Δεν υπάρχουν πολλοί που να μπορούν να φωτίσουν με τόσο πολυεπίπεδο και ενδιαφέροντα τρόπο μια ιστορία όπως το κάνει ο Μάλκολμ Γκλάντγουελ, ο οποίος γεννήθηκε στην Αγγλία, μεγάλωσε στον Καναδά και σπούδασε Ιστορία στο Κολέγιο Τρίνιτι του Πανεπιστημίου του Τορόντο. Τα βιβλία του έχουν βρεθεί όλα τους στις λίστες των best sellers των «New York Times», είναι ο οικοδεσπότης του δημοφιλούς και βραβευμένου podcast «Revisionist History» και διατηρεί μόνιμη στήλη στο περιοδικό «The New Yorker».
Εχει ανακηρυχθεί ένα από τα «100 επιδραστικότερα άτομα» από το περιοδικό «Time» και ένας από τους «κορυφαίους παγκόσμιους διανοητές» από το περιοδικό «Foreign Policy». Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «The Washington Post», όπου κάλυπτε επιχειρηματικά και επιστημονικά θέματα και, στη συνέχεια, ως συντάκτης της εφημερίδας στα γραφεία της Νέας Υόρκης, όπου ζει μέχρι σήμερα.
Στην τελευταία του μελέτη, με τίτλο «Η Μαφία των βομβαρδιστικών: Ενα όνειρο, ένας πειρασμός και η μεγαλύτερη νύχτα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος), εξετάζει μια ελάχιστα προβεβλημένη πτυχή της τόσο καταστροφικής αυτής σύγκρουσης, την ιστορία των αμερικανών στρατιωτικών αξιωματούχων που πίστευαν ακράδαντα ότι η χρήση, σε μεγάλους αριθμούς, βαρέων βομβαρδιστικών αεροσκαφών μεγάλης εμβέλειας θα μπορούσε να αποτελέσει κίνηση ματ για τη νίκη των Συμμάχων.
Ο υποτιμητικός όρος «Μαφία των βομβαρδιστικών» χρησιμοποιήθηκε από εκείνα τα στελέχη του στρατού που δεν συμμερίζονταν τις πεποιθήσεις τους και που απογοητεύτηκαν από την επιμονή των ανδρών ότι οι βομβαρδισμοί από αέρος έπρεπε να πάρουν πρωταρχική θέση στον στρατηγικό σχεδιασμό και τη χρηματοδότηση.
Τι σας τράβηξε αρχικά σε αυτή τη συγκεκριµένη ιστορία του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου όταν αποφασίσατε να τη διερευνήσετε σε ένα από τα podcast σας και εν συνεχεία να την κάνετε και βιβλίο;
«Πήγα στο Τόκιο για δουλειά και αποφάσισα – κάπως παρορμητικά και ανεξήγητα – να επισκεφθώ το μικροσκοπικό μουσείο που υπάρχει εκεί και είναι αφιερωμένο στον βομβαρδισμό της πόλης από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ. Βρήκα την εμπειρία τόσο συγκινητική και σπαραξικάρδια που αποφάσισα τότε ότι θα άξιζε να τη διερευνήσω στο podcast μου».
Στο βιβλίο πραγµατεύεστε τις ηθικές συνέπειες του βοµβαρδισµού ακριβείας. Πώς πιστεύετε ότι συγκρίνονται οι προθέσεις της «Μαφίας των βοµβαρδιστικών» µε την πραγµατικότητα του σύγχρονου πολέµου;
«Νομίζω ότι η «Μαφία των βομβαρδιστικών» – όπως σχεδόν όλοι οι τεχνολογικοί οραματιστές – έκανε το λάθος να υπερεκτιμήσει τη μεταμορφωτική αξία της δημιουργίας της. Θυμάστε όταν θεωρούσαμε ότι το Twitter θα ήταν, υποτίθεται, ένα εργαλείο για την ανατροπή αυταρχικών κυβερνήσεων; Ή όταν πιστεύαμε πως το τηλέφωνο θα έβαζε τέλος στη μοναξιά; Θα μπορούσα να δώσω πολλά παραδείγματα, αλλά δεν θα το κάνω.
