«Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλάβω υπηρεσία. Τι τρομερό κρύο. Είχα ξεπαγιάσει όλη. Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! παρ’ ολίγον θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθαίνω στα γέλια βλέποντάς τους». Οπως φαίνεται από την καταχώριση στο ημερολόγιό της, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1921, η Μαρία Πολυδούρη κάθε άλλο παρά εντυπωσιάστηκε από την πρώτη επαφή της με την καθημερινή ζωή της Αθήνας και κυρίως από τους δημοσίους υπαλλήλους-κατοίκους της, τους οποίους βρέθηκε να συναναστρέφεται καθημερινά. Προσπαθώ να τη φανταστώ, ακριβώς έναν αιώνα πριν, να περπατά στους δρόμους των Εξαρχείων, της γειτονιάς όπου εγκαταστάθηκε (το σπίτι της ήταν στην οδό Μεθώνης) όταν, θρηνώντας ακόμα τον θάνατο και των δύο γονιών της (πρώτα ο πατέρας και έπειτα η μητέρα της πέθαναν με διαφορά σαράντα ημερών, το 1920), ξεκινούσε μια νέα ζωή. Ηταν μόλις 19 χρόνων.
Η νεαρή Μαρία έφτασε στην πρωτεύουσα, όπως γράφει η Ρίτα Μπούμη-Παπά, «με το νου της στις ανώτερες σπουδές, στην ποίηση και στην κατάκτηση της Αθήνας, ελπίζοντας να δώσει σάρκα στα όνειρά της». Ξεκίνησε αμέσως να παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική και να εργάζεται στη Νομαρχία Αττικής ως γραφέας β’ τάξεως. Και συνέχισε να γράφει τα ποιήματά της, απασχόληση την οποία είχε ξεκινήσει από παιδί κιόλας. «Η Πολυδούρη στάθηκε στον προθάλαμο της ποίησης, πράγμα πολύ φυσιολογικό για τα λίγα χρόνια που έζησε» σημειώνει η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της «Κώστας Καρυωτάκης – Μαρία Πολυδούρη, και η αρχή της αμφισβήτησης». Και εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους καταπιάστηκε με τη ζωή και το έργο της, λόγους για τους οποίους ακόμα και σήμερα αξίζει να προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε καλύτερα (και να αγαπήσουμε) αυτό το προικισμένο αλλά δυστυχισμένο και άτυχο κορίτσι, συνεχίζει: «Κείνο που αξίζει στην Πολυδούρη πολύ περισσότερο από την ποίησή της, είναι η στάση της και η συμπεριφορά της μέσα στη ζωή. Τη θεωρώ πολύ πιο σημαντική άνθρωπο-γυναίκα από δημιουργό. Κι αυτός ο άνθρωπος πέθανε πολύ νέος, μόλις 28 χρονών. Την ώρα που όλη η συγκλονιστική προσωπικότητα που την κατοικούσε άρχιζε να μετουσιώνεται σε ουσία ζωής και τέχνη».
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.