«Η Ιστορία μού άρεσε πάρα πολύ από το σχολείο. Οταν έδωσα Πανελλήνιες, είχαμε ακόμη δέσμες, θυμάμαι ότι στο μάθημα της Ιστορίας και οι δύο διορθωτές μού έβαλαν 20. Η πρώτη μου επιλογή ήταν το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.
Σήμερα, κοιτάζοντας πίσω, δεν έχω μετανιώσει ούτε για μία στιγμή την επιλογή μου αυτή» είναι μία από τις πρώτες κουβέντες που θα μου πει η επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Πατρών Κωνσταντίνα Καρακώστα, όταν τη συναντώ.
Με ερευνητικά ενδιαφέροντα τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία, τη διασπορά, το ζήτημα των εθνικών ταυτοτήτων, τη Δημόσια, Προφορική και Ψηφιακή Ιστορία, αλλά και τη μνήμη και το τραύμα, η ίδια ανατέμνει την Ιστορία αναζητώντας την αόρατη γραμμή που συνδέει το τότε με το τώρα.
Κυρία Καρακώστα, τι σας έστρεψε στη μελέτη της Ιστορίας και δη στο πεδίο της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας;
Η περίοδος της Νεότερης Ιστορίας, λόγω της Ελληνικής Επανάστασης, έχει έναν ρομαντισμό που με συγκινεί. Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας ήταν ένα εθνικό και πολιτικό κίνημα που στόχο είχε όχι μόνο την απελευθέρωση του υπόδουλου γένους, αλλά και τη συγκρότηση μιας σύγχρονης και ευνομούμενης πολιτείας. Αυτό ήταν το πολιτικό όραμα του αναγεννημένου έθνους που, όπως δήλωνε σε επιστολή του ο Ιωάννης Μελάς προς τον Διονύσιο Ρώμα, ζητούσε «να συναριθμηθεί εις τα πολιτικά έθνη και όχι να ομοιάσει τους αχρείους»…
Σήμερα είστε επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ειδικευμένη στη Νεότερη Ελληνική αλλά και Ψηφιακή Ιστορία. Τι ακριβώς σηματοδοτεί ο όρος «Ψηφιακή Ιστορία»;
Στην Πάτρα ξεκίνησα να διδάσκω το 2016-2017 και δύο χρόνια αργότερα ολοκλήρωνα το δεύτερο μεταπτυχιακό μου στην «Ιστορική Eρευνα, Διδακτική και Νέες Tεχνολογίες». Πλέον διαδικτυακοί τόποι προσφέρουν την ιστορική γνώση σε πολυπληθή ακροατήρια.
Ψηφιοποιημένα ιστορικά αρχεία, πανεπιστημιακά περιοδικά, επιστημονικές μονογραφίες, ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, ψηφιακές σελίδες ιστορικών συλλόγων συνυπάρχουν δίπλα σε ερασιτέχνες της Ιστορίας, ιστορικούς φιλαναγνώστες και συγγραφείς, ακόμη και πλάι σε προπαγανδιστικούς διαδικτυακούς ιστορικούς κόμβους.
Αρκεί μία λέξη-κλειδί και τα διαθέσιμα ευρήματα εμφανίζονται. Νεολογισμός της εποχής μας, η Ψηφιακή Ιστορία (Digital/Web History) αποτελεί βασικό εκφραστή και πεδίο δράσης της Δημόσιας Ιστορίας.
Φωτογραφικό υλικό, προφορικές διηγήσεις, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές αναπαράγονται στα ψηφιακά μέσα και καταφέρνουν όχι μόνο να αναπαριστούν το παρελθόν, αλλά κυρίως να καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βιώνουμε την Ιστορία σήμερα.
Βρίσκεστε πίσω από την παραγωγή του δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «Από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά στο Μαουτχάουζεν και στο Μελκ. Οι αναμνήσεις ενός εκατόχρονου επιζώντα». Πώς έγινε η επιλογή του θέματος;
Ξέρετε, οι δημόσιες αναπαραστάσεις των συγκρουσιακών τραυματικών γεγονότων φέρουν ένα μεγάλο συναισθηματικό βάρος και για τον λόγο αυτόν προκαλούν διχαστικές ιδεολογικές εντάσεις. Η επιλογή μου, λοιπόν, δεν ήταν τυχαία. Eβλεπα τη μεγάλη πρόκληση στην προσέγγιση αυτών των θεμάτων, όπως του Ολοκαυτώματος, μέσα από μια πτυχή της Δημόσιας Ιστορίας. Eτσι παρατηρούμε πώς εξελίσσεται η διαδικασία συγκρότησης της ιστορικής ενσυναίσθησης, του ιστορικού εγγραμματισμού και της ιστορικής συνείδησης.
Ως υπότροφος μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο New York University της Νέας Υόρκης πραγματοποιήσατε μία ενδιαφέρουσα έρευνα σχετικά με τα αποτελέσματα της κατάχρησης της Δημόσιας Ιστορίας στην ελληνική κοινωνία, βασισμένη στα ιστορικά επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τα πολιτικά κόμματα την περίοδο της οικονομικής κρίσης (2010-2015). Ποια ήταν τα κύρια συμπεράσματα;
Η σπουδαία ελληνίστρια ιστορικός Kάθριν Φλέμινγκ μού έδωσε μια τεράστια ευκαιρία, μέσα από την υποτροφία που μου χορήγησε το Department of International, European & Area Studies στον τομέα Δημόσια Ιστορία και Πολιτική (Public History and Politics).
Βρέθηκα σε ένα εξέχον πανεπιστήμιο όπου γνωρίζουν άριστα τον τρόπο μελέτης της Δημόσιας Ιστορίας. Ηταν το 2014, την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όταν τον πόλεμο για την ιστορική αλήθεια πυροδοτούσαν οι πολιτικοί. Τότε η Ιστορία, για προφανείς πολιτικούς στόχους, χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό εργαλείο. Ωστόσο, η δογματική ερμηνεία της δεν αναδείχθηκε ποτέ σε πολιτική λύση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας.
Είναι ίδιον της πολιτικής να εργαλειοποιεί την Ιστορία;
Λίγοι ήταν οι πολιτικοί που δεν την εργαλειοποίησαν και στάθηκαν στο ύψος των απαιτήσεων της εποχής τους. Ξέρετε, οι ιστορικές αναφορές εγείρουν συναισθήματα και εικόνες που δεν αφήνουν κανέναν ανεπηρέαστο. Ασφαλώς ο πολιτικός κόσμος οφείλει να αναζητά νέα αφηγήματα, όλοι εμείς όμως πρέπει να γνωρίζουμε πως ό,τι είναι πολιτικά ελκυστικό δεν είναι απαραίτητα και ιστορικά ακριβές. Η αναδρομή στο παρελθόν για λόγους πολιτικής στρατηγικής μπορεί να γοητεύει, όμως η Ιστορία στο τέλος εκδικείται όσους την εργαλειοποιούν.
Ερευνητικά έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το ζήτημα των Βλάχων. Γιατί; Καρπός μάλιστα αυτή της έρευνας ήταν και το βιβλίο σας «Από τη Μοσχόπολη στο Μίσκολτς της Ουγγαρίας» (εκδ. Παπαζήση). Τι πραγματεύεται;
Σκοπός της μελέτης ήταν να επαναπροσεγγίσει το θέμα της βλάχικης ταυτότητας, μελετώντας αρχικά τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της πλέον αναγνωρισμένης και ακμάζουσας βλάχικης εστίας, της Μοσχόπολης, και έπειτα να καταδείξει τη διαδικασία εξέλιξης της μοσχοπολίτικης-βλάχικης ταυτότητας σε μία πόλη της Αψβουργικής Μοναρχίας, το Μίσκολτς. Για τη μελέτη του εν λόγω ερευνητικού ζητουμένου, η επιλογή των παραπάνω πόλεων κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν.
Η Μοσχόπολη συμβολίζει την παράδοση, το παρελθόν, ενώ από την άλλη πλευρά στα μοναρχικά εδάφη αποτυπώνονται εξαιρετικά χαρακτηριστικά οι αλλαγές που συνέβησαν στον εθνικό φυσιογνωμικό ιστό των Βλάχων μετοίκων. Αυτό συνέβη εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στο εσωτερικό τους όσο και εξαιτίας της ευρείας διάδοσης των ιδεών του Διαφωτισμού που εξαπλώνονταν εκεί με γοργούς ρυθμούς.
Θα ήθελα να σταθούμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα της Μοσχόπολης, αυτής της πόλης κοντά στην Κορυτσά. Ποιοι είναι οι λόγοι που την περιβάλλει ένας μύθος;
Η αλήθεια είναι ότι με μεγάλη δόση λογοτεχνικού λυρισμού και θαυμασμού για το μεγαλείο που γνώρισε στα χρόνια της ακμής της, η Μοσχόπολη έφθασε στο σημείο να χαρακτηρισθεί ως η Αθήνα της Τουρκοκρατίας, το Παρίσι της Ανατολής και η Ιερουσαλήμ των Βλάχων.
Ηταν η θεαματική οικονομική και πολιτισμική ακμή της που την κατέστησαν αβίαστα, και όχι άδικα, ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα της Νότιας Βαλκανικής, που συνέβαλε όσο κανένα στον γλωσσικό εξελληνισμό των αλλοφώνων της ευρύτερης Βαλκανικής Χερσονήσου. Το φαινόμενο της Μοσχόπολης, η ανάδειξη δηλαδή της Μοσχόπολης στο στερέωμα των πόλεων της περιοχής, υπήρξε θεαματική, όπως θεαματική υπήρξε και η πτώση της.
Το μεγαλείο που γνώρισε ήταν τέτοιο που φώτισε την ίδια και τους κατοίκους της σε ολόκληρη την περίοδο της ακμής της. Περισσότερο, όμως, φωτίστηκαν οι Μοσχοπολίτες μετά την πτώση της. Φωτίστηκαν τόσο, ώστε ολόκληρη η ιστορία των Βλάχων κατέληξε τελικά να αρθρώνεται γύρω από την ιστορία της Μοσχόπολης.
Αλήθεια, ποιο είναι το επόμενο εκδοτικό σας βήμα;
Το καλοκαίρι ολοκλήρωσα τη μετάφραση του τρίτου τόμου της σειράς The Fontana Economic History of Europe με τίτλο «Βιομηχανική Επανάσταση». Βρίσκεται πλέον στο στάδιο της επιμέλειας από τις εκδόσεις Παπαζήση και θα ακολουθήσει η έκδοσή του. Oμως, πριν από λίγες ημέρες ξεκίνησα την αρχειακή αναζήτηση για ένα νέο ερευνητικό εγχείρημα, για κάτι πολύ ωραίο! Ιστορικό-Πολιτικό-Μετεπαναστατικό.