Νομίζω ότι υπάρχει μια φυσική τάση να θαυμάζεται κάπως υπερβολικά η αξία κάθε νέας τεχνολογίας. Και αυτό είναι το λάθος που έκανε η «Bomber Mafia». Απλώς το παρατράβηξαν. Ακόμη δεν έχουμε κάνει πραγματικότητα το όνειρό τους 80 χρόνια μετά».
Θα λέγατε ότι υπήρξαν αφελείς ή ότι ήταν µπροστά από την εποχή τους;
«Είχαν δίκιο όσον αφορά το ότι θα αναπτύσσαμε μια μέρα την ικανότητα να βομβαρδίζουμε στόχους με εξαιρετική ακρίβεια. Αλλά νόμιζαν ότι αυτό θα αντικαθιστούσε όλες τις άλλες μορφές πολέμου – και εκεί έκαναν προφανώς λάθος. Το σοβαρότερο πράγμα που παρανόησαν είναι ότι η ακρίβεια ρίψης μιας βόμβας είναι χρήσιμη μόνο εάν έχεις απόλυτα ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το πού να στοχεύσεις.
Αν μια βόμβα μπορεί να καταστρέψει μια κρεβατοκάμαρα σε ένα σπίτι και να αφήσει όλα τα άλλα όρθια, τότε είναι πραγματικά σημαντικό να ξέρω ποιος είναι στο υπνοδωμάτιο τη στιγμή που τη ρίχνω. Και αν δεν μπορώ να μάθω, τότε είναι καλύτερα να ανατινάξω ολόκληρο το σπίτι».
Θα µπορούσατε να µοιραστείτε µαζί µας κάτι που συνειδητοποιήσατε στο πλαίσιο της έρευνάς σας για την οµάδα «Bomber Mafia» και σας ξάφνιασε;
«Αυτό που με ξάφνιασε πιο πολύ ήταν το πόσα περιθώρια για ελευθερία κινήσεων έδωσε η Πολεμική Αεροπορία στον στρατηγό Κέρτις Λε Μέι προς το τέλος του Πολέμου. Βασικά, τον άφησαν να σχεδιάσει ολομόναχος μια στρατηγική για τον βομβαρδισμό της Ιαπωνίας. Και κανένας δεν φαινόταν πρόθυμος ή ικανός να αμφισβητήσει την απόφασή του απλώς να βομβαρδίσει συθέμελα κάθε ιαπωνική πόλη. Με εξέπληξε πολύ αυτό. Φαίνεται σχεδόν σαν ολόκληρη η δομή διοίκησης του στρατού των ΗΠΑ να κουράστηκε τόσο πολύ μέχρι το τέλος του Πολέμου που απλώς τα παράτησε όλα στην τύχη τους».
Τι κληρονοµιά θεωρείτε ότι έχει αφήσει η προσέγγιση της «Μαφίας των βοµβαρδιστικών» στις τρέχουσες στρατιωτικές στρατηγικές;
«Νομίζω ότι υπήρχε βάση στο γενικό επιχείρημά τους, στην ιδέα δηλαδή ότι με την πάροδο του χρόνου το είδος του πολέμου που διεξάγεται από αέρος θα αποδεικνυόταν πιο πολύτιμο από τον πόλεμο που διεξάγεται στη στεριά ή στη θάλασσα. Νομίζω ότι αυτό γενικώς είναι αλήθεια. Δείτε τον πόλεμο στην Ουκρανία. Τα drones και οι πύραυλοι έχουν διαδραματίσει πολύ μεγαλύτερο ρόλο εν συγκρίσει με παλαιότερες, αλλά σχετικά πρόσφατες, πολεμικές συγκρούσεις».
Αν µπορούσατε να πάρετε συνέντευξη από οποιοδήποτε µέλος της «Bomber Mafia» σήµερα, ποιο θα ήταν αυτό και τι θα το ρωτούσατε;
«Θα έπαιρνα συνέντευξη από τον υποστράτηγο Χέιγουντ «Possum» Χάνσελ μετά την υποβάθμισή του, και θα τον ρωτούσα πώς ένιωθε για την εκστρατεία βομβαρδισμού που εξαπέλυσε ο Κέρτις Λε Μέι. Του φάνηκε φρικώδης; Θεώρησε τελικά εξαιτίας αυτής της εξέλιξης τη δική του καριέρα αποτυχημένη;».
Αναφέρετε στην εισαγωγή του βιβλίου σας ότι πιθανότατα έχετε διαβάσει κάθε µυθιστόρηµα που περιέχει τη λέξη κατάσκοπος. Ποιο είναι το αγαπηµένο σας;
«Το «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» του Τζον Λε Καρέ».
Κατά τη διάρκεια της καριέρας σας έχετε ασχοληθεί µε µια ευρεία γκάµα θεµάτων. Πώς αποφασίζετε ποιες ιστορίες ή φαινόµενα θα διερευνήσετε στα βιβλία και τα podcast σας;
«Δεν έχω καλή απάντηση σε αυτή την ερώτηση! Δεν υπάρχει σύστημα. Κάτι μου τραβάει την προσοχή και βυθίζομαι σε αυτό και αργά ή γρήγορα νιώθω την ανάγκη να το ψάξω περαιτέρω. Κοιτάζοντας την πορεία μου, δεν βλέπω κανένα ξεκάθαρο μοτίβο».
Το εξόχως επιτυχηµένο podcast σας «Revisionist History» επιστρέφει σε γεγονότα του παρελθόντος και τα φωτίζει ξανά, µε αναπάντεχο συχνά τρόπο. Ποιο επεισόδιο πιστεύετε ότι είχε τη µεγαλύτερη απήχηση στο κοινό σας και γιατί;
«Αυτό είναι αδύνατον να απαντηθεί. Αλλά νομίζω ότι τα πολυάριθμα επεισόδια που έκανα και που εξέτασαν και άσκησαν κριτική στην αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση – και την εμμονή της με τα χρήματα – είχαν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο. Νομίζω ότι υπάρχει πραγματικά η αίσθηση μεταξύ των αμερικανών γονέων ότι το πανεπιστημιακό σύστημα είναι εκτός ελέγχου, αλλά κανένας δεν ξέρει πραγματικά γιατί τα πράγματα έχουν πάει τόσο στραβά. Νομίζω ότι τα podcast μου βοήθησαν να δοθεί μια εξήγηση».
Ως συγγραφέας γνωστός για τη διάδοση της έννοιας του «σηµείου καµπής», της µαγικής εκείνης στιγµής κατά την οποία µια ιδέα, µια τάση ή µια κοινωνική συµπεριφορά «αλλάζει πίστα», ποιο θα λέγατε ότι ήταν ένα σηµείο καµπής στη δική σας καριέρα;
«Το σημείο καμπής στην καριέρα μου ήταν το ίδιο το βιβλίο «The Tipping Point». Προτού κυκλοφορήσει αυτό, ήμουν απλώς ένας μέτρια επιτυχημένος συντάκτης εντύπων. Αυτό ήταν το πόνημα που με σύστησε σε ένα ευρύτερο κοινό».
Μπορείτε τότε να µου πείτε µια στιγµή στην επαγγελµατική διαδροµή σας που άλλαξε σηµαντικά τον τρόπο µε τον οποίο σκέπτεστε και ενεργείτε;
«Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση. Αλλά πριν από μερικά χρόνια άρχισα να διαβάζω πολλά βιβλία της Τζάνετ Μάλκολμ, η οποία είναι κυρίως γνωστή για το «The Journalist and the Murderer». Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι οι δεξιότητές μου στις συνεντεύξεις δεν ήταν αρκετά καλές. Οτι χρειαζόταν να αφιερώνω περισσότερο χρόνο στα πρόσωπα με τα οποία συνομιλούσα, να τους κάνω περισσότερες διερευνητικές ερωτήσεις και να επιστρέφω για να τους πάρω συνέντευξη ξανά και ξανά. Δεν κατάφερνα να διεισδύσω πέρα από την επιφάνεια. Αλλά τα βιβλία της με δίδαξαν την αξία τού να σκάβω πολύ βαθύτερα».