Στις 10 Οκτωβρίου η Κορίν Γουίντερς θα κληθεί να πραγματοποιήσει – ή μάλλον να επαναλάβει – έναν μικρό άθλο στη σκηνή της ΕΛΣ: να ερμηνεύσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Ιφιγένειας και στις δύο όπερες του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ που εμπνέονται από τον συγκινητικό αρχαιοελληνικό μύθο: η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» θα παιχτούν το ίδιο βράδυ στη σκηνοθεσία (και με σκηνικά) του Ντμίτρι Τσερνιακόφ, με μουσική διεύθυνση Μίχαελ Χόφστετερ. Πρόκειται για παράσταση που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον περασμένο Ιούλιο στο Εξ αν Προβάνς, ως συμπαραγωγή του σημαντικού φεστιβάλ που διοργανώνεται στην πόλη, της Εθνικής Οπερας του Παρισιού και της δικής μας Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Με πρωταγωνίστρια και τότε την Κορίν Γουίντερς, την αμερικανίδα υψίφωνο με τη διεθνή καριέρα που τραγουδώντας τις μπαρόκ μουσικές του Γκλουκ και το σπαραξικάρδιο δράμα της θυσιασμένης κόρης του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας θα κάνει τώρα το ντεμπούτο της και στην Αθήνα – δίπλα της θα εμφανιστούν οι Βερονίκ Ζανς, Τάσης Χριστογιαννόπουλος, Αντονι Γκρέγκορι, Διονύσης Σούρμπης, Πέτρος Μαγουλάς, Νικόλας Ντούρος, Αλεξάντρ Ντιαμέλ, Στανισλάς ντε Μπαρμπεράκ, Μαρία Μητσοπούλου, Σούλα Παρασίδη και Γιώργος Παπαδημητρίου.

Τι σας ενέπνευσε, αλήθεια, ώστε να ανταποκριθείτε στην πρόκληση και να τολμήσετε να ερμηνεύσετε τις δύο Ιφιγένειες σε ένα βράδυ;

Είχα συνεργαστεί στο παρελθόν με τον Ντμίτρι Τσερνιακόφ και μου άρεσε πολύ ο τρόπος δουλειάς του. Σκέφθηκα πως και τώρα θα μπορούσε να κάνει κάτι εξαιρετικό συνδέοντας τα δύο αυτά έργα, και ήθελα να είμαι μέρος της προσπάθειας.

Είναι πραγματικά μια ιδιαίτερη πρόκληση, γιατί συνήθως δεν κάνω αυτό το ρεπερτόριο. Πρόκειται για κάτι εντελώς νέο για εμένα. Για ένα ρίσκο. Σκέφθηκα όμως πως στη ζωή είναι καλό να ρισκάρεις, δεν είναι;

Πόσο δύσκολο είναι τελικά να τραγουδάς την μπαρόκ μουσική, εν προκειμένω τη μουσική του Γκλουκ;

Εξαιρετικά δύσκολο. Εν προκειμένω, επειδή μιλάμε για δύο έργα, η διάρκεια της παράστασης είναι μεγάλη. Επιπλέον, στη δική μας παραγωγή δεν χρησιμοποιούμε όργανα εποχής αλλά μια μεγάλη σύγχρονη ορχήστρα που κουρδίζει πιο ψηλά.

Αυτό σημαίνει πως και οι τραγουδιστές τραγουδάμε σε πιο υψηλές τονικότητες από ό,τι αν τραγουδούσαμε με παλαιά όργανα, πράγμα που κάνει το όλο εγχείρημα ακόμα πιο κουραστικό. Αυτή είναι σίγουρα μία ακόμα πρόκληση, δεδομένου ότι πρέπει να ακούγεται καθαρά και ο λόγος.

