Οταν ξεκίνησα να πηγαίνω χωρίς γονείς στον κινηµατογράφο – στις πρώτες τάξεις του Γυµνασίου – είχα αγοράσει µία δίτοµη έκδοση µε κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη, η οποία είχε γίνει το Ευαγγέλιό µου. Με την ίδια ευλάβεια διάβαζα και τα σχόλιά του που δηµοσιεύονταν στον Τύπο. Κατά κάποιον τρόπο έµαθα να παρακολουθώ σινεµά από τα άρθρα του Ραφαηλίδη και από τις κριτικές παρουσιάσεις του Γιάννη Μπακογιαννόπουλου, ο οποίος προλόγιζε τις ταινίες της (τηλεοπτικής) «Κινηµατογραφικής Λέσχης». Συνέχισα να βλέπω ταινίες διαβάζοντας πάντα στις εφηµερίδες που τότε αγόραζα µανιωδώς τα κείµενα των κριτικών κινηµατογράφου, µε πολλούς εκ των οποίων βρέθηκα στη συνέχεια στο ίδιο δηµοσιογραφικό γραφείο. Είτε συµφωνούσα είτε διαφωνούσα µαζί τους, είτε τους είχα σε µεγάλη εκτίµηση είτε δεν µε είχαν πείσει για την πνευµατικότητα της προσέγγισής τους και για την καθαρότητα της µατιάς τους, άκουγα την άποψή τους θεωρώντας πως επειδή είχαν ασχοληθεί περισσότερο από εµένα µε τον κινηµατογράφο, πάντα είχαν κάτι να µου δώσουν: Υλικό για σκέψη, µια νέα γνώση, το ερέθισµα για να ψάξω ή για να δω µια ταινία ή µια σκηνή µε άλλο µάτι… Η αλήθεια είναι πως εκείνη την εποχή τους κριτικούς (κινηµατογράφου, θεάτρου, µουσικής κ.λπ.) τους είχαµε ψηλά, όχι απαραιτήτως επειδή ήταν πιο καταρτισµένοι από τους σηµερινούς (κάποιοι ήταν, κάποιοι όχι), αλλά επειδή αντιµετωπίζαµε µε πιο µεγάλο σεβασµό όσους ασχολούνταν µε τα γράµµατα και τις τέχνες. Δεν θα ψάξω σήµερα να βρω πού πήγε αυτός ο σεβασµός και ποιος φταίει που έχει σε µεγάλο βαθµό χαθεί. Διαβάζοντας όµως τα σχόλια τα οποία γράφτηκαν για τρεις ταινίες που προβλήθηκαν τελευταίως, παρατήρησα για άλλη µία φορά την ευκολία µε την οποία βγαίνουµε µπροστά εκθέτοντας απόψεις που δεν σηκώνουν αµφισβήτηση. Στην περίπτωση του «Τζόκερ» και στις περιπτώσεις του «Πόνος και δόξα» του Αλµοδόβαρ και του «Ιρλανδού» του Σκορσέζε γίναµε (πάλι) όλοι κριτικοί. Δηµοσιεύοντας στα social media το µακρύ µας και το κοντό µας, αποθεώνοντας χωρίς µέτρο ή αποκαθηλώνοντας µε αδικαιολόγητη αυστηρότητα σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Και ξεχνώντας πως αν στους φίλους µας µπορούµε να εκφράσουµε και την πιο ανερµάτιστη, αφελή και βλακώδη γνώµη χωρίς να µας εκθέσουν παραέξω (γιατί µας αγαπούν µε τα προτερήµατά µας και µε τα ελαττώµατά µας ή γιατί είναι ίδιοι µε εµάς), όταν αυτό το κάνουµε δηµοσίως εκτιθέµεθα. Προφανώς καθένας µπορεί να έχει τη γνώµη του (και κρίνεται γι’ αυτήν), αλλά το να προσπαθούµε να ενδυθούµε τον ρόλο και του κριτικού κινηµατογράφου (εκτός από αυτόν του πολιτικού αναλυτή, του σεισµολόγου, του οικονοµολόγου, του γιατρού κ.λπ.) χωρίς απαραιτήτως να έχουµε τα φόντα ή τις γνώσεις που θα µας επέτρεπαν µία πιο συστηµατική ανάλυση (έχω υποπέσει και εγώ στο «αµάρτηµα»), περισσότερο επιβεβαιώνει µια αρρωστηµένη ανάγκη προβολής, αλλά και την ανεπάρκειά µας, παρά µας κολακεύει.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.