Λέγεται εκτενώς τα τελευταία χρόνια και ελπίζουμε ότι η περιρρέουσα, δυσοίωνη ατμόσφαιρα οπισθοδρόμησης δεν θα αλλάξει τον παρόντα ρου: η αναθεώρηση της ανδροκρατούμενης ιστορίας της τέχνης έχει αναδείξει σπουδαίες γυναίκες δημιουργούς που είχαν μείνει στην αφάνεια ή στη σκιά των ανδρών συναδέλφων τους, ενώ το έργο τους είχε αποσιωπηθεί ή δεν είχε την ευρεία αναγνώριση που του αναλογούσε.

Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει η Λεονόρ Φινί (1907-1996), μια επαναστατική μορφή της σύγχρονης τέχνης, η οποία ήρθε δυναμικά στο προσκήνιο χάρη στη μαζική αποκατάσταση τέτοιων αδικιών από την Τσετσίλια Αλεμάνι, την καλλιτεχνική διευθύντρια της Μπιενάλε Βενετίας το 2022, και της συναρπαστικής κεντρικής έκθεσής της, «Το γάλα των ονείρων».

Οι πίνακες της Φινί, γεμάτοι αλληγορίες, σφίγγες, μυθικά πλάσματα και ανδρόγυνες μορφές, αναδεικνύουν τη βαθιά επιρροή της ψυχανάλυσης του Φρόιντ και την επιθυμία της να διερευνήσει την ταυτότητα, τη σεξουαλικότητα και την εξουσία. Αν και δεν εντάχθηκε ποτέ επίσημα στο σουρεαλιστικό κίνημα, η Φινί ανέπτυξε μια ιδιαίτερη εικαστική γλώσσα που συνδύαζε τον κλασικισμό με το όνειρο και το φανταστικό.

Σε αυτή τη φάση, η Φινί τιμάται με μια μεγάλη αναδρομική έκθεση, τιτλοφορούμενη «Io sono Leonor Fini» (έως τις 22/6) στο Palazzo Reale του Μιλάνου. Σχεδόν έναν αιώνα μετά την πρώτη της ατομική έκθεση στην γκαλερί Barbaroux στο Μιλάνο το 1929, η γεννημένη στην Αργεντινή αλλά μεγαλωμένη στην Ιταλία Φινί επιστρέφει στην ίδια πόλη, αυτή τη φορά ως κεντρική φιγούρα ενός μεγάλου εικαστικού αφιερώματος που αναδεικνύει τη δημιουργική μεγαλοφυΐα της.

Ενας φόρος τιμής σε μια συναρπαστική καλλιτέχνιδα, η οποία ξεχώρισε για τη μοναδική της προσέγγιση στη ζωγραφική και στη θεατρική τέχνη, ένα πλήρες αφιέρωμα που αποκαλύπτει τον πολύπλοκο και ασυμβίβαστο κόσμο της. Περιλαμβάνει περισσότερα από 100 έργα – ανάμεσά τους 70 πίνακες, σχέδια, φωτογραφίες, κοστούμια, βιβλία και βίντεο – με αποτέλεσμα να προσφέρει μια εις βάθος εξερεύνηση του έργου και της προσωπικότητάς της, καθώς εξετάζει τις καλλιτεχνικές και φιλοσοφικές επιρροές της, τη σχέση της με την κουλτούρα της Κεντρικής Ευρώπης, με τον σουρεαλισμό και την ψυχανάλυση.

«Γυναίκα καθισμένη πάνω σε γυμνό άντρα» (1942). Photo Leonor Fini Estate.

Η καλλιτεχνική της πορεία, που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1930 έως τα τέλη του 20ού αιώνα, συνίσταται σε έναν εικαστικό κόσμο γεμάτο όνειρο και φαντασία, που την έκανε να ξεχωρίζει ακόμα και ανάμεσα στους υπερρεαλιστές. Η έκθεση διοργανώνεται από τον Δήμο του Μιλάνου σε συνεργασία με το Palazzo Reale και την πολιτιστική πλατφόρμα MondoMostre, με την υποστήριξη του κληροδοτήματος της Λεονόρ Φινί και έχει την επιμέλεια των Τέρε Αρκ και Κάρλος Μαρτίν.

Ενα έργο πιο επίκαιρο από ποτέ

Η θεματολογία που αναδύεται μέσα από τα έργα της Φινί αποκαλύπτει έναν κόσμο γεμάτο αναζητήσεις γύρω από την ταυτότητα και το φύλο, την εξουσία και το μυστήριο, καθώς και το όνειρο και το ασυνείδητο. Εμπνευσμένη από τις θεωρίες του Φρόιντ, η Φινί αποτύπωσε το υποσυνείδητο και τις μύχιες επιθυμίες μέσα από φαντασιακά τοπία και σκηνές που αψηφούν τη λογική. Αμφισβήτησε επίσης τα στερεότυπα της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας, παρουσιάζοντας γυναικείες μορφές γεμάτες ισχύ, ανδρόγυνα πρόσωπα και πλάσματα που βρίσκονται σε διαρκή μετάβαση.