Υπάρχει τελικά κάποιο μυστικό στο να τραγουδάς καλά την μπαρόκ μουσική;

Το μυστικό είναι το ίδιο και αφορά κάθε είδος τραγουδιού, κάθε περιόδου: να κρατάς όμορφη μελωδική γραμμή και να έχει ποιότητα ο ήχος σου. Στην περίπτωση των δύο Ιφιγενειών θα επιμείνω και στον λόγο, στο κείμενο – όχι πως και στις άλλες όπερες αυτό δεν έχει σημασία -, το οποίο πρέπει να ακουστεί καθαρά και να γίνει κατανοητό από τον θεατή.

Ποια από τις δύο Ιφιγένειες προτιμάτε;

Την «Εν Ταύροις», είναι πιο δραματική και μουσικά και ερμηνευτικά και νομίζω πως μου ταιριάζει περισσότερο. Είναι ένα έργο που επιβεβαιώνει εκείνο που ούτως ή άλλως γνωρίζουμε, πως ο Γκλουκ ήταν μπροστά από την εποχή του. Χαίρομαι για την ευκαιρία που μου δίνεται να τον τραγουδήσω, όμως, επειδή δεν νιώθω πραγματικά σαν στο σπίτι μου, αισθάνομαι και μεγαλύτερη ευθύνη.

Με ποιον συνθέτη νιώθετε «σαν στο σπίτι σας»; 

Οι τρεις πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό είναι ο Πουτσίνι, ο Γιάνατσεκ και ο Τσαϊκόφσκι. Και ο Ντβόρζακ! Τραγουδάω πολύ τσέχικη μουσική και ο Γιάνατσεκ και ο Ντβόρζακ είναι απλώς υπέροχοι!

Photo Credits: Κατερίνα Τσατσάνη (D-Tales Creative Agency)

Πώς μαθαίνετε αυτή την τόσο δύσκολη γλώσσα στην οποία γράφουν; Συνάδελφοί σας που τους έχουν τραγουδήσει μου έχουν πει πως η εκμάθηση της τσεχικής ήταν ένας εφιάλτης.

Τους καταλαβαίνω! (γελάει) Λατρεύω όμως την τσεχική γλώσσα. Είναι πράγματι εξαιρετικά δύσκολη, αλλά με ενδιαφέρουν πολύ οι σλαβικές γλώσσες. Μου αρέσει να τραγουδάω και στα ρωσικά και στα πολωνικά. Ο Τσαϊκόφσκι ήταν η πρώτη μου αγάπη.

Μετά τη ρωσική ερωτεύτηκα και την τσεχική κουλτούρα. Οσο για τον Ιταλό Πουτσίνι, άλλον έναν λατρεμένο συνθέτη, αυτός ταιριάζει πολύ στη φωνή μου και έχει και ένα θεατρικό στυλ που αισθάνομαι πως το κατανοώ εύκολα, πως μου έρχεται γάντι. Μου αρέσουν πάντα οι δραματικές ιστορίες όπου η μουσική εξυπηρετεί άμεσα το κείμενο, που έχει δηλαδή έντονη θεατρικότητα.

Τελικά, κατά τη γνώμη σας, σε μια παράσταση όπερας είναι πιο σημαντικό το θεατρικό/υποκριτικό κομμάτι ή το μουσικό;  

Είναι εξίσου σημαντικά και τα δύο, νομίζω όμως πως η μουσική έχει λίγο μεγαλύτερο βάρος, αφού μιλάμε για όπερα. Τραγουδιστές είμαστε, ακόμα και αν παίζουμε σαν τον καλύτερο ηθοποιό του κόσμου, δεν μπορεί να μην είμαστε καλά συντονισμένοι με την ορχήστρα, να μην είμαστε σωστοί τονικά, να μη φροντίζουμε την ομορφιά του ήχου που παράγουμε.

