Χάρη στο επιτυχημένο ντοκιμαντέρ «Βασιλιάς Οτο» (2021), με θέμα τον Οτο Ρεχάγκελ και τον ποδοσφαιρικό θρίαμβο της Εθνικής Ελλάδος του 2004, μάθαμε πριν από μερικά χρόνια το όνομα του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Κρίστοφερ Αντρέ Μαρκς.
Τώρα μας επανασυστήνεται και ως διευθύνων σύμβουλος του νεοσύστατου Studio Galazio, ενός φορέα παραγωγής που εστιάζει στη δημιουργία και ανάπτυξη κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών με έντονο ελληνικό στοιχείο και στόχο τη διεθνή διανομή. Μάλιστα, πριν από λίγο καιρό, ο Μαρκς ανακοίνωσε την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της πρώτης του ταινίας, μιας κωμωδίας με τίτλο «Mykonos», η πλοκή της οποίας σχετίζεται με τις περιπέτειες μιας εκκεντρικής ομάδας ευγενών κλεφτών οι οποίοι ληστεύουν τους αλαζονικούς τουρίστες που καταστρέφουν το νησί τους, τη Μύκονο, όπως μάλλον μαντέψατε, κάθε καλοκαίρι.
Το καστ απαρτίζεται από διεθνείς και έλληνες ηθοποιούς, με πρωταγωνίστρια την ανερχόμενη Κλέλια Ανδριολάτου, και τους Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Αντριου Γεωργιάδη, Βίτο Σνάμπελ και Τζούλια Φοξ σε βασικούς ρόλους. Συμμετέχουν ακόμα οι: Πάνος Κορώνης («The Lost Daughter»), Μάκης Παπαδημητρίου («Suntan»), Γιώργος Πυρπασόπουλος, Μαρία Καβογιάννη, Αλαν Ασαντ («Black Mirror») και Χρήστος Πασσαλής («Κυνόδοντας»).
Για τη δημιουργία της ταινίας στη Μύκονο, το Studio Galazio συνεργάστηκε με την εταιρεία παραγωγής Improbable Media του Γιάννη Αντετοκούνμπο και την ελληνική Blonde S.A. («Tehran»). Ο Μαρκς πραγματοποιεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο όσον αφορά μυθοπλαστική ταινία μεγάλου μήκους σε ένα πρωτότυπο δικό του σενάριο και δηλώνει: «Είναι μεγάλη μου τιμή να συνεργάζομαι για την ταινία αυτή με ένα τόσο λαμπερό καστ, που αποτελείται από έλληνες και διεθνώς αναγνωρισμένους ταλαντούχους ηθοποιούς, αλλά και με ένα εξαιρετικό συνεργείο σπουδαίων επαγγελματιών του χώρου. Αυτό είναι το πρώτο μας μεγάλο εγχείρημα στην Ελλάδα και νιώθω ευγνώμων και απολύτως ευχαριστημένος για την ολοκλήρωση των γυρισμάτων».
Είχατε αυτή την ιδέα για ένα heist comedy film που διαδραματίζεται στη Μύκονο, έναν προορισμό γνωστό σε όλον τον κόσμο για τις παραλίες και τη νυχτερινή ζωή του. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας για το νησί τώρα που περάσατε αρκετό χρόνο εκεί;
«Νομίζω ότι η Μύκονος είναι, γενικώς, πολύ παρεξηγημένη. Εχει τη φήμη, ειδικά μεταξύ των ξένων, ενός ηδονιστικού προορισμού – οι πιο πολλοί νομίζουν πως πρόκειται για ένα μέρος όπου οι άνθρωποι ξεφεύγουν από την καθημερινότητά τους για λίγες ημέρες και επιδίδονται σε υπερβολές. Παρόλο που αυτή η διάσταση της Μυκόνου είναι υπαρκτή, εκείνο που με εντυπωσίασε προσωπικά ήταν η βαθιά σύνδεσή της με την παράδοση και η μοναδική της ταυτότητα ως κυκλαδίτικο νησί. Το μέρος αυτό είναι γεμάτο με εκκλησίες, τις οποίες πολλοί επισκέπτες παραβλέπουν, προτιμώντας τα beach clubs.
