Αν και αρχικά σπούδασε Βιοχημεία, το πάθος του και η αγάπη του για την τέχνη τον οδήγησαν στο να αφοσιωθεί αποκλειστικά σε αυτή, τόσο μέσα από τη δουλειά του, κυρίως στην γκαλερί Serpentine στην καρδιά του Λονδίνου, όσο και με τις μεταπτυχιακές του σπουδές, σε επίπεδο διδακτορικού. Στην πορεία της καριέρας του, όμως, συνειδητοποίησε ότι αν και τα δύο πεδία μοιάζουν να είναι εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, ωστόσο αμφότερα τον βοήθησαν στην ανάπτυξη της δικής του άποψης για την τέχνη, η οποία δεν είναι αποκομμένη από τον άνθρωπο και τα σημαντικά ζητήματα της ζωής του, όπως είναι η κλιματική κρίση και η προστασία του περιβάλλοντος. Το διεπιστημονικό πρόγραμμα «Back to Earth» της Serpentine, στο οποίο είναι επιμελητής και δημιουργήθηκε με αφορμή τα 50 χρόνια λειτουργίας της γκαλερί, αφορά θέματα οικολογίας και τέχνης και ήταν το ιδανικό μέσο για τον ίδιο να ξεδιπλώσει τους προβληματισμούς, τις σκέψεις και τις γνώσεις του.
Μιλήστε µας για το «Back to Earth». Πώς δηµιουργήθηκε και πού αποσκοπεί;
«Είναι ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στο περιβάλλον και ειδικά στην κλιματική κρίση. Δεν λέω «κλιματική αλλαγή», γιατί είναι κρίση. Φτάσαμε σε αυτό όταν αρχίσαμε να σκεπτόμαστε στη Serpentine την επέτειο λειτουργίας των 50 χρόνων της γκαλερί, η οποία ήταν το 2020. Εχοντας πάντα ως νοοτροπία το να κοιτάμε μπροστά, δεν θέλαμε να κάνουμε αποτίμηση του έργου του οργανισμού, αλλά να ασχοληθούμε με το μέλλον. Ξεκίνησε συνεπώς μια συζήτηση για το πώς θα είναι τα επόμενα 50 χρόνια, το 2070 δηλαδή, και αυτό που περιγράφαμε ήταν μια εικόνα καταστροφής. Ενας πλανήτης στα γόνατα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να αφιερώσουμε το επετειακό μας πρόγραμμα στην κλιματική κρίση προσκαλώντας ανθρώπους από όλες τις καταβολές, όχι μόνο εικαστικούς, αλλά σκηνοθέτες, συγγραφείς, επιστήμονες κ.ά. – πραγματικά δεν υπήρχαν όρια στην πρόσκληση -, οι οποίοι όμως στη δουλειά τους ασχολούνται με το ζήτημα της κλιματικής κρίσης, και μαζί τους να δουλέψουμε διάφορα projects που είτε ήδη τα είχαν ξεκινήσει είτε ήταν καινούργιες αναθέσεις από εμάς, και όλα αυτά να ενταχθούν σε ένα πρόγραμμα το οποίο θα ξεφύγει προφανώς από τη χρονιά της επετείου και θα κρατήσει όσο κρατήσει. Και αυτό επειδή καταλάβαμε ότι για να δώσουμε μια πραγματικά ουσιαστική συμβολή στη δουλειά αυτών των ανθρώπων, δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα πρόγραμμα-πυροτέχνημα που θα γίνει για έναν χρόνο και μετά τέλος».
Το 2020 ήταν ταυτόχρονα και η χρονιά της πανδηµίας. Προφανώς αυτό θα δυσκόλεψε τα πράγµατα.
«Ναι, όπως όλοι, αναδιοργανωθήκαμε. Αυτός ο χρόνος μάς βρήκε κλειστούς, αλλά συνδεδεμένους μέσα από τα σπίτια και τον χώρο του καθενός. Το πρόγραμμα επίσης αυτό άνοιξε πολύ παραπάνω γιατί η συνδεσιμότητα μέσα από την πανδημία έγινε καθημερινή και συνεχίζει μέχρι σήμερα με διάφορους τρόπους. Κάναμε μια ομαδική έκθεση πέρυσι το καλοκαίρι, ένα πολύ μεγάλο ζωντανό πρόγραμμα, το οποίο είναι η ειδίκευσή μου, εκδόσεις, και συνεχίζουμε».