Υβριδικά όντα σε θεατρικές ατμόσφαιρες με καλλιτεχνικές επιρροές από την Αναγέννηση, τους Προραφαηλίτες, τον Συμβολισμό, τον Ιμπρεσιονισμό και τον Σουρεαλισμό συνθέτουν έναν κόσμο όπου η τέχνη συναντά το φανταστικό και το ονειρικό. Οι ηρωίδες της διαθέτουν συχνά την αινιγματική παρουσία μιας Σφίγγας, συμβόλου γνώσης, μυστικότητας και γυναικείας αυτονομίας. Η πολυμορφία του καλλιτεχνικού της ύφους είναι ένα ακόμα στοιχείο που εντυπωσιάζει στην έκθεση. Αλλοτε το σχέδιό της είναι λεπτομερές και ακριβές, άλλοτε αιθέριο και υπαινικτικό, σαν να θέλει να μεταβάλει την εστίαση του θεατή και να τον κατευθύνει σε πολλαπλές ερμηνείες.

Η Φινί ήταν ιδιαίτερα πολυσχιδής, η καλλιτεχνική της πρακτική δεν περιοριζόταν απλώς σε μία μορφή έκφρασης, αλλά ήταν μια πράξη πολιτικής και προσωπικής ελευθερίας, μια διαρκής διεκδίκηση του δικαιώματος στην πολυπλοκότητα, την αντίφαση και την ανεξαρτησία. Εκτός από τη ζωγραφική, η δημιουργική της πορεία εκτεινόταν σε διάφορες μορφές τέχνης, καθώς ήταν επίσης συγγραφέας, σκηνογράφος και ενδυματολόγος για το θέατρο και τον κινηματογράφο καθώς επίσης και εικονογράφος, αντλώντας έμπνευση από τη λογοτεχνία, την ψυχολογία και τον εσωτερισμό.

Εργάστηκε και για τη σχεδιάστρια μόδας Ελσα Σκιαπαρέλι στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1940, σχεδιάζοντας το μπουκάλι για το διάσημο άρωμα Shocking, εμπνευσμένο από τις καμπύλες του σώματος της Μέι Γουέστ. Η Φινί δημιούργησε κοστούμια για την Οπερα του Παρισιού, το μπαλέτο του Ζορζ Μπαλανσίν «Le Palais de Cristal» (που αργότερα ονομάστηκε «Symphony in C» το 1947) για τη Μαρία Κάλλας σε παραστάσεις της στη Σκάλα του Μιλάνου, καθώς και για περισσότερες από 70 παραγωγές σε θέατρα του Παρισιού μεταξύ 1946 και 1969. Επιπλέον, σχεδίασε και δημιούργησε κοστούμια για ταινίες όπως το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Ρενάτο Καστελάνι (1954) και το «A Walk with Love and Death» του Τζον Χιούστον (1969). Η σπάνια χάρη της έφτασε μέχρι και τις ταινίες του Φελίνι.

Καπέλο για το «8½» του Φελίνι (1963). Photo Leonor Fini Estate

Η φελινική Φινί

Η σχέση μεταξύ της Λεονόρ Φινί και του Φεντερίκο Φελίνι είναι γνωστή και έχει πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές. Η γνωριμία τους χρονολογείται στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Φινί ζούσε στη Ρώμη και συμμετείχε στην πολιτιστική ζωή της πόλης. Το 1963 δημιούργησε τα κοστούμια για μία σκηνή στην ταινία «8½» του Φελίνι, χωρίς όμως να αναφέρεται στα credits. Ενα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αφορά το φιλμ «Casanova» (1976). Αφού έκοψε κάποια αποσπάσματα της ταινίας κατά τη διάρκεια του μοντάζ, ο μεγάλος μετρ τα έστειλε στη Φινί ως δώρο. Ωστόσο, μια σημαντική λεπτομέρεια που είχε παραβλεφθεί από τους περισσότερους αφορά την ταινία «Dolce Vita» (1960). Στην αρχική εκδοχή του σεναρίου ο Φελίνι και οι συνεργάτες του είχαν δημιουργήσει έναν χαρακτήρα, την Ντολόρες, μια συγγραφέα που συμβουλεύει τον πρωταγωνιστή Μαρτσέλο για το ταλέντο του. Η Ντολόρες ήταν εμπνευσμένη από τη Λεονόρ Φινί και η αρχική πρόθεση ήταν να την ερμηνεύσει η ηθοποιός Λουίζ Ράινερ, κάτι που όμως δεν συνέβη τελικά.

Mια αντισυμβατική ζωή

Η Λεονόρ Φινί γεννήθηκε στο Μπουένος Αϊρες από ιταλούς γονείς και σε μικρή ηλικία μετακόμισε στην Τεργέστη, στη Βόρεια Ιταλία, όπου η μητέρα της διέφυγε από τον καταπιεστικό πατέρα της, μόλις δεκαοκτώ μήνες μετά τη γέννηση της κόρης της. Μετά από μια απόπειρα απαγωγής που ενορχηστρώθηκε από τον πατέρα της, η Φινί άρχισε να ντύνεται ως αγόρι δημόσια, αναπτύσσοντας μια διαρκή εμμονή με τη μάσκα και μια ατμόσφαιρα μυστηρίου που αργότερα θα γινόταν χαρακτηριστικό της καλλιτεχνικής της πρακτικής.