Ωστόσο, αυτές οι εκκλησίες αποτελούν μαρτυρίες της πλούσιας ιστορίας και της πολιτιστικής σημασίας της. Οι Μυκονιάτες ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι και μου φάνηκε συναρπαστική η συνύπαρξη μαζί τους. Τα αγαπημένα μου μέρη στο νησί είναι αυτά που βρίσκονται εκτός της πεπατημένης, όπως η παραλία Φωκός ή οι ταβέρνες Ρίζες και της Κικής. Αυτά τα μέρη αντανακλούν την ψυχή και το πνεύμα της Μυκόνου – την αυθεντική της ουσία – και οι άνθρωποι που τα διευθύνουν με ενέπνευσαν βαθιά. Είναι αφοσιωμένοι στη διατήρηση της ταυτότητάς της εν μέσω της εισροής διεθνών επισκεπτών που συχνά αδυνατούν να καταλάβουν τι είναι πραγματικά αυτό το νησί».
Ποιες ήταν οι προκλήσεις τού να γυρίσετε μια ταινία εκεί;
«Η κύρια πρόκληση ήταν ο χρόνος. Θέλαμε να φαίνεται στην ταινία ότι είναι καλοκαίρι, οπότε στρατηγικά κάναμε γυρίσματα ξεκινώντας από τα τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τον Νοέμβριο. Στην αρχή ήταν όντως σαν καλοκαίρι, αλλά μέχρι να φτάσουμε στο wrap είχε αρχίσει να κάνει κρύο. Τα γυρίσματα στη Χώρα είχαν και αυτά τις δυσκολίες τους. Ακόμη και στα μέσα Οκτωβρίου, υπήρχαν κρουαζιερόπλοια που έφερναν χιλιάδες τουρίστες. Μία μόνο ημέρα επισκέφθηκαν το νησί οκτώ κρουαζιερόπλοια, κάτι που έκανε πολύ δύσκολο τον έλεγχο του περιβάλλοντος. Ωστόσο, όταν μεταφερόμασταν σε πιο απομονωμένες τοποθεσίες, ήταν πιο εύκολο να διαχειριστούμε την κατάσταση. Η δημοφιλία και η ζωντάνια της Μυκόνου δημιουργούσαν προκλήσεις σε πρακτικά θέματα, αλλά η ομορφιά της το έκανε να αξίζει τον κόπο».
Οταν αρχίσατε να σκέπτεστε το καστ για αυτή την ταινία, γνωρίζατε ότι θα ήταν διεθνές; Είχατε συγκεκριμένους ηθοποιούς στο μυαλό σας όταν γράφατε το σενάριο;
«Ναι, σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να συνδυάσω έλληνες ηθοποιούς με διεθνή ταλέντα, ειδικά δεδομένων των δύο αντίθετων κόσμων που συνυπάρχουν στη Μύκονο. Υπάρχουν τόσοι εξαιρετικοί έλληνες καλλιτέχνες που δεν είναι τόσο γνωστοί στο εξωτερικό, και ήθελα να αναδείξω τα ταλέντα τους. Ορισμένους ρόλους τους έγραψα με συγκεκριμένα πρόσωπα στο μυαλό, όπως τον Μάκη Παπαδημητρίου, τον Πάνο Κορώνη, τη Μαρία Καβογιάννη, τον Γιώργο Πυρπασόπουλο και την Κλέλια, φυσικά.
Είναι μοναδικά ταλέντα και παρότι περιστασιακά εμφανίζονται σε διεθνείς παραγωγές, αυτό γίνεται συχνά σε μικρότερους ρόλους. Από την πλευρά των διεθνών ταλέντων, είχαμε εκπληκτικούς ηθοποιούς όπως ο Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, που οι έλληνες θεατές ήδη γνωρίζουν από τον «Παράδεισο στη Δύση», και η Τζούλια Φοξ. Ηταν συναρπαστικό να βλέπεις τη δυναμική μεταξύ των ελλήνων και των ξένων ηθοποιών. Εφεραν διαφορετικές προοπτικές αλλά δούλεψαν αρμονικά μαζί».
Ησασταν πολύ τυχερός που είχατε την πρώην σύντροφο του Κάνιε Γουέστ τη χρονιά που ολόκληρος ο πλανήτης τραγουδούσε το όνομά της στο «Brat» της Charli XCX…
«Πράγματι. Μετά από αυτό το πρότζεκτ είναι παντού, έγινε host στο «Saturday Night Live», χόρεψε το «360» στην Times Square και ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει σε σημαντικα φιλμ, όπως το επερχόμενο «Presence» του Στίβεν Σόντερμπεργκ τον Ιανουάριο και το «Him» του Τζόρνταν Πιλ. Είναι απίστευτα ταλαντούχα, μοναδική περσόνα και νιώθω ότι αυτή είναι η στιγμή της».