Η επιµέλεια του ζωντανού προγράµµατος τι περιλαµβάνει;
«Ασχολούμαι με πράγματα που έχουν να κάνουν με τον χρόνο και το κοινό. Δουλεύω πάρα πολύ με performances, μουσική, κινηματογράφο, συμπόσια, διαλέξεις, φεστιβάλ. Εκτός από το ντοκιμαντέρ του Μανθία Ντιαβαρά για τη σχέση του με το μικρό χωριό Ιένη στη Σενεγάλη που προβλήθηκε και στην Αθήνα, ένα από τα αγαπημένα μου έργα που εντάσσεται στα ζωντανά προγράμματα ήταν το «Queer Εarth and Liquid Matters». Το δούλευα χρόνια και εξαιτίας των απανωτών lockdowns τελικά έγινε το προηγούμενο καλοκαίρι. Λατρεύω τις εκθέσεις και ό,τι έχει να κάνει με τη δουλειά μου, αλλά ακόμη περισσότερο μου αρέσει η επαφή και η συνδιαλλαγή με το κοινό, τον κόσμο και την τέχνη. Εχουμε καταπληκτικό εκθεσιακό πρόγραμμα στη Serpentine, αλλά πολλές φορές είναι προσχεδιασμένο για τα επόμενα 1-2 χρόνια, ενώ με την επιμέλεια ζωντανών προγραμμάτων πατάμε στο σήμερα, έχεις μια επαφή με το τι συμβαίνει τώρα και πού πηγαίνει ο διάλογος».
Τι ήταν το «Queer Earth and Liquid Matters»;
«Ηταν κομμάτι του ζωντανού προγράμματος του «Back to Earth» και αφορούσε το πώς η οικολογική δραστηριότητα, ο αγώνας για την κλιματική κρίση, δεν είναι ποτέ κάτι το οποίο συμβαίνει από μόνο του και δεν συνδιαλέγεται με άλλα κοινωνικά ζητήματα όπως είναι το θέμα της queer ταυτότητας, δικαιωμάτων και πολιτικής. Ηταν ένα διήμερο φεστιβάλ που έλαβε χώρα σε μια παλιά εκκλησία του Λονδίνου, στο κέντρο του Σόχο. Στα 80s και 90s ήταν ένα θρυλικό queer night club. Περιείχε πάνελ, performances, χορό, μουσική, από το πρωί μέχρι το βράδυ, με εναλλαγές επί σκηνής και γόνιμα διαλείμματα. Ηταν μια συνεπιμέλεια με δύο πολύ σημαντικούς ανθρώπους, τους Τζακ Χάλμπερσταμ και Μακαρένα Γκόμεζ-Μπάρις, που έχουν με το έργο τους αλλάξει – και συνεχίζουν να αλλάζουν – τον τρόπο που σκεπτόμαστε και πράττουμε σε επίπεδο queer πολιτικής. Το μετακίνησα τρεις ή τέσσερις φορές λόγω lockdowns και τις ημέρες που πραγματοποιήθηκε το Λονδίνο έβραζε. Είχε 40°C, κάτι εξωπραγματικό για την πόλη. Στην εκκλησία δεν υπήρχε κλιματισμός, επίσης η χρήση του σε ένα φεστιβάλ που εξετάζει την queer οικολογία ήταν κάπως παράταιρη, όπως και το να υπάρχουν πλαστικά μπουκαλάκια με νερό. Προφανώς αυτό που συμβαίνει στον πλανήτη το ζήσαμε εκείνη την ημέρα όλοι μας. Ο κόσμος δεν θα καταστραφεί γιατί έχει ήδη καταστραφεί. Η «αποκάλυψη» είναι ήδη εδώ και εμείς πρέπει να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μέσα στα συντρίμμια. Και αυτό ήταν μια πολύ σημαντική queer οπτική του φεστιβάλ. Δεν πάμε να κάνουμε αυτό που λέει η ετεροκανονική κοινωνία, ότι δηλαδή αν κάνεις ανακύκλωση, αν αλλάξεις λίγο τον τρόπο ζωής σου, θα σώσουμε τον πλανήτη. Οχι, θα πρέπει να δούμε πώς θα επιβιώσουμε σε ένα μέλλον το οποίο είναι πολύ δύσκολο».
Πώς γίνεται η σύνδεση της queer πολιτικής µε την κλιµατική κρίση;
«Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε, σε οποιονδήποτε αγώνα δίνουμε, ότι τα ζητήματα δεν είναι μικρές σφαίρες, οι οποίες υπάρχουν μόνες τους, αλλά είναι πάντα όλα ένα. Το βλέπουμε και αλλού, όπως στον Αμαζόνιο. Οι άνθρωποι εκεί, εκτός από την προστασία του φυσικού τους πλούτου, βρίσκονται στην πρώτη γραμμή καταπολέμησης άλλων αδικιών και καταπατήσεων. Παλεύουν και για τα ατομικά δικαιώματα της επιβίωσής τους. Επίσης, ένα πράγμα που εμένα με ενδιαφέρει πολύ είναι ότι η δουλειά πολλών queer καλλιτεχνών που αφορά το περιβάλλον προσπαθεί να δώσει μια άλλη, σημαντική οπτική για την κλιματική κρίση. Με έναν άλλο, μη ετεροκανονικό τρόπο σκέψης μπορούμε να φτιάξουμε καινούργιες εικόνες του μέλλοντος, οι οποίες έρχονται από έναν τρόπο ζωής και ύπαρξης ο οποίος δεν πατάει στους κανόνες της κανονικής συνδιαλλαγής. Μια queer οπτική γωνία μπορεί να σε βοηθήσει να σκεφτείς διαφορετικά κάποια πράγματα και να βρεις άλλους τρόπους δράσης. Και αυτό επίσης εντάσσεται σε μια θεώρηση της ζωής ότι όλα τα πράγματα επικοινωνούν σαν ένα οικοσύστημα και ποτέ κανένα δεν είναι ξέχωρο από το άλλο».
Οι Ελληνες είµαστε ενεργοί σε τέτοια ζητήµατα;
«Είναι πάντα δύσκολη η θέση της Ελλάδας, γιατί είναι μια θέση που ορίζεται από τον όρο «περιφέρεια». Δεν είμαστε ούτε Δυτικοευρωπαίοι ούτε Μεσανατολίτες ούτε Βαλκάνιοι. Είμαστε λίγο από όλα και αυτό δημιουργεί την αγωνία ότι κάπου πρέπει να ενταχθεί κανείς και ότι κάπου πρέπει να ανήκει. Τελικά, όμως, η περιφέρεια είναι ένας χώρος πάρα πολύ δυναμικός, ακριβώς επειδή είσαι με όλα και αν καταφέρεις να λύσεις αυτό το υπαρξιακό ζήτημα, τότε θα δεις με νέο αέρα τα πράγματα και ότι δεν χρειάζεται να εισαγάγεις μοντέλο ξενόφερτο για το πώς να δραστηριοποιηθείς εσύ, στην οικολογία για παράδειγμα. Πρέπει να κάνεις ένα συνδυαστικό πράγμα γιατί αυτή είναι η ταυτότητά σου. Αν το αγκαλιάσεις αυτό, τότε είσαι σε πραγματική ζωντανή σύνδεση με τον χρόνο και αυτό που κάνεις. Οταν αναπαράγεις μοντέλα λειτουργείς ως μονάδα, το οποίο, για εμένα, είναι πολύ παλιακό. Μόνο μέσα από τη συνεργασία και τη συνδιαλλαγή θα πας μπροστά, με έναν τρόπο ο οποίος είναι ουσιαστικός για το κοινό σου. Γιατί η τέχνη για την τέχνη δεν με αφορά. Πρέπει να είναι πάντα ανοιχτή στον κόσμο».