«Αυτοπροσωπογραφία με κόκκινο καπέλο» (1968).

Στα εφηβικά της χρόνια, η Φινί υπέφερε από μια οφθαλμολογική ασθένεια εξαιτίας της οποίας έπρεπε να έχει δεμένα τα μάτια για δύο μήνες – να η αφετηρία ενός καλλιτεχνικού λεξιλογίου εμπνευσμένου από τα όνειρα, τη φαντασία και την ανθρώπινη ψυχή. Χωρίς επίσημη ακαδημαϊκή εκπαίδευση, η Φινί άρχισε να εκθέτει σε ομαδικές εκθέσεις στην Τεργέστη και στο Μιλάνο, όπου ανακάλυψε τους ιταλούς μανιεριστές. Εκείνη την περίοδο άρχισε να λαμβάνει παραγγελίες για πορτρέτα, ένα είδος τέχνης για το οποίο αργότερα έγινε διάσημη, με έργα που απεικονίζουν καλλιτέχνες, συγγραφείς και δημόσια πρόσωπα όπως η Λεονόρα Κάρινγκτον, η Λαίδη Ντιαϊάνα Κούπερ, ο Ζαν Ζενέ και ο Αντρέ-Πιερ ντε Μαντιάργκ, μεταξύ άλλων.

Τη δεκαετία του 1930 μετακόμισε στο Παρίσι έπειτα από παρότρυνση του Τζιόρτζιο ντε Κίρικο. Παρά τη σχέση της με το σουρεαλιστικό κίνημα, δεν δέχθηκε ποτέ να γίνει επισήμως μέλος του, επιλέγοντας να αποστασιοποιηθεί από την ανδροκρατούμενη δομή του. Οι γυναίκες που απεικονίζει στα έργα της είναι πάντα ισχυρές και κυρίαρχες, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές, παθητικές απεικονίσεις που παρουσίαζαν άλλοι σουρεαλιστές καλλιτέχνες.

Αυτή η στάση της δεν την εμπόδισε από το να συναναστρέφεται προσωπικότητες όπως ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, ο Τζόζεφ Κορνέλ, ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο Μαξ Ερνστ, ο Μαν Ρέι και η Μέρετ Οπενχάιμ, μεταξύ άλλων. Απεβίωσε στο Παρίσι το 1996, αφήνοντας πίσω της ένα έργο που θεωρείται σήμερα καθοριστικό για την ιστορία της μοντέρνας τέχνης. Η δε ζωή της, το πώς αμφισβήτησε τις καθιερωμένες αντιλήψεις γύρω από την οικογένεια, τη θηλυκότητα και τη σεξουαλικότητα, επιλέγοντας να ακολουθήσει τις δικές της αξίες και να ζήσει με έναν αυθεντικό και ανεξάρτητο τρόπο, την καθιστούν ακόμα και σήμερα πρότυπο δυναμισμού και χειραφέτησης.

Μια κρυφή γιορτή

Μια άλλη αξιοσημείωτη πτυχή της έκθεσης στο Μιλάνο είναι ότι φιλοξενείται στη Sala delle Cariatidi, μια αίθουσα του Palazzo Reale με ιστορική σημασία, καθώς είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από τις αεροπορικές επιδρομές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τις ανάγκες της έκθεσης ο χώρος έχει μεταμορφωθεί ώστε να αντανακλά το μυσταγωγικό σύμπαν της καλλιτέχνιδας. Είναι ενδιαφέρον δε ότι συνοδεύθηκε πρόσφατα από το ιδιαίτερο δρώμενο με τίτλο «La Fête Secrète», εμπνευσμένο από το μυθικό πάρτι που είχε διοργανώσει η ίδια η Φινί το 1949 με τη συμμετοχή μεγάλων διανοουμένων και καλλιτεχνών της εποχής.

Ηταν μια θρυλική βραδιά που είχε πραγματοποιηθεί στο Παρίσι και είχε συγκεντρώσει προσωπικότητες όπως ο Ζαν Κοκτό και ο Ζορζ Μπατάιγ, σε ένα περιβάλλον που ισορροπούσε ανάμεσα στην αποκάλυψη και το μυστήριο. Στη σύγχρονη εκδοχή της, η «κρυφή γιορτή» αποτέλεσε ένα συλλογικό τελετουργικό και παράλληλα το άνοιγμα της Εβδομάδας Μόδας του Μιλάνου, αναδεικνύοντας τη σχέση της Φινί με τη μόδα, το θέατρο και την αυτοεικόνα της.

INFO

«Io sono Leonor Fini»: Palazzo Reale, Μιλάνο, έως τις 22 Ιουνίου.