Μιλήστε μου για τη συνεργασία σας με την εταιρεία του Γιάννη Αντετοκούνμπο. Πώς προέκυψε αυτό;
«Είμαστε απίστευτα τυχεροί που συνεργαζόμαστε με τον Γιάννη. Πέρα από το ότι είναι ένας εξαιρετικός μπασκετμπολίστας, είναι μια εμπνευσμένη φιγούρα που εκπροσωπεί τις σωστές αξίες και την εργατικότητα. Η συνεργασία προέκυψε μέσω επαφών που είχα με παραγωγούς στη Νέα Υόρκη. Παρουσιάσαμε το πρότζεκτ και η ομάδα του Γιάννη ήταν υποστηρικτική».
Τι σας ενέπνευσε κατά τη δημιουργία αυτής της ταινίας;
«Εμπνεύστηκα από ορισμένες κλασικές κωμωδίες που είχαν στο επίκεντρό τους κάποια ληστεία. Το «Topkapi»του Ζυλ Ντασσέν, με τη Μελίνα Μερκούρη, αποτέλεσε μεγάλη επιρροή. Επίσης, οι ταινίες «Ocean’s Eleven», το «Rififi», επίσης του Ντασσέν, και το «Ο κλέψας του κλέψαντος» του Μάριο Μονιτσέλι. Αυτές οι ταινίες είναι καλοστημένες κομεντί, σατιρίζουν περνώντας παράλληλα και κάποια μηνύματα, κάτι που τις κάνει προσιτές και ενδιαφέρουσες. Ηθελα να αποτυπώσω αυτό το πνεύμα – μια «caper movie» με επίκεντρο την πλοκή, που να έχει δράση, να είναι διασκεδαστική αλλά και με νόημα».
Οσον αφορά τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο, φυσικά, ο Γιώργος Λάνθιμος είναι ο πιο γνωστός έλληνας σκηνοθέτης. Σας αρέσουν οι ταινίες του ή υπάρχουν άλλοι έλληνες σκηνοθέτες που θαυμάζετε;
«Ο Γιώργος Λάνθιμος είναι εξαιρετικά ταλαντούχος. Είτε κάποιος αγαπάει το ύφος του είτε όχι, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ικανότητά του. Και είναι φανταστικό που ένας έλληνας σκηνοθέτης αναγνωρίζεται διεθνώς. Προσωπικά, πάντα εμπνεόμουν από κλασικούς όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και ο Κώστας Γαβράς. Ακόμη και οι ελληνοαμερικανοί δημιουργοί, όπως ο Τζον Κασσαβέτης και ο Αλεξάντερ Πέιν, είχαν επιρροή στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τον κινηματογράφο. Ο Πέιν, για παράδειγμα, πάντα ενσωματώνει ελληνικές αναφορές στο έργο του – ακόμη και στην ταινία «Τα παιδιά του χειμώνα» το έβλεπε κανείς αυτό. Αυτοί οι σκηνοθέτες, παλαιοί και σύγχρονοι, έχουν διαμορφώσει την οπτική μου για την αφήγηση ιστοριών».
Κατά τη δημιουργία αυτής της ταινίας σκεπτόσασταν την πιθανότητα να παρουσιαστεί σε ψηφιακές πλατφόρμες όπως το Netflix; Περιλάβατε στοιχεία που θα μπορούσαν να προσελκύσουν διεθνές κοινό;
«Ναι, αλλά η κύρια εστίασή μου ήταν στο να πω την ιστορία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ηθελα η ταινία να αγγίξει τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές κοινό. Υπάρχουν στιγμές και χιουμοριστικές πινελιές που οι Ελληνες θα εκτιμήσουν ιδιαίτερα, αλλά η ιστορία είναι παγκόσμια. Προσπάθησα να μην την προσαρμόσω συγκεκριμένα για streaming ή κινηματογραφική προβολή, γιατί αυτό μπορεί να οδηγήσει σε συμβιβασμούς. Αντίθετα, επικεντρώθηκα στο να αφηγηθώ μια καλή ιστορία και να αφήσω τη στρατηγική διανομής να προκύψει φυσικά».
