Είναι ένα νησί σχεδόν μουσείο. Στην κυριολεξία. Η Μάλτα, αυτή η κουκκίδα της Μεσογείου στα νότια της Σικελίας, λίγο μικρότερη σε μέγεθος από τη Λευκάδα, δεν αργεί να σου «κλέψει» την καρδιά, κατ’ αρχάς με τη σωστά διατηρημένη λαμπρότητα του παρελθόντος της που ανήκει στα χαρακτηριστικά της.
Το χρώμα της άμμου που διακρίνεις στο 80% των κτιρίων του νησιού (κάτι που επιβάλλεται από την κυβέρνηση) εκπέμπει μια γλυκιά μελαγχολία· θαρρείς ότι από κάποια γωνιά θα ξεπροβάλει ένας από τους Οσπιτάλιους ιππότες του Κυρίαρχου Στρατιωτικού Τάγματος της Μάλτας – συγκεκριμένα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, της Ρόδου και της Μάλτας – που έφτασε στο νησί γύρω στο 1530, αφού νωρίτερα είχε εκδιωχθεί από τη Ρόδο από τους Οθωμανούς, μετά την πολιορκία του νησιού.
Η τριήμερη δημοσιογραφική αποστολή που τον περασμένο Νοέμβριο διοργάνωσε η CK Strategies σε συνεργασία με το υπουργείο Τουρισμού της Μάλτας για μια γνωριμία των ελλήνων δημοσιογράφων με το νησί ήταν μια μικρή αποκάλυψη. Σε όλα. Ας ξεκινήσουμε από τα πολύ πρακτικά. Η Μάλτα λάμπει από καθαριότητα. Και αυτό ισχύει στους δρόμους όχι μόνο στη Βαλέτα και τη Μεντίνα, τις εμβληματικές πόλεις που αποτελούν τη μεγάλη ατραξιόν του νησιού, αλλά σε όλες τις περιοχές που επισκεφθήκαμε, και στο διπλανό νησί Γκόζο (που την ανταγωνίζεται κιόλας).
Πρώτη φορά ένιωσα να ντρέπομαι που έπρεπε να ρίξω τη στάχτη του τσιγάρου μου στον δρόμο – για τη γόπα δεν το συζητάω. Δεύτερον, με κάποιες εξαιρέσεις, όπως το εμφιαλωμένο νερό, η Μάλτα είναι ένα από τα φθηνότερα μέρη που ο υπογράφων έχει επισκεφτεί τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Ευρώπη. Διότι πραγματικά δεν θυμάμαι ποια ήταν η τελευταία φορά που πλήρωσα 60 λεπτά για μια τυρόπιτα από φούρνο ή 7 ευρώ για δύο διπλούς καπουτσίνο και έναν διπλό εσπρέσο, έχοντας μάλιστα καθίσει σε τραπέζι café υψηλής αισθητικής με θέα το λιμάνι όπου βρίσκονται αραγμένα τα σκάφη στην πρωτεύουσα Βαλέτα.
Η περιήγηση είχε πολλούς σταθμούς: από το Dingli, που είναι το ψηλότερο σημείο ενός νησιού χωρίς όρη, χωρίς ιδιαίτερες παραλίες, αλλά με κρημνούς που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό χάρη στη θέα που σου προσφέρουν, ως το Dwejra στο Γκόζο, όπου κάποτε βρισκόταν το «Μπλε Παράθυρο» (μια φυσική πέτρινη αψίδα μέσα στη θάλασσα που όντως θύμιζε παράθυρο), το οποίο με τα χρόνια υπέκυψε στη διάβρωση από τα στοιχεία της φύσης και σήμερα δεν υπάρχει πλέον.
Ιδανικός κινηματογραφικός προορισμός
Μαζί με όλα αυτά, η καλά διατηρημένη όψη του νησιού που προστατεύει ως κόρη οφθαλμού την αυθεντική ομορφιά του ένδοξου παρελθόντος του, το έχει βοηθήσει να εξελιχθεί σε έναν πραγματικά αξιοζήλευτο κινηματογραφικό (εκτός από τουριστικό) προορισμό, στα χνάρια του οποίου, εδώ και μερικά χρόνια (ευτυχώς), βαδίζει και η Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η μικρή αλλά πανίσχυρη Δημοκρατία της Μάλτας άρχισε να αναπτύσσεται και με τα χρόνια κατάφερε να παγιωθεί ως ένας ελκυστικός παγκόσμιος προορισμός για μεγάλες κινηματογραφικές παραγωγές.
