 δισεκατομμύρια. Απογοητευμένος, δήλωνε ότι θα αποσυρθεί.
«Η ζωή μου είναι σκατά. Γερνάω. Και τι πέτυχα; Τίποτα για το οποίο να μπορώ να υπερηφανεύομαι» έλεγε τον Οκτώβριο του 2023. Εναν χρόνο μετά είναι και πάλι στις επάλξεις, δηλώνοντας σε όποιον θέλει να τον ακούσει ότι μια υπέρτερη μορφή τεχνητής νοημοσύνης θα είναι ανάμεσά μας έως το 2035 και θα παράγει υπεραξία 9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων τον χρόνο. Αν δεν το πιάσατε, είναι (ξανά) καιρός για επενδύσεις.
Το τελευταίο στοίχημα
Κατά πόσο όμως μπορεί να εμπιστευθεί κανείς τον Σον σήμερα; Ο Αλόκ Σάμα θυμίζει ότι από το 2016 η εμμονή του με την τεχνητή νοημοσύνη και το Internet of Things ήταν τέτοια ώστε να ακολουθεί έως και στις διακοπές του, στη Μαρμαρίδα της Τουρκίας, τον πρόεδρο της βρετανικής τεχνολογικής εταιρείας Arm, Στιούαρτ Τσέιμπερς, και να κλείνει ένα ολόκληρο εστιατόριο για το δείπνο τους προκειμένου να αποσπάσει την υπογραφή για την εξαγορά της. Θεωρητικά, τα 24,3 δισεκατομμύρια στερλίνες που έδωσε τότε έχουν πιάσει τόπο: τον περασμένο Μάιο ανακοινώθηκε ότι εντός του 2025 η Arm θα παράγει μικροτσίπ τεχνητής νοημοσύνης. Eπιπλέον, πρόσφατα επένδυσε 500 εκατομμύρια δολάρια στην OpenAI.
Προτού σπεύσει κανείς όμως να τον αναγορεύσει προφήτη της εποχής, ο Λάιονελ Μπάρμπερ θυμίζει στους «Financial Times» ότι και σε αυτή την περίπτωση έχει επιδείξει «σωστό ένστικτο, λάθος τάιμινγκ»: αν είχε διατηρήσει το 5% της Nvidia που κατείχε το 2019, της μεγαλύτερης αυτή τη στιγμή σε κεφαλαιοποίηση εταιρείας στον κόσμο, με αξία 3,39 τρισεκατομμυρίων δολαρίων – κονταροχτυπιέται καθημερινά με την Apple για αυτόν τον τίτλο –, σήμερα η περιουσία του θα ήταν διπλάσια.
Γιατί, στην πράξη, καταλήγει ο Μπάρμπερ, ο Σον δεν είναι Μπιλ Γκέιτς ή Στιβ Τζομπς, εφευρέτης, με άλλα λόγια, μιας τεχνολογίας που άλλαξε τη ροή του κόσμου, είναι το «αρχέτυπο του μεσάζοντος». Και τι ακριβώς είναι ο μεσάζων;
Ενας άνθρωπος που μετακινεί χρήμα από εδώ εκεί. Από αυτή την άποψη, πράγματι ο ιδρυτής της SoftBank ενσαρκώνει την ιστορία του καιρού μας – την ιστορία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού ως κέρδους από την ανακύκλωση κεφαλαίων. Ενθουσιώδης, αν και βιαστικός, διορατικός, αν και απρόβλεπτος, outsider που έγινε insider, επίμονος, αλαζόνας, ακατάβλητος από τις αντιξοότητες, ο Μασαγιόσι Σον ταιριάζει γάντι στους στίχους από το Tubthumping των Chumbawamba το 1997: «I get knocked down/ but I get up again/ You’re never gonna keep me down…».