Δεν θυµάµαι ταινία που τα τελευταία χρόνια να µας έχει διχάσει τόσο. Τα κατάφερε το «Don’t Look Up» του Netflix, µια κωµωδία επιστηµονικής φαντασίας (µετά πολιτικού σχολίου) µε πρωταγωνιστές τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο, την Τζένιφερ Λόρενς, τη Μέριλ Στριπ και την Κέιτ Μπλάνσετ. Θέµα της, η επικείµενη καταστροφή της Γης από έναν κοµήτη και (κυρίως) η αδυναµία των ανεπαρκών, διεφθαρµένων, ακαλλιέργητων, δεισιδαιµόνων κ.λπ. (προσθέστε όποιο επίθετο µε αρνητική χροιά θέλετε και θα είστε µέσα) κατοίκων της (των κυβερνώντων και όχι µόνο) να κατανοήσουν τον κίνδυνο και να αντιδράσουν µε τον (πιο) σωστό τρόπο. Αυτά για να βάλω στο νόηµα όσους δεν έχουν παρακολουθήσει ακόµα την ταινία. Οι οποίοι, αν κρίνω από τις διαδικτυακές αναρτήσεις, είναι ελαχιστότατοι. Οι περισσότεροι είδαµε το «Don’t Look Up» και βγήκαµε σε Facebook και Twitter για να καταθέσουµε την κριτική µας: Η συντριπτική πλειονότητα κάνοντας λόγο για µια µεγάλη πατάτα, οι υπόλοιποι για ένα διαµαντάκι. Μου έχει κάνει εντύπωση πόσο απόλυτες είναι και οι δύο πλευρές στα συµπεράσµατά τους. Ή τεράστια απογοήτευση ή ενθουσιασµός. Κάτι ενδιάµεσο; Γιατί, ως γνωστόν, συχνά η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη µέση. Για να καταθέσω λοιπόν και τη δική µου άποψη, δεν θεωρώ την ταινία ούτε για πέταµα ούτε για δέκα Οσκαρ. Βρήκα έξυπνη την ιδέα, άνιση όµως την ανάπτυξή της, µε σκηνές που µε συγκίνησαν, µε έκαναν να γελάσω, αλλά και να εκνευριστώ µε διάφορες αφέλειες, υπερβολές και χοντράδες. Δεν µου άρεσε η Μέριλ Στριπ (που για άλλη µία φορά σπαταλάει τα ταλέντα της σε µια καρικατουρίστικη και επιφανειακή απεικόνιση του ρόλου της), µου άρεσαν η Λόρενς και ο Ντι Κάπριο. Κυρίως µου άρεσε το φινάλε (spoiler alert): Η τρυφερή (σπαρακτική) απαντοχή, η συνειδητή (αλλά όχι ατρόµητη) ηρεµία και η σοφία µε την οποία παραδίνονται στον θάνατο, στο οµιχλώδες και τροµακτικό επέκεινα, οι άνθρωποι µε αληθινές ποιότητες και ευαισθησίες. Ετσι διάβασα εγώ το κεντρικό νόηµα. Με όποιον διαφωνεί µπορούµε να το συζητήσουµε. Να συζητήσουµε τα θετικά και τα αρνητικά µιας ταινίας που όπως όλες οι ταινίες έχει τις αρετές και τις αδυναµίες της. Επειτα µπορούµε να συζητήσουµε για τις «Παράλληλες µητέρες» του Αλµοδόβαρ που µε απογοήτευσαν βαθύτατα ή για την «Εξουσία του σκύλου» της Τζέιν Κάµπιον που µε έκανε να ευγνωµονώ το forward του τηλεκοντρόλ, το οποίο µου επιτρέπει να παρακολουθώ µια βαρετή ταινία µε τον ρυθµό που θέλω εγώ και όχι µε τον βασανιστικό ρυθµό που έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης («τεχνική» που κάνει έξαλλους τους παραδοσιακούς σινεφίλ). Την εποχή του εγκλεισµού, της αποµόνωσης και του φόβου, ευτυχώς που υπάρχουν οι ταινίες και τα σίριαλ που (µας αρέσουν, δεν µας αρέσουν) γεµίζουν τις ώρες µας και µας σπρώχνουν να επικοινωνήσουµε, έστω διά των αναρτήσεων, των διαφωνιών και των «καβγάδων» µας στα µέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι αν η τέχνη (η βιοµηχανία της ψυχαγωγίας µε τις διάφορες ποιότητες των προϊόντων της) δεν µπορεί να σώσει τον κόσµο, µπορεί να τον κάνει πιο όµορφο, πιο ενδιαφέροντα, πιο ανάλαφρο. Συνεχίστε τώρα να τσακώνεστε για το «Don’t Look Up».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω