Οταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, μαζί του γκρεμίστηκε και το ναζιστικό καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ. Ωστόσο, η ήττα του Αξονα δεν έφερε απαραίτητα και αέρα δημοκρατίας στον υπόλοιπο κόσμο, ειδικά στην απέναντι πλευρά του παγκόσμιου χάρτη, στο δυτικό ημισφαίριο. Το φαινόμενο εμφανίστηκε κυρίως στη Νότια και στην Κεντρική Αμερική, όπου – τι ειρωνεία! – είχαν βρει καταφύγιο πολλοί γερμανοί ναζιστές εγκληματίες πολέμου. Σε πολλές από αυτές τις χώρες «γεννήθηκαν» λοιπόν και απλώθηκαν σαν πλοκάμια χταποδιού σκληρές δικτατορίες που εκμεταλλεύτηκαν την ανέχεια των λαών. Δικτατορίες που άφησαν πίσω τους ποτάμια αίματος.
Η εξάπλωση αυτής της τερατωδίας στη Λατινική Αμερική έγινε μέσω ενός καλά οργανωμένου σχεδίου συνεργασίας και «αλληλοπροστασίας» των δικτατόρων, προκειμένου να υπάρχει μόνιμη επιτήρηση των πολιτών και μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών να καταστέλλονται οι όποιες προσπάθειες διαμαρτυρίας και ανατροπής των καθεστώτων. Μάλιστα αυτό το «δίκτυο», που έδρασε στα 70s και 80s, είχε και όνομα: «Επιχείρηση Κόνδωρ». Στο παρασκήνιο η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών των ΗΠΑ συνέβαλε στην ευόδωση των δραστηριοτήτων του παρέχοντας τα απαραίτητα, χρήμα και τεχνογνωσία. Το αποτέλεσμα ήταν δικτάτορες σε Βραζιλία, Περού, Παραγουάη, Ουρουγουάη, Χιλή, Αργεντινή να ανέλθουν και να παραμείνουν στην εξουσία καταπνίγοντας τις αντιδράσεις των αντιφρονούντων και προωθώντας τα αμερικανικά συμφέροντα στο εσωτερικό των χωρών τους. Ο κινηματογράφος δεν έμεινε αμέτοχος με αποτέλεσμα τη δημιουργία σπουδαίων ταινιών που ασχολήθηκαν με το θέμα.
Η τριλογία του Λαραΐν και η ματιά του Γαβρά
Αν είναι να μιλήσει κανείς για εγκλήματα σε περιόδους δικτατορικών καθεστώτων στη Λατινική Αμερική, δύο χώρες διατηρούν τα «πρωτεία»: η Χιλή και η Αργεντινή. Και διόλου τυχαία, οι δύο αυτές χώρες έχουν υπάρξει το φόντο δημοφιλέστατων ταινιών που εξιστορούν τις φρικαλεότητες κατά τη διάρκεια ολοκληρωτικών καθεστώτων. Χιλιανοί σκηνοθέτες, όπως ο σπουδαίος ντοκιμαντερίστας Πατρίσιο Γκουζμάν, έχουν κυριολεκτικά αφιερώσει όλη τους τη ζωή αφηγούμενοι ιστορίες από την περίοδο του Αουγκούστο Πινοτσέτ στην εξουσία – «Σαλβαδόρ Αλιέντε» (2004), «Η υπόθεση Πινοτσέτ» (2001), «Η μάχη της Χιλής» (1975-1979) κ.ά. -, ενώ από τη νέα γενιά σκηνοθετών ξεχωρίζει ο Πάμπλο Λαραΐν χάρη στην τριλογία του «Τόνι Μανέρο» (2008), «Post Mortem» (2010) και «No» (2012) – το τελευταίο προτάθηκε για το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Ολη η τριλογία αφορά ιστορίες από τη Χιλή της τρομοκρατίας του Πινοτσέτ και το «Post Mortem», ίσως η καλύτερη των τριών, αναφέρεται στην αποφράδα ημέρα της ανατροπής και του θανάτου του Σαλβαδόρ Αλιέντε στη Χιλή. Βέβαια, πολλά χρόνια πριν από το «Post Mortem» η γαλλοβουλγαρική συμπαραγωγή «Βρέχει στο Σαντιάγο» (Il pleut sur Santiago, 1975), στην οποία πρωταγωνιστεί ο Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, επίσης αναπαριστά τα αιματηρά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973 με την αρπαγή της εξουσίας από τον Πινοτσέτ (να σημειωθεί ότι τοποθεσίες της Βουλγαρίας αντικατέστησαν εκείνες της Χιλής όπου δεν μπορούσαν να γίνουν εκεί γυρίσματα). Συγχρόνως ο σκηνοθέτης Χέλβιο Σότο ερευνά το κρίσιμο παρασκήνιο από την εποχή της εκλογής του Αλιέντε ως προέδρου μέχρι την ημέρα του θανάτου του.
Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δρώμενα στη Χιλή, «Ο αγνοούμενος» (Missing, 1982) του Κώστα Γαβρά παραμένει στην κορυφή των αναγνωρίσιμων τίτλων, παρότι στην ταινία η χώρα δεν κατονομάζεται ποτέ. Η ιστορία διαδραματίζεται το 1973, όταν ένας αμερικανός επιχειρηματίας (Τζακ Λέμον) αναγκάζεται να ταξιδέψει στην υπό δικτατορικό καθεστώς χώρα της Λατινικής Αμερικής όπου έχει εξαφανιστεί ο γιος του (Τζον Σι), αριστερός συγγραφέας και κινηματογραφιστής που ζούσε εκεί με τη γυναίκα του (Σίσι Σπέισεκ). Ο πατέρας, ένας παραδοσιακός αμερικανός πατριώτης που πιστεύει στη σωστή λειτουργία του συστήματος, πασχίζει να βρει άκρη μέσω της αμερικανικής πρεσβείας, όμως όταν οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό, συνεχίζει ο ίδιος τις έρευνες με μόνη σύμμαχο τη νύφη του. Πέρα για πέρα συγκλονιστικό, άμεσο και τελικά λυπηρό (ακριβώς λόγω της ειλικρίνειάς του), αυτό το φιλμ-καταγγελία μιλάει ξεκάθαρα για τη σκοτεινή εμπλοκή της Αμερικής στα εσωτερικά ξένων χωρών και είναι βασισμένο στο βιβλίο του δικηγόρου και συγγραφέα Τόμας Χάουζερ (ο οποίος με τη σειρά του είχε βασιστεί σε αληθινά περιστατικά). Μαζί με το «Ζ» (1969) είναι η πιο γνωστή και πολυβραβευμένη ταινία του έλληνα σκηνοθέτη: μοιράστηκε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με τον «Δρόμο» του Γιλμάζ Γκιουνέι, προτάθηκε για τέσσερα Οσκαρ και απέσπασε εκείνο του διασκευασμένου σεναρίου (το κέρδισαν ο Γαβράς και ο Ντόναλντ Ε. Στιούαρτ).
Ταινία καταγγελίας είναι και μια άλλη δουλειά του ίδιου σκηνοθέτη, η «Κατάσταση πολιορκίας» (État de siège, 1972): Στην Ουρουγουάη ένας αμερικανός αξιωματούχος συλλαμβάνεται από αριστερούς αντάρτες και κρατείται όμηρός τους. Οι τελευταίοι απαιτούν ως αντάλλαγμα την απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Ομως η κυβέρνηση της χώρας αρνείται. Οι Αμερικανοί θεώρησαν την ταινία «αντιαμερικανική», ενώ ο Γαβράς υποστήριξε ότι είναι «αντικυβερνητική». Συγχρόνως οι αριστεροί κατέκριναν τον Γαβρά επειδή χρησιμοποίησε τη «μάσκα» ενός γοητευτικού άνδρα, του Ιβ Μοντάν, για να ωραιοποιήσει τον ρόλο του! Ολα αυτά όμως ελάχιστη σημασία έχουν πλέον, καθώς η ταινία κέρδισε μια θέση στις πιο κομβικές της καριέρας του σκηνοθέτη, ο οποίος διέπρεψε στο είδος του πολιτικού κινηματογράφου.
To 1973, στη γειτονική χώρα της Χιλής, την Αργεντινή, ο σκηνοθέτης Χόρχε Σεντρόν γύρισε την ταινία «Operación massacre», της οποίας η ιστορία τοποθετείται στο 1956, τη χρονιά αποτυχίας μιας στρατιωτικής και λαϊκής εξέγερσης ενάντια στην αυτόκλητη Επαναστατική Απελευθέρωση που το 1955 ανέτρεψε πραξικοπηματικά τον Χουάν Περόν. Στην πόλη Χοσέ Λεόν Σουάρες της Αργεντινής εκτελέστηκαν αρκετοί ως ύποπτοι για συμμετοχή στην εξέγερση. Επτά άνθρωποι θα επιζήσουν και o ένας θα αφηγηθεί την ιστορία. Τρία χρόνια ύστερα από αυτή την ταινία ο δικτάτορας Χόρχε Ραφαέλ Βιντέλα ανέβηκε στην εξουσία και η Αργεντινή μετατράπηκε σε χώρα φρικτών εγκλημάτων που πέρασαν αργότερα στο σινεμά τεκμηρίωσης αλλά και μυθοπλασίας. Η ταινία του Ισραέλ Αντριάν Καετάνο «Το χρονικό μιας απόδρασης» (Crónica de una fuga, 2006), για παράδειγμα, καταγράφει τα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονταν οι αντιφρονούντες στα μπουντρούμια την ώρα που η Αργεντινή προετοιμαζόταν για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου του 1978, του οποίου ήταν διοργανώτρια χώρα.
H βραβευμένη με Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας «Επίσημη ιστορία» (La historia oficial, 1985) του Λουίς Πουένσο είναι ίσως το πιο γνωστό πολιτικό δράμα πάνω σε αυτό το θέμα. Η Νόρμα Αλεάντρο υποδύεται μια καθηγήτρια Ιστορίας σε σχολείο, της οποίας η ήσυχη, μεσοαστική ζωή θα ανατραπεί όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και ενώ η δικτατορία Βιντέλα τείνει να γίνει παρελθόν, συναντά μια παλιά φίλη της που είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα μετά τα βασανιστήρια που υπέστη από το καθεστώς. Εκείνη θα της αποκαλύψει ότι τα παιδιά των «αγνοούμενων» αντικαθεστωτικών αρπάζονταν κατά τη γέννηση από τους γονείς τους και πωλούνταν σε εύπορα ζευγάρια. Μια ταραγμένη Αλίσια αρχίζει αμέσως να αναρωτιέται για τη δική της υιοθετημένη κόρη, την πεντάχρονη Γκάμπι (Ανάλια Κάστρο), και για το τι αληθινά συνέβη με τους γονείς της.
Πέρυσι, όμως, μια νέα ταινία, και πάλι από την Αργεντινή, που πραγματεύεται το ίδιο θέμα, συζητήθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας και εν συνεχεία έφτασε μέχρι τα Οσκαρ, η «Αργεντινή, 1985» (Argentina, 1985) του Σαντιάγκο Μίτρε. Βασικό πρόσωπο της ιστορίας της ταινίας είναι ο δημόσιος κατήγορος Χούλιο Σεζάρ Στρασέρα, γνωστός και ως «Loco» (τρελός), τον οποίο υποδύεται ο θαυμάσιος – όπως πάντα – Ρικάρντο Νταρίν. Ο Στρασέρα και η ομάδα του, αποτελούμενη από νεαρά κυρίως παιδιά και έναν άπειρο αλλά αποφασιστικό βοηθό του οποίου η μητέρα στήριζε το καθεστώς, κατάφερε να πετύχει την καταδίκη του Βιντέλα και των συγκατηγορουμένων του σε μια περίοδο, το 1985, που ενώ η δικτατορία είχε αντικατασταθεί από τη δημοκρατία, οι ακραίες ιδεολογίες εξακολουθούσαν να υπάρχουν.