Αγαπώ και το θέατρο και τη μουσική, αλλά μόνο αν το μουσικό μέρος γίνεται σε πραγματικά υψηλό επίπεδο, τότε μόνο μπορείς να αφεθείς στη σκηνή, στη μαγεία του θεάτρου, και να ερμηνεύσεις ως ηθοποιός, δηλαδή να λειτουργήσεις ως ολοκληρωμένος λυρικός καλλιτέχνης.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σας ρόλος μέχρι τώρα;

Είναι πραγματικά δύσκολο να διαλέξω, θα έλεγα όμως τη «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι και την «Κάτια Καμπάνοβα» του Γιάνατσεκ. Μου αρέσει κάτι που είχα διαβάσει, πως ο Γιάνατσεκ άρχισε να γράφει την «Κάτια» αφού είχε παρακολουθήσει μια παράσταση της «Μπατερφλάι» που τον είχε συγκινήσει πολύ.

Πιστεύω ότι μέσα από αυτούς τους ρόλους μπορώ να δείξω καθαρά ποια πραγματικά είμαι και τι μπορώ να κάνω. Μου αρέσουν επιπλέον οι χαρακτήρες που είναι πολύ δυνατοί αλλά και πολύ εύθραυστοι την ίδια στιγμή.

Μου αρέσει να είμαι στη σκηνή και να ερμηνεύω νεαρές γυναίκες που βιώνουν καταστάσεις σύγκρουσης και που κατά κάποιον τρόπο βρίσκουν την εσωτερική τους δύναμη μέσα από αυτές τις συγκρούσεις.

Είναι εύκολο να πείτε «όχι» όταν σας προτείνεται ένας ρόλος που δεν σας αρέσει ή που αισθάνεστε πως δεν σας ταιριάζει; 

Λέω πολύ εύκολα «όχι». Το έκανα και με την «Μπατερφλάι». Τη μελετούσα για πολλά χρόνια, αλλά δεν δεχόμουν να την τραγουδήσω στη σκηνή, καθώς δεν αισθανόμουν έτοιμη. Οταν ήρθε μια πρόταση από την Οπερα της Ρώμης, είπα τελικά το «ναι» γιατί ήξερα πως είχε έρθει η στιγμή.

Για πολλά χρόνια έλεγα «όχι» και στις προτάσεις για τη «Σαλώμη» του Ρίχαρντ Στράους. Θα την τραγουδήσω όμως σε τέσσερα χρόνια, το 2028, σε ένα καλό θέατρο, με έναν μαέστρο που εμπιστεύομαι πολύ. Υπάρχουν ρόλοι που όταν λέω «όχι» το εννοώ για πάντα και υπάρχουν ρόλοι που με το «όχι» εννοώ «πιθανώς στο μέλλον».

Ποιοι είναι οι ρόλοι των ονείρων σας;

Ουπς! Νομίζω πως τα έχει φέρει έτσι η ζωή που έχω ήδη τραγουδήσει και εξακολουθώ να τραγουδώ όλους τους ρόλους των ονείρων μου. Η «Σαλώμη», που δεν την έχω κάνει ακόμη, έρχεται! Εχω όμως κάνει πολύ Πουτσίνι. Μεταξύ άλλων την «Αδελφή Αγγελική» και τον «Μανδύα» από το «Τρίπτυχο», όπερες που αγαπώ ιδιαίτερα.

Μάλιστα σε λίγο καιρό θα κάνω και ολόκληρο το «Τρίπτυχο» – όσο είμαι ακόμη νέα (γελάει) και μπορώ να πείσω και ως Λαουρέτα στον «Τζιάνι Σκίκι», την τρίτη όπερα που το συμπληρώνει. Ενας άλλος σημαντικός ρόλος που ξέχασα να αναφέρω είναι η «Ρουσάλκα» του Ντβόρζακ, λατρεύω και την ιστορία της – είναι τόσο συγκινητική – και τη μουσική της.

Λατρεύω και τη «Μανόν Λεσκό» του Πουτσίνι που σε περίπου δύο μήνες θα την ερμηνεύσω σε μορφή κοντσέρτου. Ελπίζω να βρεθεί κάποιος που θα με προσκαλέσει να την κάνω και στη σκηνή.

