Λονδίνο, 2001. Ενας ώριμος ασπρομάλλης άνδρας, φορώντας το μπουρνούζι του, κρατώντας δύο κούπες τσάι, διασχίζει το καθιστικό του διαμερίσματός του. Είναι ο Μπο, λίγο μετά τα εξήντα του, ένας πιανίστας αμερικανικής καταγωγής που έχει συμβιβαστεί τόσο με το πέρασμα του χρόνου όσο και με το πεπερασμένο των ανθρώπινων σχέσεων. Σύντομα εμφανίζεται στον ίδιο χώρο, σιάζοντας τα ρούχα του, ο νεαρός Ρούφους, λίγο προτού τριανταρίσει, ένας απρόβλεπτος δικηγόρος που πάσχει από διπολική διαταραχή και ενθουσιάζεται με τις ιστορίες του παρελθόντος. Ο,τι αρχίζει (με τη βοήθεια του Διαδικτύου) ως «συνεύρεση» της μιας νύχτας ανάμεσά τους, εξελίσσεται σε μια συντροφική σχέση που ξεπερνά τη δεκαετία. Αυτή τη μοιρασμένη πορεία, με όλες τις διακυμάνσεις της, τις λαμπερές και τις σκοτεινές στιγμές της, παρακολουθεί με μαεστρία ο 83χρονος σήμερα Μάρτιν Σέρμαν στο πιο πρόσφατο θεατρικό του έργο με τίτλο «Οπως πάει το ποτάμι» (Gently Down the Stream, 2017).
Ο σημαντικός αμερικανός δραματουργός και σεναριογράφος, ο οποίος ζει μόνιμα στην πρωτεύουσα της Αγγλίας από το 1980, αλλά τα τελευταία (αρκετά) χρόνια έχει αναπτύξει έναν (ισχυρότατο) δεσμό αγάπης με την Ελλάδα, μίλησε στο ΒΗΜΑgazino με αφορμή την ομότιτλη παράσταση που συνεχίζεται στο Θέατρο Σταθμός του Μεταξουργείου (stathmostheatro.gr), σε σκηνοθεσία του Γιάννη Λεοντάρη, με βασικούς συμπρωταγωνιστές επί σκηνής τον Περικλή Μουστάκη και τον Μάνο Καρατζογιάννη, δίπλα στους οποίους παίζει και ο Δημήτρης Ροΐδης. «Το «Οπως πάει το ποτάμι» παραμένει το πιο πρόσφατα ανεβασμένο έργο μου, θα έλεγα. Εγραψα αμέσως μετά άλλο ένα, με τίτλο «I’ll Be Seeing You». Υποτίθεται ότι θα έκανε πρεμιέρα πέρυσι, αλλά η πανδημία τα ανέτρεψε όλα. Πάντως αυτό για το οποίο μιλάμε ζυμωνόταν μέσα μου πολύ καιρό. Στην πραγματικότητα, έχει τις ρίζες του ακόμα πιο πίσω, στην περίοδο κατά την οποία έγραφα το «Ρόουζ» (1999), ένα έργο το οποίο εξετάζει την εβραϊκή ζωή στον 20ό αιώνα μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας. Ηθελα λοιπόν να γράψω ένα συνοδευτικό κείμενο (να φτιάξω ένα δίπτυχο, τρόπον τινά) που θα αποτύπωνε τη ζωή των ομοφυλοφίλων τα τελευταία εκατό χρόνια. Προσπάθησα να το γράψω ως μονόλογο, όπως στο «Ρόουζ», αλλά δεν μου έβγαινε, πιθανότατα επειδή ένιωθα να επαναλαμβάνομαι μέσα στην ίδια φόρμα. Υστερα αποπειράθηκα να το γράψω, ας πούμε, σαν έπος. Και σας το λέω ειλικρινά, ήταν απαίσιο! Συνεχώς μου διέφευγε το πράγμα, κοντολογίς. Τα χρόνια εν τω μεταξύ περνούσαν. Και ύστερα, μια μέρα, καθώς περπατούσα σε έναν δρόμο του Λονδίνου, απ’ το πουθενά και τελείως στο άσχετο, μια ιδέα έπεσε στο κεφάλι μου, θαρρείς και κάποιο πουλάκι την πέταξε ψηλά από τον ουρανό. Η ιδέα ήταν αυτή: μια γκέι ερωτική ιστορία στην οποία θα διασταυρώνονται διαφορετικές γενιές. Μη σας φαίνεται περίεργο. Ετσι συμβαίνει συνήθως. Το πιστεύω πολύ αυτό, ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει την ώρα που απλώς περπατάς στον δρόμο. Μπορεί να σε περιμένει και μια κρίσιμη απάντηση σε ένα αγωνιώδες ερώτημα» τόνισε ο Μάρτιν Σέρμαν, ο δημιουργός του θρυλικού πλέον «Bent» (1979), του έργου (για την κακομεταχείριση και τις διώξεις των ομοφυλοφίλων στη ναζιστική Γερμανία πριν από το Ολοκαύτωμα) που χάρισε στον ίδιο την παγκόσμια αναγνώριση.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος