«»H μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι είναι ένα από τα αγαπημένα βιβλία του πατέρα μου. Εκείνος με παρακίνησε να το διαβάσω πριν από μία δεκαετία και έγινε αμέσως και δικό μου λατρεμένο. Με συγκλόνισε η περίφημη σκηνή της διαπόμπευσης αλλά και το πώς η Ραραού, ένα πλάσμα κατατρεγμένο, καταφέρνει να επιβιώσει μέσα στις πιο σκοτεινές και αντιφατικές σελίδες της ελληνικής Ιστορίας με όπλο μία καταπληκτική ελαφράδα, ένα χιούμορ κατεδαφιστικό, παμπόνηρο μαζί και αθώο, και εν τέλει πολιτικό».

Συναντώ τον Κώστα Γάκη στο θέατρο Ακροπόλ. Πολύπλευρη προσωπικότητα, σκηνοθέτης, ηθοποιός και συνθέτης μεταξύ άλλων, εφέτος διασταυρώνεται με το εμβληματικό μυθιστόρημα του Μάτεσι, το οποίο συγκαταλέχθηκε από τον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Quintet Publishing στα 1.001 βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας που πρέπει να έχει διαβάσει κάποιος μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο ίδιος στέκεται τρυφερά πάνω από τη Ραραού (την ερμηνεύει έξοχα η Υρώ Μανέ) και εξερευνά αυτή την ιλαροτραγική ηρωίδα του Μάτεσι, την κόρη μιας γυναίκας που διαπομπεύθηκε μετά την Κατοχή για τον δεσμό της με έναν Ιταλό. Πρόσωπο παράφορο και ευεπίφορο, αθώο και βιτριολικό συνάμα, η Ραραού, η «μεγάλη φίρμα της επιθεώρησης», όπως η ίδια αυτοσυστήνεται, καθρεφτίζει μέσα από την πορεία της και τη μάχη επιβίωσης μιας χώρας, της Ελλάδας, μέσα από τα πάθη και τις αδυναμίες της, τις ασχήμιες και τις ομορφιές της, με τη «σαλεμένη φωνή» της ηρωίδας που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας να ακούγεται ανοίκεια λογική.

Κύριε Γάκη, πώς αντιμετωπίζετε σκηνοθετικά μία ηρωίδα «larger than life» όπως η Ραραού; Είναι για εσάς κωμικό ή τραγικό πρόσωπο;

«Η Ραραού είναι πράγματι μια ηρωίδα υπερβατική. Ισορροπεί ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως. Κινείται ταυτόχρονα στην επικράτεια της αυστηρότερης λογικής και της απολύτου φαντασιώσεως. Κατέχει τη δύναμη ενός ιεροφάντη, ενός ιερού σαλού, ενός σαιξπηρικού τρελού. Είναι μια «τρελή του χωριού» που μέσα στο παραλήρημά της λέει τις μεγαλύτερες αλήθειες. Είναι ταυτόχρονα κωμική και τραγική: μας κάνει να γελάμε με τα χάλια μας και μας συγκλονίζει ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε το ανεπούλωτο τραύμα της».

Στην Υρώ Μανέ, που υπογράφει και τη διασκευή του μυθιστορήματος του Παύλου Μάτεσι μαζί με την Κατερίνα Γιαννάκου, βρήκατε την ιδανική Ραραού;

«Η Υρώ Μανέ ήταν γεννημένη να παίξει αυτόν τον ρόλο. Από τις πρώτες μας συζητήσεις και αναγνώσεις κατάλαβα ότι αυτή θα ήταν μια μεγάλη στιγμή όπου ηθοποιός και ρόλος γίνονται ένα. Είναι μεγάλη ευτυχία για έναν σκηνοθέτη να έχει απέναντί του μια ηθοποιό που έχει εδώ και δεκαετίες εντρυφήσει και βαθιά κατανοήσει τον κεντρικό χαρακτήρα ενός έργου. Και ακόμα πιο μεγάλη τύχη ήταν για εμένα το γεγονός ότι η Υρώ μαζί με την Κατερίνα ανέλαβαν τη θεατρική διασκευή του βιβλίου.

Επιβιώνει σε αυτή τη διασκευή ο λόγος του Μάτεσι, το ξεκαρδιστικό χιούμορ του και η ανθρωπιά του. Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη στην Υρώ για αυτή τη συνεργασία, την Υρώ που δεν γνώριζα πριν και μου αποκαλύφθηκε με όλο της το ταμπεραμέντο και τη φροντίδα σε όλα τα στάδια της δουλειάς: τη σοβαρότητά της στην πρόβα, το παλαβό χιούμορ της και μια γνήσια λαχτάρα μικρού παιδιού μπροστά σε κάθε μας νέα ανακάλυψη».

