Ενας νεαρός, ρομαντικός Ελληνας ταξιδεύει κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 με το μικρό PONY του σε ολόκληρη σχεδόν τη Γηραιά Ηπειρο, εντός και εκτός Ανατολικού Μπλοκ. Οπλισμένος με μια μικρή μηχανή τσέπης Minox που κρεμόταν από τον λαιμό του, σημαδεύοντας γρήγορα με τον φακό από το ύψος του στήθους, αιχμαλωτίζει σε εκατοντάδες φιλμ πρόσωπα, φιγούρες και στιγμές της ανθρώπινης συνθήκης από μια Ευρώπη που δεν υπάρχει πλέον. Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού σταματά και ο ίδιος να αποτυπώνει τον κόσμο με την κάμερά του. Αρχίζει μια άλλη ζωή και ξεχνά τις χιλιάδες αυτές φωτογραφίες. Το 2014 τις ανακαλύπτει λησμονημένες σε μια αποθήκη. Ετσι αρχίζει ένα work in progress, διότι σε κάτι τέτοιο έχει εξελιχθεί η ενασχόληση του Κωνσταντίνου Πίττα με τις «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης». Τα αμέτρητα αρνητικά σκαναρίστηκαν, τέθηκαν σε διαδικασία διαλογής και το 2015 κυκλοφόρησε ένα λεύκωμα (μια αυτοέκδοση) το οποίο έτυχε θερμής ανταπόκρισης. Αξίζει να αναφέρουμε πως αρκετές από τις εικόνες που περιλήφθηκαν στην έκδοση είχαν υποβληθεί μέσω του προφίλ του φωτογράφου στο Facebook σε ένα, τρόπον τινά, τεστ δημοφιλίας στους άλλους χρήστες – να μια χρήσιμη πλευρά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Εναν χρόνο αργότερα διοργανώθηκε μια ακόμη πιο αντιπροσωπευτική για τη δουλειά του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη με την επιμέλεια του Κωστή Αντωνιάδη, η οποία έτυχε μεγάλης απήχησης.
Φαίνεται πως το ενδιαφέρον για το εγχείρημα δεν θα κοπάσει εύκολα, αφού πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε (πάλι με αποκλειστικά δικό του κόπο) η δεύτερη, επαυξημένη έκδοση του λευκώματος, όπου παρουσιάζεται πιο ολοκληρωμένο, για πρώτη φορά μετά από 33 χρόνια, αυτό που ο Πίττας είχε ονειρευτεί όταν ξεκινούσε. Την αφορμή για αυτή την κίνηση του την έδωσε η καταστροφή στο Μάτι. «Το αρχείο βρισκόταν περίπου 150 μέτρα από το τελευταίο σπίτι που κάηκε» εξηγεί. Η σκέψη πως αυτό το υλικό θα μπορούσε τόσο εύκολα να είχε χαθεί για πάντα τον κινητοποίησε. «Υπάρχει μια αίσθηση κινδύνου στην Ελλάδα, σαν να ζούμε λίγο υπό προθεσμία. Ηταν πράγματι ένα φρικτό καλοκαίρι αυτό που πέρασε, ακόμη και για εμάς που δεν πάθαμε μεγάλη ζημιά» συμπληρώνει.
Ο θησαυρός που έχει στα χέρια του δεν του έχει πάντως αποκαλυφθεί στην ολότητά του. «Από την έκθεση έχουν περάσει ήδη δύο χρόνια, σε αυτά τα δύο χρόνια συνέχισα να ψάχνω το αρχείο σε καθημερινή βάση και με πολλές ώρες δουλειάς» δηλώνει. «Είναι πολύ δύσκολο όταν υπάρχουν 35.000 αρνητικά να αξιολογήσεις φωτογραφίες, να τις σκανάρεις μετά – μου έχει πάρει συνολικά πάνω από τέσσερα χρόνια αυτή η διαδικασία, και έχω κάνει περίπου το 95%. Θα ήταν χρήσιμο να υπάρχει μια δεύτερη ματιά, αλλά στην Ελλάδα είναι πολύ δύσκολο να έχεις έναν επιμελητή. Αν ήμουν Γάλλος ή Γερμανός θα είχα αυτή την πολυτέλεια». Δεν είναι πάντως λίγες οι προσθήκες που έχει κάνει στην έκδοση. Πολλές αλλαγές έχουν προκύψει, γι’ αυτό και στο λεύκωμα έχουν προστεθεί πάνω από 40 φωτογραφίες που δεν υπήρχαν ούτε στην έκθεση στο Μπενάκη.
Περί τις 145 φωτογραφίες από 17 χώρες και έξι μικρά κείμενα μάς βοηθούν να σχηματίσουμε τελικά το παζλ μιας όντως άλλης Ευρώπης. Τα κείμενα, αναμνήσεις και εντυπώσεις του φωτογράφου (μια Παραμονή Χριστουγέννων στο Βουκουρέστι, ένα κάμπινγκ στη Δυτική Γερμανία που αποδείχτηκε trailer park για περιθωριακούς, η αίσθηση του εγκλεισμού στην Πράγα, η μαρτυρία από την Πτώση του Τείχους του Βερολίνου), εντάσσουν τις εικόνες σε ένα αδρό ιστορικό πλαίσιο. Για τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Πίττα «αυτό το αρχείο έχει την ιδιαιτερότητα ότι είναι μοναδικό. Δεν υπάρχει άλλο βιβλίο στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία τουλάχιστον, την οποία έχω ψάξει πολύ, που να έχει καλύψει εκείνη την εποχή όλη την Ευρώπη. Είχε γίνει κάτι αντίστοιχο το ’50 από έναν διάσημο φωτογράφο. Δεν ξέρω αν έγινε κάτι μετά την Πτώση του Τείχους, όμως όσον αφορά τη δεκαετία του ’80 αυτή είναι η μόνη τέτοια καταγραφή. Ενιωσα κάποια στιγμή ότι είναι καθήκον μου να το δώσω στη δημοσιότητα, διότι απέκτησε πλέον ιστορικό ενδιαφέρον. Εγώ τότε δεν προσπάθησα να κάνω φωτογραφία ντοκουμέντου, όμως η πάροδος του χρόνου πρόσθεσε και αυτή τη διάσταση στη δουλειά μου».
Αναμνήσεις από τα συγκεκριμένα ταξίδια του έχει φυσικά πολλές. Τι έχει χαραχτεί πιο έντονα στη μνήμη του; «Το μεγαλύτερο σοκ ήταν η Ρουμανία του Τσαουσέσκου, δεν υπήρχε τέτοια φρίκη αλλού. Η Ανατολική Γερμανία ήταν ένα επίσης τρομακτικό μέρος, εξαιτίας της παρακολούθησης των πάντων από τις μυστικές υπηρεσίες. Εβλεπες στα μάτια των ανθρώπων έναν φόβο. Και στην Τσεχοσλοβακία συνέβαινε το ίδιο. Το Παρίσι ήταν πάντοτε ένα εξαιρετικά μοναχικό μέρος, έτσι το έβλεπα, δεν υπήρξε ποτέ για εμένα η Πόλη του Φωτός. Φαίνεται και στις φωτογραφίες μου αυτό, νομίζω πως οι φωτογράφοι προβάλλουμε καμιά φορά στις εικόνες μας αυτό που νιώθουμε οι ίδιοι για έναν τόπο. Η Δυτική Γερμανία με ενδιέφερε πολύ. Πέρασα ένα ολόκληρο καλοκαίρι ταξιδεύοντας σαν την «Αλίκη στις Πόλεις», που θα έλεγε και ο Βιμ Βέντερς. Με ένα αυτοκίνητο έμπαινα στις έρημες πόλεις, ήταν καλοκαίρι στην επαρχία, όλοι έλειπαν σε διακοπές, έβλεπες μόνο ηλικιωμένους στα μικρά μέρη ή όσους δεν είχαν τη δυνατότητα να φύγουν. Παρ’ όλο που είχα γαλλική παιδεία, η Γερμανία μού άρεσε πάρα πολύ. Η Αυστρία μού είχε φανεί συνταρακτική, η Ουγγαρία το ίδιο, αλλά για άλλους λόγους. Στην Πολωνία είχα κάνει τεράστια δουλειά που χάθηκε, διότι μου κατέσχεσαν τα φιλμ. Εκατό φιλμ έχω χάσει συνολικά. Δεν υπήρχε πάντως αδιάφορο μέρος για εμένα».