Νικαράγουα και Ελ Σαλβαδόρ
Ενα από τα στοιχεία που κάνουν την «Αποστολή στη Νικαράγουα» (Under Fire, 1983) του Ρότζερ Σπότισγουντ μια πραγματικά συναρπαστική ταινία είναι η ιδέα της «μεταμόρφωσης» ενός ουδέτερου καλλιτέχνη με κάμερα σε εμπλεκόμενο ακτιβιστή υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επίσης με κάμερα. Ο άνδρας αυτός είναι ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, ένας freelancer φωτογράφος ονόματι Ράσελ Πράις (Νικ Νόλτε), τον οποίο στην αρχή συναντάμε στο Τσαντ και στη συνέχεια (μετά τη θέση στο εξώφυλλο του περιοδικού «Time» που κέρδισε μια φωτογραφία που τράβηξε με κίνδυνο της ζωής του) στη Νικαράγουα. Ο δικτάτορας Σομόζα έχει μόλις φύγει από τη χώρα για το Μαϊάμι και το χάος που επικρατεί εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου δεν περιγράφεται. Λίγο αφότου ο Πράις βρεθεί εκεί δεν θα αργήσει να αντιληφθεί την τεράστια διαφορά μεταξύ της διεφθαρμένης, υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ δικτατορίας και των μαχόμενων αντάρτικων δυνάμεων που πολεμούν επί μια δεκαετία. Και θα πάρει θέση δίνοντας ζωή, με μια καλλιτεχνική φωτογραφία, στον ηγέτη των ανταρτών.
Δημοσιογράφος της παρόρμησης και του ενστίκτου, αδίστακτος, αλύγιστος, απρόσεκτος αλλά και κατά έναν περίεργο τρόπο ακέραιος, ο Αμερικανός Ρίτσαρντ Μπόιλ (1942-2016) στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αποφάσισε να επισκεφθεί το Ελ Σαλβαδόρ γνωρίζοντας ότι εκείνη την εποχή ήταν η πηγή με τα δημοσιογραφικά λαβράκια. Και είχε δίκιο. Την ιστορία του κατέγραψε στην ταινία με τίτλο «Σαλβαδόρ» (Salvador, 1986) ο Ολιβερ Στόουν δίνοντας στον Τζέιμς Γουντς τον ρόλο του Μπόιλ – ο ηθοποιός προτάθηκε για Οσκαρ. Το φιλμ καταγράφει με όλες τις αποκρουστικές λεπτομέρειες τα αιματηρά γεγονότα του εμφυλίου πολέμου έτσι όπως τα έζησε ο Μπόιλ: τη σφαγή των αθώων (ανάμεσα στους οποίους και τέσσερις αμερικανίδες ιεραπόστολοι), τη δολοφονία του αρχιεπισκόπου Οσκαρ Ρομέρο και την ανήθικη στάση των Αμερικανών που στήριξαν την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ εναντίον των επαναστατών. Στην ίδια ταινία ο Τζον Σάβατζ υποδύεται έναν φωτορεπόρτερ εμπνευσμένο από τον πραγματικό φωτορεπόρτερ του «Newsweek» Τζον Χόγκλαντ, ο οποίος σκοτώθηκε την ώρα του καθήκοντος στο Ελ Σαλβαδόρ.