Στις αρχές του 2024 ο Ρίντλεϊ Σκοτ ολοκλήρωσε εκεί την παραγωγή της συνέχειας του ρωμαϊκού έπους «Μονομάχος», η οποία έκανε πρεμιέρα στα μέσα Νοεμβρίου. Ο ίδιος σκηνοθέτης είχε γυρίσει τον πρώτο του «Μονομάχο» (2000), επίσης στη Μάλτα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του πιο πρόσφατου «Ναπολέοντα» (2023). «Ο Ρίντλεϊ Σκοτ έχει γίνει ένα με το νησί» ανέφερε ένας από τους ξεναγούς μας. «Μπορείς να τον δεις να βγαίνει από κάποιο στενό της συζητώντας με τους συνεργάτες του. Τη λατρεύει τη Μάλτα».
Και όλα αυτά ενώ στο νησί (εκτός από την Ταϊλάνδη) τοποθετούνται τα γυρίσματα του «Jurassic World Rebirth» που αναμένεται το καλοκαίρι του 2025, την ίδια ώρα που ο Μελ Γκίμπσον βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να γυρίσει στη Μάλτα μια μίνι σειρά σχετική με την ιστορία της… «Αυτόν τον καιρό εργάζομαι σε μια μίνι τηλεοπτική σειρά για την Πολιορκία της Μάλτας, η οποία είναι μια απίστευτη ιστορία» είπε ο Γκίμπσον τον περασμένο Σεπτέμβριο κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο όμορφο νησί της Μεσογείου.
«Και υπάρχει μόνο ένα μέρος για να το κινηματογραφήσει κανείς. Εννοώ τη Μάλτα, γιατί εκεί… συνέβη». Για την ιστορία, η πολιορκία της Μάλτας διήρκεσε από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο του 1565 και θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές εμπλοκές στη στρατιωτική ιστορία, συγκρίσιμη με τη διάσημη Μάχη των Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες. Πράγματι, αυτό που έκανε την άμυνα τόσο αξιοσημείωτη ήταν η απόλυτη διαφορά μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων δυνάμεων: οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη και οι ντόπιοι μαχητές που μαζί με ενισχύσεις, μεταξύ άλλων από την Ιταλία και την Ισπανία, έφταναν περίπου τις 6.000 συνολικά, αντιμετώπισαν μια οθωμανική δύναμη εισβολής άνω των 35.000 ανδρών.
Ζήτημα στρατηγικής
Πολλά χρόνια πριν από τον Ρίντλεϊ Σκοτ, το 1978, ο συμπατριώτης του, Αλαν Πάρκερ, έκανε για πρώτη φορά γνωστή τη Μάλτα ως κινηματογραφικό προορισμό καθώς εκεί γύρισε το «Εξπρές του μεσονυχτίου», η ιστορία του οποίου υποτίθεται ότι εκτυλίσσεται στην Τουρκία. Αργότερα, ο Ρόμπερτ Ολτμαν γύρισε στη Μάλτα τον «Ποπάι» (1980) με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς και τη Σέλεϊ Ντιβάλ· μάλιστα, για τις ανάγκες γυρισμάτων αυτής της ταινίας χτίστηκε ολόκληρο χωριό, το οποίο σήμερα παραμένει άθικτο και ανήκει στις τουριστικές ατραξιόν της Μάλτας.
Πάντως κινηματογραφικές παραγωγές που γυρίστηκαν εξ ολοκλήρου στη Μάλτα είναι ελάχιστες. Πριν από μερικά χρόνια «Το Βήμα» είχε παρουσιάσει την ταινία «Το σκαρί» (Luzzu, 2021) του αμερικανομαλτέζου σκηνοθέτη Αλεξ Καμιλέρι, ο οποίος αποφάσισε να γυρίσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας στη χώρα καταγωγής του και με πρωταγωνιστή έναν ντόπιο ψαρά, τον Τζέσμαρκ Σικλούνα.