Ξεκινήσατε µε σπουδές στη Βιοχηµεία. Πώς και ασχοληθήκατε τελικά µε την τέχνη;
«Πραγματικά, το πρώτο μου πτυχίο είναι άσχετο, αλλά έχει, με έναν περίεργο τρόπο, συμβάλει στην πορεία μου και είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος που βρίσκομαι εδώ. Σπούδαζα στο Imperial College, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στη Serpentine, και επειδή αγαπούσα την τέχνη βρισκόμουν συνεχώς εκεί. Κατάλαβα ότι η τέχνη είναι αυτό που θέλω να κάνω στη ζωή μου. Προχωράω σε μεταπτυχιακό στη Διαχείριση Πολιτιστικού Τομέα, που περιελάμβανε πρακτική άσκηση, την οποία έκανα στη Whitechapel, µια άλλη δηµόσια γκαλερί. Οταν άνοιξε θέση στο καλλιτεχνικό γραφείο του διευθυντή της Serpentine, επειδή την ήξερα την γκαλερί και µου άρεσε το έργο της, αποφάσισα να στείλω βιογραφικό. Ακόµη θυµάµαι ότι στη συνέντευξη µε ρώτησε για το πώς συνδέεται η τέχνη µε την επιστήµη µου και γιατί βρισκόµουν εκεί. Και προτού καν του απαντήσω, μου συμπλήρωσε: «Στην τέχνη γενικώς δεν υπάρχουν όρια μεταξύ κλάδων και επιστημών. Η δουλειά που κάνουμε είναι πάρα πολύ ελεύθερη και δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι υπάρχουν όρια στον τρόπο που συνδιαλέγεσαι ή σκέπτεσαι». Και μάλιστα μου έδειξε ένα βιβλίο που είχε μόλις εκδώσει με τίτλο «Εξισώσεις για το τώρα», όπου είχε ζητήσει από 100 καλλιτέχνες, designers και άλλους σε δημιουργικά επαγγέλματα να στείλουν μια εξίσωση για το τώρα και είχες ανθρώπους σαν τη Βίβιαν Γουέστγουντ ή τη Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Κάθισα έναν χρόνο μαζί του, μετά αποφάσισα να σπουδάσω Ιστορία της Τέχνης και έκανα μεταπτυχιακό και διδακτορικό. Στα χρόνια αυτά δούλευα ως εξωτερικός καλλιτεχνικός συνεργάτης της Serpentine, αλλά και του καλλιτεχνικού διευθυντή. Μετά έγινα μόνιμο στέλεχος».
Εχετε ασχοληθεί µε τη σύγχρονη τέχνη. Θα µπορούσατε να δείτε τον εαυτό σας επιµελητή σε ένα αρχαιολογικό µουσείο, για παράδειγµα;
«Αυτό που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον είναι ότι οι θεσμοί, τα μουσεία ανά τον κόσμο, αρχίζουν και επαναπροσδιορίζουν τη σχέση τους με το κοινό, με την Ιστορία και με το βάρος και την ευθύνη που έχουν απέναντι σε μια συλλογή και τους επισκέπτες της. Οπως το μουσείο της Πομπηίας, για παράδειγμα, που έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα το οποίο αφορά τη σύγχρονη τέχνη και πώς συνδιαλέγεται με την ιστορία του συγκεκριμένου χώρου. Αυτά θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ γόνιμα εγχειρήματα και νομίζω ότι είμαστε ακόμη στην αρχή τους. Φυσικά, στο μέλλον δεν θα έλεγα «όχι» σε κάτι τέτοιο. Αυτό που λέγαμε ότι δεν υπάρχουν όρια μεταξύ επιστημών, έτσι και δεν με ενδιαφέρει μια γραμμική αφήγηση του χρόνου. Το παρελθόν είναι πάντα μπροστά μας και όχι πίσω μας ως κάτι που πρέπει να το ανασύρουμε. Και αυτό η Ελλάδα θα ήταν πάρα πολύ ωραίο να το αγκαλιάσει. Πάντα κοιτάμε το λευκό των μαρμάρων, αυτό το ένδοξο παρελθόν, αλλά η σύνδεσή μας με την Ιστορία πρέπει να είναι πάντα ενεργή και πάντα υπό διαπραγμάτευση. Μια καθηγήτρια που είχα στο διδακτορικό μου, το οποίο αφορούσε την τέχνη και την ψυχανάλυση, έλεγε: «Το να θυμάσαι είναι πάντα να ανακαλύπτεις και ποτέ να ανασύρεις. Γιατί το βιώνεις στο σήμερα»».
