Οταν επισκεφθήκαμε το Μακάο, δεν είχε εγκαινιαστεί ακόμη η μακρύτερη θαλάσσια γέφυρα του κόσμου (μήκους 55 χιλιομέτρων) που ενώνει το Χονγκ Κονγκ με την πρώην πορτογαλική αποικία που είναι σήμερα ένα τεράστιο ασιατικό Λας Βέγκας όπου καθημερινά Κινέζοι (στην πατρίδα τους απαγορεύονται τα τυχερά παίγνια) αλλά και τουρίστες τζογάρουν περιουσίες. Αυτό και μόνο αρκούσε για να μου το κάνει αντιπαθητικό προτού πατήσω το πόδι μου.
Η αλήθεια είναι πως και η πρώτη εντύπωση δεν ήταν η καλύτερη: Ενα γκρίζο λιμάνι με εξίσου γκρίζα θάλασσα είδαμε. Και μια συστάδα από ουρανοξύστες που δεν τους λες ωραίους – ειδικά όταν προηγουμένως έχεις μείνει άφωνος μπροστά στο οικιστικό υπερθέαμα του Χονγκ Κονγκ. Ο μοναδικός χάρτης που βρήκαμε ήταν στα κινεζικά. Με τη βοήθειά του (;)
ξεκινήσαμε τη βόλτα μας, για να εστιάσουμε αρχικά στο κορυφαίο αξιοθέατο της πόλης: την πρόσοψη (γιατί αυτή μόνο σώζεται) του Αγίου Παύλου. Ηταν η πρώτη όμορφη εικόνα. Τι δουλειά όμως έχει ένας χριστιανικός ναός σε μια κινεζική πόλη; Πάμε πίσω: Το 1535 οι Πορτογάλοι αναλαμβάνουν την εκμετάλλευση των λιμανιών του κινεζικού Μακάο και ξεκινούν ουσιαστικά να χτίζουν τον οικισμό – έως τότε εκεί υπήρχαν ψαροχώρια. Το 1576 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ ιδρύει τη Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή του Μακάο. Το 1887 η περιοχή γίνεται και επίσημα αποικία της Πορτογαλίας, για να παραδοθεί επισήμως πίσω στην Κίνα (έπειτα από πολλές ταραχές) το 1999. Ωστόσο το κινεζικό Μακάο παραμένει με έναν τρόπο και πορτογαλικό Μακάο, με την Κινεζική και την Πορτογαλική ως επίσημες γλώσσες, με τα κτίρια και τις εκκλησίες των αποικιοκρατών δίπλα στα σπίτια των μανδαρίνων να το κάνουν ξεχωριστό σε όλη την Ασία.
Ο ναός του Αγίου Παύλου χτίστηκε περί το 1640 και καταστράφηκε από φωτιά που προκλήθηκε από τυφώνα το 1835. Η πρόσοψη, ύψους 26 μέτρων και πλάτους 23 μέτρων, με τους κίονες, τα αγάλματα των αγίων, της Παναγίας και του Χριστού και τα όμορφα διακοσμητικά στοιχεία, συντηρήθηκε για να γίνει το πιο πολυφωτογραφημένο μέρος της πόλης και να κερδίσει τον τίτλο του Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO. Εχει και άλλες εκκλησίες το Μακάο, ανάμεσά τους τον επίσης κεντρικό Αγιο Δομίνικο, τον παλαιότερο ναό του, με το έντονο πορτοκαλοκίτρινο χρώμα, και τη Γέννηση της Θεοτόκου, τον καθεδρικό ναό που έχει επίσης ανακηρυχθεί μνημείο της UNESCO. Εχει και την πάλλευκη Santa Casa da Misericordia που ήταν νοσοκομείο και ορφανοτροφείο. Και φρούριο διαθέτει, χτισμένο σε σημείο από όπου έχεις θέα σε όλη την πόλη. Σοκαριστική η εικόνα: ένα συνονθύλευμα γκρίζων κτιρίων, τόσο πυκνοχτισμένων που απορείς πώς μπορεί να ζουν άνθρωποι εκεί μέσα. Γιατί, ναι, βρισκόμαστε στην πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του πλανήτη. Δεν χρειάζεται να το γκουγκλάρεις για να το επιβεβαιώσεις. Το νιώθεις. Νιώθεις και την ανάγκη να ανέβεις ψηλά για να πάρεις αέρα. Ευτυχώς η πόλη έχει λόφους, αρκετοί εκ των οποίων γλίτωσαν από την αποψίλωση που έγινε για να χτιστούν συγκροτήματα με διαμερίσματα. Ξεχωρίζουν οι κήποι Luís de Camões, ένας παράδεισος μέσα σε αυτή την κόλαση του καυσαερίου. Ιδιαίτερα γραφικά και ο δρόμος με τα χαμηλά κόκκινα σπίτια τα οποία παλιά λειτουργούσαν ως πορνεία (Rua da Felicidade) και το παλιό μανδαρίνικο σπίτι που σήμερα είναι μουσείο. Στο ιστορικό κέντρο έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες να διαφυλαχθεί η ιδιαίτερη ταυτότητα της πόλης: εξαιρετικές οι αναστηλώσεις των μνημείων, αλλά και η κυματοειδής πλακόστρωση στους πεζοδρόμους. Τους περπατήσαμε πολύ αυτούς τους πεζοδρόμους, όπως περπατήσαμε και σε μερικές πιο απομακρυσμένες γειτονιές, μη ρωτήσετε πού, ο κινεζικός χάρτης μας δεν τις περιελάμβανε.
Κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε πως είχαμε χαθεί. Αρχίσαμε να περπατάμε προς την κατεύθυνση που υποθέταμε πως βρισκόταν το λιμάνι, περνώντας ξανά μέσα από τις γειτονιές-κυψέλες με την πηχτή μυρωδιά της φτώχειας. Οσο περνούσε η ώρα επιταχύναμε, αλλά λιμάνι δεν βλέπαμε. Αποφασίσαμε να σταματήσουμε ένα ταξί. Ηταν πιο δύσκολο από όσο φανταζόμασταν. Το πλοίο αναχωρούσε σε δέκα λεπτά. Είχαμε αρχίσει να επεξεργαζόμαστε την ιδέα πως θα μέναμε ένα βράδυ στο Μακάο και θα χάναμε τα εισιτήρια επιστροφής. Τότε – θαύμα! – ένα ταξί σταμάτησε: «Χονγκ Κονγκ» είπαμε, προσπαθώντας αγχωμένοι να περιγράψουμε με παντομίμα το λιμάνι. Ο οδηγός ξεκίνησε εντελώς ασυγκίνητος από την αγωνία μας, έστριψε στον πρώτο δρόμο και μας κατέβασε μπροστά στη σκάλα του πλοίου μας, έπειτα από μια κούρσα το πολύ ενός λεπτού. Ναι, τόση ώρα στεκόμασταν δίπλα στο λιμάνι.
Εκείνο το σούρουπο πάντως η επιστροφή μας δεν ήταν διασκεδαστική. Κάθιδροι και ταλαιπωρημένοι, καθισμένοι δίπλα σε Κινέζους που έτρωγαν δύσοσμα φαγητά και συζητούσαν φωναχτά, με τη θάλασσα ταραγμένη και το ταχύπλοο να κάνει περίεργα πηδηματάκια, δεν βλέπαμε τη στιγμή να βρεθούμε στο ξενοδοχείο μας. Ξαφνικά, κοιτώντας έξω από το παράθυρο, παρατήρησα κάτι ροζ, έντονα ροζ. Ηταν δύο δελφίνια. Το βράδυ έψαξα στο Internet και επιβεβαίωσα πως δεν έβλεπα οράματα ζαλισμένος από τις μυρωδιές του Μακάο. Τα ροζ δελφίνια υπάρχουν, θεωρούνται είδος υπό εξαφάνιση, και είναι, λέει, εξαιρετικά σπάνιο να τα συναντήσεις. Επειτα από αυτό, μπορώ να νιώθω πιο προνομιούχος από εκείνους που σήμερα χρησιμοποιούν την ολοκαίνουργια γέφυρα.
Post it!
Πού να μείνετε
Για να αποφύγετε ταλαιπωρίες, επιλέξτε ένα ξενοδοχείο όσο γίνεται πιο κεντρικά. Τα Sheraton Grand Macaο Hotel – Cotai Central, New Orient Landmark Hotel και Crowne Plaza Macau είναι τρεις καλές λύσεις. Οι τιμές για ένα δωμάτιο για δύο άτομα με πρωινό (σε ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων) ξεκινούν από τα 140 ευρώ.
Πού να φάτε
Απειρα τα εστιατόρια, από τα πολύ φθηνά (θα βρείτε και εξαιρετικό street food) έως τα ακριβά. Το βραβευμένο με αστέρι Michelin «Lai Heen» (στον 51ο όροφο του Ritz-Carlton Macau) θεωρείται από τα καλύτερα, φημίζεται για το σέρβις του και σερβίρει «πειραγμένα» πιάτα της τοπικής και της ευρωπαϊκής κουζίνας. Υπάρχει dress code και δεν επιτρέπονται παιδιά κάτω των 7 ετών.
Γέφυρα των ρεκόρ
Η γέφυρα που ενώνει το Χονγκ Κονγκ με το Τζουχάι και το Μακάο είναι η μακρύτερη θαλάσσια γέφυρα του κόσμου, μήκους 55 χιλιομέτρων. Χρειάστηκε εννέα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Το κόστος της έφθασε, σύμφωνα με δημοσιεύματα, τα 20 δισ. δολάρια. Η ποσότητα του χάλυβα που χρησιμοποιήθηκε είναι αρκετή για την ανέγερση 60 πύργων του Αϊφελ, ενώ το τσιμέντο της θα ήταν αρκετό για την οικοδόμηση 22 ουρανοξυστών Κράισλερ. Η γέφυρα μπορεί να αντέξει σεισμούς μεγέθους 8 βαθμών και τους πιο ισχυρούς τυφώνες. Εγκαινιάστηκε και ετέθη σε κυκλοφορία τον περασμένο Οκτώβριο.