Είναι λοιπόν εντυπωσιακή η τρομερή κινηματογραφική ανάπτυξη σε μια χώρα η οποία στην ουσία δεν έχει δικό της κινηματογράφο. Πού οφείλεται όμως; Οι λόγοι είναι αρκετοί. Πρώτο και κυριότερο, η Μάλτα προσφέρει ένα από τα πιο αξιόπιστα κίνητρα επιστροφής μετρητών (Cash Rebate) της τάξης του 40% (το άκρως ελκυστικό πρόγραμμα της επιστροφής χρημάτων για επιλέξιμες δαπάνες που δικαιούται μια οπτικοακουστική παραγωγή στη χώρα όπου γυρίζεται. Την ίδια πολιτική ακολουθεί εδώ και μερικά χρόνια και η Ελλάδα, λόγος στον οποίο οφείλεται η ραγδαία κινηματογραφική ανάπτυξη με εξυπηρέτηση παραγωγών του εξωτερικού).
Δεύτερον, ως τοποθεσία, η Μάλτα μπορεί να αντικαταστήσει πολλές γωνιές του κόσμου, από τη Νότιο Γαλλία ως τη Μέση Ανατολή. Το γεγονός ότι τα κτίσματά της έχουν διατηρηθεί ανέπαφα, ασφαλώς, βοηθά τα μέγιστα. Τρίτον, η Μάλτα διαθέτει αγγλόφωνο τεχνικό προσωπικό που γνωρίζει πολύ καλά τα καθήκοντά του και έχει την εμπειρία συνεργασίας με κορυφαίους κινηματογραφιστές του εξωτερικού.
Τέταρτον, τα Malta Film Studios προσφέρουν τρεις από τις μεγαλύτερες δεξαμενές νερού στον κόσμο, κατάλληλες για ειδικά εφέ μεγάλης κλίμακας και εντυπωσιακές υποβρύχιες λήψεις. Kαι, πέμπτον, το κλίμα της Μάλτας είναι, ως γνωστόν, ένα από τα ευνοϊκότερα στον κόσμο και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες εγγυάται πάνω από 15 ώρες φυσικού φωτός για αλλεπάλληλες κινηματογραφικές λήψεις.
«Είχα μεγάλη ανησυχία όταν ανέλαβα να σκηνοθετήσω τον «Κόμη Μόντε Κρίστο», γιατί δεν ήξερα αν θα μπορούσαν να βρεθούν οι χώροι που θα εξυπηρετούσαν για το σκηνικό της ταινίας» είχε δηλώσει ο αμερικανός σκηνοθέτης Κέβιν Ρέινολντς για το φιλμ τού 2002, «ώσπου είδα τη Μάλτα».
Η προβολή του νησιού
«Η αφήγηση μέσω του κινηματογράφου και της τηλεόρασης δίνει τη δυνατότητα σε προορισμούς όπως η Μάλτα να ξεχωρίζουν, κάτι που αποτελεί ένα ανεκτίμητο εργαλείο για την προβολή των νησιών στην παγκόσμια σκηνή» ανέφερε στο BHMAgazino η Γιασμίν Σκόρφνα, Marketing Assistant Manager της Τουριστικής Αρχής της Μάλτας.
«Οταν η Μάλτα και το Γκόζο εμφανίζονται σε ταινίες ή τηλεοπτικές σειρές, αιχμαλωτίζουν το κοινό, εμπνέοντάς το να επισκεφθεί και να γνωρίσει από κοντά αυτές τις τοποθεσίες. Αυτό όχι μόνον ενισχύει τον τουρισμό, αλλά οδηγεί επίσης στην οικονομική ανάπτυξη, ωφελώντας ένα ευρύ φάσμα τοπικών επιχειρήσεων».
Τα παραδείγματα ταινιών όπως και σειρών της τηλεόρασης που έχουν γυριστεί στο όμορφο μεσογειακό νησί τα τελευταία 45 χρόνια είναι πολλά (ας μην ξεχνάμε την πρώτη σεζόν του «Game of Thrones»), ενώ το 2023, όταν η απεργία του σωματείου ηθοποιών στις Ηνωμένες Πολιτείες είχε κλονίσει όλη την κινηματογραφική βιομηχανία, η Μάλτα βγήκε κερδισμένη. Την ώρα που τα μεγάλα projects έπρεπε να κατεβάσουν ρολά λόγω των απεργιών, στη Μάλτα γυρίζονταν πολλές ανεξάρτητες παραγωγές, απασχολώντας μεγάλο μέρος των εργαζομένων στα οπτικοακουστικά συνεργεία του νησιού.