Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν µία από τις παλιές, χαρακτηριστικές µονοκατοικίες της Αθήνας. Από την κεντρική πόρτα ένας διάδροµος σε οδηγούσε σε µία εσωτερική αυλή µε µια µεγάλη λεµονιά και πολλές γλάστρες. Γύρω-γύρω ήταν τα δωµάτια, κάποια εκ των οποίων επικοινωνούσαν µεταξύ τους και αποτελούσαν τον κύριο κορµό της κατοικίας. Μια σκάλα σε ανέβαζε στην ταράτσα, όπου υπήρχε το πλυσταριό. Εχω αµυδρές αναµνήσεις, ήµουν µικρός όταν το δώσαµε αντιπαροχή, το θυµάµαι όµως ως ένα όµορφο σπίτι. Το κάναµε λοιπόν πολυκατοικία, στις αρχές του ’70, όπως πολυκατοικίες έκαναν τα δικά τους σπίτια οι περισσότεροι γείτονες. Η απόκτηση διαµερίσµατος, και µάλιστα ρετιρέ, εθεωρείτο τότε αναβάθµιση της ζωής του µέσου Αθηναίου.
Τα νέα σπίτια μας ήταν φτιαγμένα με πιο καλά υλικά, είχαν κεντρική θέρμανση και ασανσέρ, διέθεταν θυρωρό που καθάριζε τους κοινόχρηστους χώρους και μοίραζε την αλληλογραφία. Αν παλιά έκανες μπάνιο στη σκάφη του πλυσταριού, τώρα μπορούσες να γεμίσεις την μπανιέρα σου με άφθονο ζεστό νερό και να μουλιάζεις με τις ώρες – τις άφθονες ώρες που λειτουργούσε η κεντρική θέρμανση κάνοντας το σπίτι φούρνο. Πλήρωσε βαρύ τίμημα για τον εκσυγχρονισμό της η πόλη – αναφέρομαι στην κατεδάφιση των κομψών (και μέσα στη φτώχεια τους) σπιτιών και την ανέγερση άσχημων κτιρίων -, όμως η ζωή των κατοίκων της στα νέα σπίτια τους έγινε πιο εύκολη και πιο άνετη. Πιο πολιτισμένη.
Σήμερα, τέσσερις και βάλε δεκαετίες από τότε που δώσαμε το σπίτι μας αντιπαροχή, εξακολουθώ να ζω στην πολυκατοικία που χτίστηκε στη θέση του. Χωρίς όμως να απολαμβάνω τις ανέσεις που μας είχαν «τάξει». Πρώτα καταργήσαμε τη θυρωρό για οικονομία, αναθέσαμε τη δουλειά της σε καθαρίστρια και στη συνέχεια σε συνεργείο από αυτά που περνούν μία φορά την εβδομάδα για να ψευτοσκουπίσουν «όσα βλέπει η πεθερά». Στη συνέχεια σταμάτησε να λειτουργεί η κεντρική θέρμανση, καθώς πολλοί ένοικοι αρνούνται να πληρώσουν για αγορά πετρελαίου. Ποιος να μου το έλεγε πως θα έβλεπα τηλεόραση στο σπίτι μου φορώντας σκουφί και μπουφάν! Επιπλέον, ο ένας μετά τον άλλον οι ιδιοκτήτες άρχισαν να φεύγουν νοικιάζοντας τα σπίτια τους σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονταν να τα κρατήσουν σε καλή κατάσταση.
Οταν την περασμένη εβδομάδα έπεσε ξαφνικά η θερμοκρασία, άρχισα να σκέφτομαι με ανησυχία πως με περιμένει ένας ακόμη παγωμένος χειμώνας μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Βρέθηκα ξαφνικά να νοσταλγώ τη  μονοκατοικία μας που, με όλα της τα προβλήματα, όσο… ντεμοντέ και παλιά κι αν έμοιαζε, μπροστά στις εξαώροφες πολυκατοικίες με τα «πολυτελή διαμερίσματα» (έτσι τα διαφήμιζαν, έτσι εξακολουθούν να τα διαφημίζουν), ήταν πάντα καθαρή και φροντισμένη, ήσυχη και ζεστή. Τη θυσιάσαμε για να ζήσουμε καλύτερα και, όπως τα καταφέραμε, ζούμε χειρότερα. Ποιος να το έλεγε. Και κόψαμε και τη λεμονιά!