Εχετε ήδη κάποιο άλλο πρότζεκτ στο μυαλό σας για το μέλλον;
«Ναι, δουλεύουμε σε διάφορα πρότζεκτ. Ο στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε ταινίες εμπνευσμένες από την Ελλάδα και την ελληνική ταυτότητα. Δεν θα γυριστούν όλες εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα, αλλά οι περισσότερες θα εξερευνούν ελληνικά θέματα».
Πείτε μου για τη σχέση σας με την ελληνική σας ταυτότητα.
«Αυτή είναι μια πορεία εν εξελίξει. Η οικογένειά μου είναι από την Ελλάδα, οπότε πάντα είχα αυτή τη σύνδεση, αλλά το ότι ζω στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια έχει εμβαθύνει τον δεσμό μου με την ελληνική κουλτούρα. Υπάρχει μια ξεκάθαρη διαφορά μεταξύ των Ελλήνων της Ελλάδας και της διασποράς, που οι ξένοι δεν καταλαβαίνουν πάντα. Η ταυτότητά μου μοιάζει να εξελίσσεται, και βρίσκομαι κάπου ανάμεσα στους δύο κόσμους. Οταν είμαι στο εξωτερικό με βλέπουν ως Ελληνα, αλλά στην Ελλάδα συχνά με θεωρούν ξένο».
Ποιο θα λέγατε ότι είναι το πιο ελληνικό στοιχείο σας; Και τι σας ήταν δύσκολο να συνηθίσετε όταν αρχίσατε να περνάτε πιο πολύ καιρό εδώ;
«Θα έλεγα η περηφάνια μου. Οι Ελληνες φημίζονται για την περηφάνια τους – τόσο για τον πολιτισμό, την ιστορία και την ταυτότητά τους όσο και για άλλα πράγματα στη ζωή τους, και αυτό το αισθάνομαι βαθιά. Οσο για το τι μου φαίνεται περίεργο, είναι δύσκολο να το εντοπίσω τώρα που ζω τόσον καιρό στην Αθήνα, τα έχω συνηθίσει όλα. Αρχικά, ωστόσο, μου φαινόταν διασκεδαστικό το πώς τα ραντεβού συχνά είναι αόριστα, όπως «ας μιλήσουμε το πρωί της Πέμπτης για να δούμε πότε θα κανονίσουμε να βρεθούμε», αντί να ορίζεται μια συγκεκριμένη ώρα. Αλλά αυτό αντικατοπτρίζει την έμφαση στη ζωή στο παρόν, κάτι που έχω μάθει να εκτιμώ. Στο εξωτερικό, οι άνθρωποι συχνά ζουν στο μέλλον ή στο παρελθόν, αλλά οι Ελληνες αγκαλιάζουν το τώρα, τη στιγμή. Προφανώς υπάρχουν πολύτιμα μαθήματα να πάρει κανείς από κάθε φιλοσοφία ζωής».
Ποιες είναι μερικές τηλεοπτικές σειρές ή ταινίες που αγαπήσατε αυτή τη σεζόν;
«Μου άρεσε πολύ το «Anora». Είναι ενδιαφέρον να βλέπει κανείς πώς το Χόλιγουντ προσπαθεί να συνδυάζει τελευταία την εμπορική επιτυχία με την καλλιτεχνική αξία. Ταινίες όπως το «Oppenheimer»και το «Barbie»ξεκίνησαν μια συζήτηση για τη σύνδεση της ποιοτικής αφήγησης με την εμπορική απήχηση. Είμαι ενθουσιασμένος για αυτή τη στροφή, γιατί δείχνει ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι και εμπορικά επιτυχημένος και καλλιτεχνικά σημαντικός. Η ιδέα της γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ arthouse και mainstream ταινιών είναι κάτι που με ενθουσιάζει. Αυτό συνέβαινε και παλαιότερα, αλλά για αρκετά χρόνια υπήρξε ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εύπεπτων μπλοκμπάστερ και των ποιοτικών φεστιβαλικών φιλμ. Σπουδαίοι σκηνοθέτες όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν ηγούνται αυτής της αλλαγής, και είναι μια συναρπαστική εποχή για τον κινηματογράφο».