Πώς θα περιγράφατε τη φωνή σας;

Είμαι μια λυρική σοπράνο που όμως χάρη και στην τεχνική μου μπορώ να προσθέσω δραματική ένταση αν χρειαστεί, και στις υψηλές νότες και στις χαμηλές νότες του στήθους. Αγαπώ πολύ τη σπουδαία Ρενάτα Τεμπάλντι, είμαι όμως πολύ πιο κοντά στην επίσης σπουδαία Ρενάτα Σκότο.

Αποφεύγω τους πραγματικά δραματικούς ρόλους. Νομίζω πως και τη «Σαλώμη», που όπως σας είπα ετοιμάζομαι να την τραγουδήσω σε μερικά χρόνια, δεν θα την έκανα ποτέ σε ένα πραγματικά μεγάλο θέατρο.

Πότε συνειδητοποιήσατε για πρώτη φορά πως θέλατε να γίνετε τραγουδίστρια της όπερας; 

Δεν μεγάλωσα με την κλασική μουσική. Ο πατέρας μου είναι λάτρης της μουσικής, αλλά του αρέσουν η ροκ και τα πιο δημοφιλή είδη μουσικής. Δεν γνώριζα τίποτε για την όπερα, αν και μεγάλωσα σε ένα σπίτι με κιθάρες και με πιάνα.

Με ενδιέφερε όμως το τραγούδι και επειδή ήταν φανερό πως είχα φωνή, μπήκα σε μια χορωδία. Στο μυαλό μου όμως δεν υπήρχαν σχέδια να κάνω καριέρα στη μουσική. Σκεφτόμουν να σπουδάσω ψυχολογία.

Μαθαίνοντας όμως περισσότερα για την κλασική μουσική ταίριαξα με την όπερα, εκεί κάπου στα είκοσί μου. Την αγάπησα. Ξεκίνησα ως μεσόφωνος και αργότερα, σιγά-σιγά, έκανα τη μετάβαση στο ρεπερτόριο της υψιφώνου.

Ηταν εύκολη αυτή η μετάβαση, η πορεία από ένα ρεπερτόριο σε άλλο;

Ηθελε πολλή δουλειά. Είμαι όμως χαρούμενη που ξεκίνησα ως ελαφριά μεσόφωνος, γιατί αυτό με βοήθησε να χτίσω μια καλή χαμηλή και μεσαία περιοχή στη φωνή μου, γεγονός που μου χρησιμεύει σήμερα που νομίζω πως φωνητικά είμαι στην ακμή μου.

Photo Credits: Κατερίνα Τσατσάνη (D-Tales Creative Agency)

Ως μουσικός, ποιος είναι ο ορισμός που δίνετε στην επιτυχία;

Μου αρέσει πολύ αυτή η ερώτηση. Πριν από αρκετά χρόνια, στην αρχή της καριέρας μου, ονειρευόμουν να τραγουδήσω τον έναν ή τον άλλον μεγάλο ρόλο στα πιο μεγάλα θέατρα. Ωστόσο η ζωή είναι απροσδόκητη και συχνά αποφασίζει ερήμην σου.

Οχι μόνο κατέληξα να τραγουδάω διαφορετικό ρεπερτόριο από εκείνο που πίστευα πως μου ταιριάζει, αλλά ήρθε και η πανδημία που διέκοψε την καριέρα μου. Βγαίνοντας από εκείνη τη δύσκολη και δυσοίωνη περίοδο ήμουν τόσο ευγνώμων που δούλευα ξανά – θυμάμαι ακριβώς πού βρισκόμουν, στη Γενεύη – ώστε σκέφθηκα ότι αυτό που ζούσα, αυτό το απλό πράγμα, είναι επιτυχία! Ημουν στη Γενεύη, μια καταπληκτική πόλη, κάνοντας έναν νέο ρόλο που μου άρεσε, με μια μεγάλη ομάδα ταλαντούχων μουσικών.