Αναρωτιέμαι κατά πόσο τον είχε επηρεάσει η δική του ιδεολογία στην επαφή του με αυτόν τον κόσμο. Ηταν τότε αριστερός; «Ολοι εκείνη την εποχή ήμασταν αριστεροί. Η δική μου γενιά μπήκε στο Πολυτεχνείο μετά τη Μεταπολίτευση και ήταν αδιανόητο να μην είσαι αριστερός. Προσωπικά, πήρα γρήγορα κάποιες αποστάσεις και θα έλεγα ότι είχα γίνει απολιτίκ, δεν με συγκινούσαν αυτές οι πολιτικές ιδεολογίες. Οταν πέρασα το σιδηρούν παραπέτασμα με περίμενε ένα τεράστιο σοκ, αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν αυτό το κοινωνικό όραμα στο οποίο πίστεψα νεότερος να χρειάζεται αυτή τη φυλακή για να επιβιώσει και γιατί ο κόσμος ήταν τόσο φοβισμένος στον σοσιαλιστικό παράδεισο. Αν ήσουν λίγο ειλικρινής με τον εαυτό σου, αν δεν ήσουν φανατικός δηλαδή, δεν μπορούσες να μην τα παρατηρήσεις αυτά. Στη Ρουμανία η παράνοια έφτανε στα όριά της. Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι πώς μπορείς, ξεκινώντας από τις καλύτερες προθέσεις που διέπουν, υποτίθεται, τη σοσιαλιστική ουτοπία, να φτάσεις σε τέτοια κτηνωδία. Είχαν βέβαια πάει στις σοσιαλιστικές χώρες και πολλοί που τυφλωμένοι από τις πεποιθήσεις τους τα έβλεπαν όλα τέλεια. Θα ήθελα, ωστόσο, να τονίσω πως η δουλειά μου δεν είχε σκοπό να καταγγείλει αυτά τα καθεστώτα – μάλιστα απέφευγα να φωτογραφίζω αντιπροσωπευτικές της κατάστασης εικόνες: τις ουρές μέσα στο χιόνι για προϊόντα, τις άδειες αγορές, τα σάπια μήλα. Δεν με ενδιέφερε να κάνω προπαγάνδα. Με ενδιέφεραν τα πρόσωπα των ανθρώπων. Και οι φωτογραφίες που έκανα στη Δύση δεν την απεικόνιζαν σαν κάποιο παράδεισο. Η Δυτική Γερμανία του καπιταλισμού ήταν μια ανερχόμενη οικονομική δύναμη με μεγάλο πλούτο τον οποίο αγνόησα. Ο φωτογράφος βλέπει αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι. Αν αρχίσεις να κάνεις ιδεολογική φωτογραφία χάνεις την μπάλα».
Τις περισσότερες από τις χώρες που είχε επισκεφθεί τότε δεν τις ξαναείδε για πολλά χρόνια. «Αφησα πολλές δεκαετίες να περάσουν» λέει. «Στην Πράγα πήγα εφέτος, το μέρος είναι τελείως διαφορετικό. Ολη εκείνη η «περίκλειστη» γοητεία που τη διέκρινε τότε, η γοητεία μιας παλιάς αστικής κοινωνίας που βρισκόταν σε κατάπτωση, έχει εξαφανιστεί. Σήμερα είναι μια λαμπερή πόλη, σαν λούνα παρκ, με απίστευτο τουρισμό και κίνηση παντού. Τότε στην Παλιά Πόλη δεν κυκλοφορούσε ψυχή τα βράδια. Πήγα επίσης στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, είδα μια τεράστια πρόοδο. Παρ’ όλο που τα σημερινά τους καθεστώτα δεν είναι πολύ δημοφιλή, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε την τρομερή άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Μακάρι να βρουν στο μέλλον και καλύτερους ηγέτες».
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο Κωνσταντίνος Πίττας έχει ξαναπιάσει στα χέρια του φωτογραφική μηχανή, μια ασχολία που είχε απαρνηθεί για δύο και πλέον δεκαετίες. Το επόμενο πρότζεκτ του δεν γνωρίζει ποιο θα είναι, πάντως δεν θα έμπαινε στον πειρασμό να δημοσιεύσει π.χ. φωτογραφίες από το Μάτι ή στιγμιότυπα που εμπίπτουν στην κατηγορία «εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου». Επιρροές από τους μεγάλους καλλιτέχνες της φωτογραφίας δεν διαθέτει – τον Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, λόγου χάριν, τον ανακάλυψε το ’87. Την αισθητική του τη διαμόρφωσε το σινεμά και οι μεγάλοι ευρωπαίοι auteurs: «Aγαπούσα πολύ τον Ταρκόφσκι, τον Μπέργκμαν, τον Βέντερς. Και ορισμένους Ιάπωνες, τον Κουροσάβα, για παράδειγμα. Εμαθα τι σημαίνει κάδρο από τους διευθυντές φωτογραφίας των μεγάλων σκηνοθετών». Με τον «Ψυχρό Πόλεμο» του Παβλικόφσκι, μια ταινία που – λόγω θέματος – περίμενα ότι θα του άρεσε, δεν ενθουσιάστηκε. «Είχα ενστάσεις με το σενάριο, αλλά και με το πώς παρουσιάστηκε η εποχή. Δεν μπορούσες εκείνα τα χρόνια να μπαινοβγαίνεις στην Πολωνία με την ευκολία που το έκαναν οι ήρωες του φιλμ» ξεκαθαρίζει. Ούτε και σήμερα παρακολουθεί πολύ στενά τη δουλειά συγκεκριμένων φωτογράφων. Εχει όμως να πει πως «στους νέους φωτογράφους βλέπω πολλή σκέψη για το πώς θα είναι ένα κάδρο ωραίο. Νομίζω ότι χάνεται μέρος της μαγείας και της ομορφιάς μιας εικόνας όταν προσεγγίζεις τόσο εγκεφαλικά το στήσιμό της». Ο ίδιος κινούνταν πάντα κάπως διαισθητικά. Οι «Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης» τον έχουν, νομίζω, δικαιώσει.