Ο αρχιεπίσκοπος Ρομέρο έχει υπάρξει ο ίδιος θέμα σχετικής ταινίας, της «Romero» (1989), όπου τον υποδύθηκε ο σπουδαίος και πρόωρα χαμένος από την επάρατη νόσο κουβανός ηθοποιός Ραούλ Τζούλια (1940-1994). Ο δάκτυλος της Δύσης πάντως στα εσωτερικά των κρατών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής φαίνεται επίσης στην «Αβάνα» (Havana, 1990) του Σίντνεϊ Πόλακ, κάτι σαν την «Καζαμπλάνκα» (1942) αλλά σε latin φόντο, με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ – Λένα Ολιν, όπως και στον «Ράφτη του Παναμά» (The Τailor of Panama, 2001) του Τζον Μπούρμαν: στην Πόλη του Παναμά, ένας υστερόβουλος, φιλοχρήματος και ωραιοπαθής βρετανός κατάσκοπος (ο Πιρς Μπρόσναν, πολύ μακριά από τον Τζέιμς Μποντ) αναπτύσσει μια δαιδαλώδη σχέση με έναν δημοφιλή ράφτη της πόλης (Τζέφρι Ρας) που θα γίνει ο πληροφοριοδότης του. Η ταινία διαφέρει σε πολλά σημεία από το μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ στο οποίο στηρίχθηκε, αν και η ειρωνεία, το κυνικό χιούμορ και η απομυθοποίηση του κατασκόπου, στοιχεία που συναντάμε σε όλα τα μυθιστορήματα του Λε Καρέ, αλλά και στις ταινίες που βασίστηκαν σε αυτά, κάνουν και εδώ αισθητή την παρουσία τους.
Το άστρο τού Τσε
Από τότε που ο Αμερικανός Τέρενς Μάλικ, μετέπειτα διάσημος σκηνοθέτης ταινιών όπως οι «Badlands» (1973), «Ημέρες ευτυχίας» (1978), «Η λεπτή κόκκινη γραμμή» (1998) και «Το δέντρο της ζωής» (2010), βρισκόταν στην Κούβα ως ανταποκριτής του περιοδικού «The New Yorker», είχε την ιδέα μιας ταινίας για τον Τσε Γκεβάρα. Ο Μάλικ είχε ζήσει από πρώτο χέρι πολλά από τα ιστορικά γεγονότα της Κούβας του 20ού αιώνα, αλλά εν τέλει ήταν ο «μαθητής» του, ο Στίβεν Σόντερμπεργκ, εκείνος που θα σκηνοθετούσε, σε δύο μέρη, το 4,5 ωρών έπος με τίτλο «Τσε: Ο επαναστάτης» (Che, 2008). Το πρώτο μέρος αναφέρεται στην πρώτη επαναστατική περίοδο του Αργεντινού Γκεβάρα, με έμφαση στον ρόλο του κατά την επανάσταση της Κούβας μετά τη γνωριμία του με τον Φιντέλ Κάστρο στο Μεξικό, που αποτελούσε κοινό προορισμό εξόριστων Λατινοαμερικανών. Ο περίφημος λόγος του Τσε Γκεβάρα το 1964 κατά τη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, όπου διαμαρτυρήθηκε έντονα για την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, μιλώντας υπέρ του πυρηνικού αφοπλισμού, είναι η αφετηρία της δεύτερης ταινίας, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της τοποθετείται στη Βολιβία, όπου ο Τσε κλήθηκε να οργανώσει ένα επαναστατικό κίνημα παρόμοιο με της Κούβας, αλλά δεν πρόλαβε γιατί εν τέλει συνελήφθη και εκτελέστηκε. Ο πορτορικανός ηθοποιός Μπενίσιο ντελ Τόρο απέσπασε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών για την ενσάρκωση του Τσε, ενώ τον ίδιο ρόλο, αλλά σε πολύ νεαρότερη ηλικία, κράτησε και ο μεξικανός ηθοποιός Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ στα «Ημερολόγια μοτοσικλέτας» (Diarios de motocicleta, 2004) του Βραζιλιάνου Βάλτερ Σάλες, μια ταινία που έκανε μεγάλη αίσθηση παντού – και στη χώρα μας.