Ως επιµελητής, µε ποια κριτήρια επιλέγετε τα έργα που θα παρουσιάσετε στο κοινό;
«Προσπαθώ να είναι όσο πιο ολιστικά γίνεται. Πρώτον, να είναι μια δουλειά σοβαρή, συνετή και δημιουργική και κάτι το οποίο επικοινωνείται εύκολα και άμεσα στον κόσμο. Με ενδιαφέρει να αφορά όσο περισσότερο μέρος της βεντάλιας των ανθρώπων γίνεται. Δεν θέλω να αισθάνεται κάποιος ότι χρειάζεται συγκεκριμένο μορφωτικό επίπεδο ή κοινωνικό status για να συνδιαλλαγεί με την τέχνη. Και μου αρέσει να φεύγουν οι άνθρωποι έχοντας το αίσθημα, από τη στιγμή που μπαίνουν μέχρι και όταν φεύγουν από τον χώρο, ότι πήραν κάτι. Αυτό είναι το κριτήριό μου, και προφανώς να πατά στο σήμερα και στο πού πηγαίνουν τα πράγματα. Η δουλειά μου αφορά επίσης ανθρώπους, ζητήματα, καταστάσεις που έρχονται ενάντια σε μια κυρίαρχη – πατριαρχική – αφήγηση».
Πώς βλέπετε την ελληνική πραγµατικότητα αναφορικά µε τη σύγχρονη τέχνη;
«Εχω τεράστιο σεβασμό και αγάπη για τους ανθρώπους που δουλεύουν με τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα, είτε είναι καλλιτέχνες είτε επιμελητές είτε οτιδήποτε άλλο. Με ενδιαφέρει πολύ που υπάρχουν πλέον πάρα πολλοί μη κερδοσκοπικοί χώροι, μικρές πρωτοβουλίες, συλλογικές, οι οποίες όλες μαζί φτιάχνουν ένα πλούσιο οικοσύστημα. Προφανώς όλο αυτό το έχουμε δει να αναπτύσσεται ραγδαία από την εποχή της documenta και μετά. Αυτό όμως που θέλω να δω είναι μια πραγματική υποστήριξη σε επίπεδο πολιτικό και θεσμικό, γιατί η αφοσίωση του μηχανισμού βρίσκεται στο παρελθόν και όχι στον σύγχρονο πολιτισμό. Και βασιζόμαστε στη φοβερή ενέργεια που έχουν όλοι αυτοί οι αυτοδιαχειριζόμενοι χώροι και οι μικρές ομάδες για να πούμε ότι έχουμε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα εικαστική σκηνή, ωστόσο αυτοί είναι άνθρωποι οι οποίοι βάζουν τον δικό τους κόπο και μεράκι, αλλά είναι μόνοι τους ουσιαστικά. Δεν με αφορά καθόλου όταν λένε ότι «η Αθήνα είναι το καινούργιο Βερολίνο» – και τώρα ότι «η Μασσαλία είναι η καινούργια Αθήνα». Δεν μπορούμε να αντιδρούμε έτσι γιατί δεν είναι μακροχρόνιο. Δεν με αφορά η έννοια της βιωσιμότητας σε σχέση με την τέχνη, αλλά και το περιβάλλον. Γιατί αυτό εμπεριέχει το βλαπτικό. Πας να εξισορροπήσεις, δηλαδή, μια πράξη σου που κάνει κακό με μια άλλη που θα το κάνει βιώσιμο και θα το δικαιολογήσει. Εμένα με ενδιαφέρει όχι το «sustainability» αλλά το «thriveability», το πώς μπορείς με αυτά που κάνεις το αποτύπωμά σου να είναι κάτι το οποίο θα ανθήσει. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί στην εικαστική σκηνή της Αθήνας. Πώς μπορείς πραγματικά να το στηρίξεις όλο αυτό το οικοσύστημα μακροπρόθεσμα για να ανθήσει, αντί να του δίνεις μικρές δόσεις οξυγόνου μέχρι το αύριο».