Επιπλέον, ήμουν σε θέση να πληρώσω τους λογαριασμούς μου, έβγαζα αρκετά χρήματα τραγουδώντας! Τι άλλο να ζητούσα; Τα ακόμα πιο μεγάλα θέατρα και τους ακόμα πιο μεγάλους ρόλους; Κάποιοι θα έρθουν, κάποιοι όχι.

Σημασία έχει να απολαμβάνεις εκείνο που κάνεις τη στιγμή που το κάνεις, να απολαμβάνεις την πορεία σου! Τότε ήρθε και η «Κάτια Καμπάνοβα» του Γιάνατσεκ σε μια ωραία παραγωγή στο Ζάλτσμπουργκ και άλλαξε όλη μου τη ζωή με πάρα πολλούς τρόπους.

Ανέβασε πραγματικά την καριέρα μου στο επόμενο επίπεδο, χάρη σε εκείνη την παραγωγή προσλήφθηκα σε όλα σχεδόν τα μεγάλα θέατρα όπου ήθελα πάντα να τραγουδήσω. Πραγματικά είμαι ευγνώμων για αυτό που κάνω, για τη ζωή μου.

Ετσι λοιπόν ορίζω την επιτυχία: να μπορώ να κερδίζω τα προς το ζην τραγουδώντας, να δουλεύω με συναδέλφους που με εμπνέουν, να μου προτείνουν έργα που αγαπώ και που με σπρώχνουν να γίνω ακόμα καλύτερη!

Υπάρχει χρόνος για προσωπική ζωή όταν κάνει κάποιος διεθνή καριέρα;

Ναι, αλλά πρέπει να αποφασίσεις ποιες είναι οι προτεραιότητές σου. Οπου κι αν βρίσκομαι, προσπαθώ να μένω σε επαφή με τους ανθρώπους μου μέσω Διαδικτύου. Επιδιώκω και να τους συναντώ όσο μπορώ περισσότερο. Είμαι όμως πολύ καλή στο να μένω μόνη. Εχω πολλά χόμπι, τα οποία μπορώ να κάνω εκτός μουσικής. Κάνω τζόκινγκ, μαγειρεύω, διαβάζω, γράφω, μου αρέσει να μελετώ γλώσσες.

Είμαι διαρκώς απασχολημένη με πράγματα εντός και εκτός της μουσικής. Δεν προφταίνω να βαρεθώ. Είμαι ένας γεμάτος, τολμώ να πω, ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Ρίχνω ματιές στη ζωή μου και αισθάνομαι μεγάλη ευγνωμοσύνη.

Κάνω τέχνη στο υψηλότερο επίπεδο, έχω ευκαιρίες να κάνω όλα αυτά τα έργα, περιστοιχίζομαι από ανθρώπους που με αγαπούν, είναι πραγματικά εκπληκτικό αυτό που μου συμβαίνει και το απολαμβάνω με όλη μου την καρδιά!

Εύχομαι λοιπόν να απολαύσετε και τις αθηναϊκές παραστάσεις σας…

Είχα έρθει στην Αθήνα παλαιότερα, όχι όμως για να τραγουδήσω. Αυτή τη φορά που θα μείνω αρκετά, ελπίζω να απολαύσω την πόλη, να προφτάσω να δω τα αξιοθέατά της και τις παραλίες της. Ελπίζω κυρίως να αρέσει στο κοινό η παράστασή μας, να αρέσει η δουλειά μου. Είμαι πραγματικά χαρούμενη που μου δίνεται η ευκαιρία να ερμηνεύσω την Ιφιγένεια και στην Ελλάδα!

INFO

«Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και «Ιφιγένεια εν Ταύροις»: Εθνική Λυρική Σκηνή, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ), στις 10, 13, 16, 19, 22, 27 και 30 Οκτωβρίου.

Μεγάλος Χορηγός παράστασης: ΔΕΗ.