Είναι η ιστορία της Ραραούς και ένας καθρέπτης της ίδιας της ιστορίας της Ελλάδας, μιας ιστορίας ιδωμένης βέβαια όχι από τη μεριά αυτών που τη διαμορφώνουν ή τη γράφουν, αλλά εκείνων που την υφίστανται στο πετσί τους;

«Ενας από τους λόγους που ήθελα να κάνω αυτή την παράσταση είναι γιατί πράγματι ο Μάτεσις στη «Μητέρα του Σκύλου» κοιτάζει την Ελλάδα κατάματα, την κρίνει με αυστηρότητα, αλλά δεν την κατεδαφίζει. Μετά την ανάγνωση του βιβλίου η Ελλάδα είναι ζωντανή μέσα από τις πληγές της. Το ίδιο προσπάθησα να πετύχω και εγώ με τη σκηνοθεσία μου: μια επανοικειοποίηση της ελληνικότητας. Χωρίς φανφάρες εθνικισμού, παραμένει ζωντανή η συγκίνηση και η ουσία ενός λαού που πάλεψε και ακόμα παλεύει να σταθεί όρθιος στα κύματα των καιρών, να περισώσει την αξιοπρέπειά του ή έστω την τρυφερότητά του. Στο ατελές πρόσωπο της Ραραούς καθρεφτίζεται αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας που λέγεται Ελλάδα. Η υπέροχη μουσική και τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη βοήθησαν αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση».

Η φιγούρα της Ραραούς παραπέμπει σε τοιχογραφίες του Θεόφιλου. Η ιστορία της μπορεί να αγγίξει το σήμερα;

«Η Ραραού είναι μια φιγούρα αρχετυπική. Θα συγκινεί για πάντα, γιατί τα αρχέγονα υλικά δεν θαμπώνουν ποτέ. Μας συγκλονίζει στο σήμερα, γιατί ρίχνει φως αρχαίο και παρήγορο στις σύγχρονες πληγές μας».

Θα έλεγε κανείς ότι και αυτή η σεζόν είναι πλούσια για εσάς, καθώς παράλληλα σκηνοθετείτε για δεύτερη χρονιά το «Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκρην» στο Θέατρο Αργώ, ενώ πριν από περίπου έναν μήνα ολοκληρώσατε τη «meta μουσικο-κωμική παράσταση» με τίτλο «Σούπερ ατού», στην οποία εκτός από σκηνοθέτης συμμετείχατε και ως μουσικός επί σκηνής. Σας αρέσει να «βουτάτε» σε διαφορετικά είδη;

«Να προσθέσω ότι μαζί με τα παραπάνω περιοδεύει για τρίτη χρονιά σε όλη την Ελλάδα ο κωμικός μονόλογος «Ο φίλος μου ο Ντοστογέφσκι» με τον Παύλο Λουτσίδη σε κείμενο Δήμητρας Παπαδοπούλου και σκηνοθεσία δική μου. Ναι, είμαι πολύ χαρούμενος που ως μέλος ομάδων συνεισφέρω με σκηνοθεσία, μουσική και κείμενα στο να γεννηθούν νέα πρωτότυπα σύμπαντα κωμωδίας ή δράματος. Κάθε συνεργασία είναι ένα ανοιχτό πεδίο δυνατοτήτων, ένα αλωνάκι ανακαλύψεων, και νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη για όλα αυτά τα δώρα».

Σκηνοθέτης, ηθοποιός, αλλά και συνθέτης. Πότε αντιληφθήκατε ότι ο δρόμος σας είναι η τέχνη;

«Στο γυμνάσιο κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει το μονοπάτι της τέχνης, όταν άρχισα να παίζω κιθάρα και να μελοποιώ ποιήματα ελλήνων και ξένων ποιητών».

Πόσο έχετε αλλάξει από τον νεαρό ηθοποιό που το 2006 τιμήθηκε με βραβείο «Δημήτρης Χορν» για την ερμηνεία του στην παράσταση «Η Κατσαρίδα»;

«Σίγουρα πολλά έχουν αλλάξει από τότε. Αυτό που παραμένει αναλλοίωτο είναι η ανάγκη μου να αφηγούμαι από σκηνής ιστορίες που συνδέονται με κάποιον τρόπο με την κοινότητα που με περιβάλλει, με την υπεράσπιση του ανθρώπινου συναισθήματος, με την εξύμνηση της ομορφιάς της ζωής και με τη διαρκή αναζήτηση διεξόδου».

Εχετε ταξιδέψει με το θέατρο από την Πορτογαλία και τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Νότια Κορέα. Ποια είναι η πιο δυνατή εμπειρία που αποκομίσατε;

«Τα δύο χρόνια στη Νέα Υόρκη ήταν αυτά που με σφράγισαν καλλιτεχνικά, γιατί ως μέλος του Lincoln Center Theater Directors Lab γνώρισα πολλούς σκηνοθέτες από όλον τον κόσμο και έμαθα πάρα πολλά νέα εργαλεία για το θέατρο».

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η μεγαλύτερη κακοδαιμονία του ελληνικού θεάτρου;

«Το ελληνικό θέατρο είναι ένα πολυσυλλεκτικό ψηφιδωτό, ένα τοπίο πολυχρωμίας και πολυφωνίας όπου διαφορετικοί θίασοι τολμούν και προτείνουν πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις. Ως εκ τούτου, η γενική μου αποτίμηση είναι πολύ θετική και δεν μου βγαίνει ως προτεραιότητα να μιλήσω για κακοδαιμονίες».

INFO

«Η μητέρα του σκύλου»: Θέατρο Ακροπόλ (Ιπποκράτους 9-11, Αθήνα), Πέμπτη έως Κυριακή.