Μια Κοινωνία Προσώπων πρόκειται να ξεδιπλωθεί το προσεχές διάστηµα στην ιταλική πρωτεύουσα. Μια Κοινωνία που θα µαρτυρεί στιγµές της Ιστορίας της Ελλάδας αλλά και τις διαφορετικές προσεγγίσεις των καλλιτεχνών που συµπύκνωσαν σε προσωπογραφίες την ιδιαιτερότητα των εικονιζοµένων καθώς και της εκάστοτε εποχής, στην οποία γαλουχήθηκαν. Αφορµή η έκθεση «Κοινωνία Προσώπων – Η απεικόνιση της ανθρώπινης µορφής. Από τη µεταβυζαντινή τέχνη στη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική», η οποία θα φιλοξενείται σύντοµα (από 8/11) στο Palazzo della Cancelleria που υπάγεται στην Αγία Εδρα και βρίσκεται στο ιστορικό κέντρο της Ρώµης. Διοργανώνεται από την πρεσβεία της Ελλάδας στο Βατικανό, σε συνεργασία µε την Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, µε αφορµή αφενός τη συµπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και τη συµπλήρωση 40 χρόνων από την ανταλλαγή πρέσβεων µεταξύ Ελλάδας και Βατικανού. Στην έκθεση θα παρουσιαστούν 66 έργα των πιο σηµαντικών ζωγράφων της νεοελληνικής τέχνης (από τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Γεώργιο Ιακωβίδη ως τον Γιάννη Μόραλη, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Γιώργο Ρόρρη), τα οποία προσφέρονται από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης αλλά και µουσεία, Ιδρύµατα και ιδιωτικές συλλογές. Η επιµέλειά της ανήκει στην κυρία Ολγα Μεντζαφού, επίτιµη διευθύντρια Συλλογών και Μουσειολογικού Προγραµµατισµού της Εθνικής Πινακοθήκης, η οποία εν προκειµένω έχει συνεργάτιδα τη Μαρία Μιγάδη, ανεξάρτητη ιστορικό τέχνης και εικαστική σύµβουλο. Τον δε µουσειογραφικό σχεδιασµό της έκθεσης έχει αναλάβει η αρχιτέκτων Σόνια Χαραλαµπίδου-Διβάνη, οµότιµη καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο ΕΜΠ, και η αρχιτέκτων Ειρήνη Χαραλαµπίδου, δεδοµένου ότι το παλάτσο, ένα κτίριο του 15ου αιώνα, παρουσιάζει ιδιοµορφίες και πρακτικούς περιορισµούς εξαιτίας της σπουδαιότητας και της παλαιότητάς του. «Από την εποχή της Αναγέννησης, η προσωπογραφία, ως ζωγραφικό θέµα, µαζί µε τις ιστορικές, αλληγορικές ή θρησκευτικές σκηνές, βρίσκεται στις πρώτες θέσεις ιεράρχησης των επιλογών του καλλιτέχνη. Είναι το θέµα που ορίζει την ταυτότητα του προσώπου, είναι το θέµα που καλεί τον καλλιτέχνη να διερευνήσει το µυστήριο της παρουσίας του, είναι το θέµα που καλεί τον θεατή να συµµετάσχει και να κατανοήσει αυτό το µυστήριο. Είναι ο πραγµατικός σύνδεσµος του αντικειµενικού µε το υποκειµενικό, είναι τελικά µια «κοινωνία» προσώπων» εξηγεί η κυρία Μεντζαφού, η οποία είναι υπεύθυνη για την επιλογή των έργων και για την ακαδηµαϊκή τους τεκµηρίωση. «Η απεικόνιση του προσώπου είναι το κατ’ εξοχήν θέµα που µπορεί να αντιµετωπισθεί ως σύµπτωµα ευρύτερων τάσεων, και τα συνθετικά και εικονογραφικά γνωρίσµατά του να ερµηνευθούν ως ιδιαίτερες όψεις και εκφάνσεις των τάσεων αυτών. Σε διάφορες ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές, ποιητικές συνθήκες η απεικόνιση του προσώπου µεταφέρει ιδέες και έννοιες που άλλοτε έχουν συµβολική αξία, άλλοτε ηρωοποιούν ή αποδοµούν τον εικονιζόµενο, πάντα όµως µέσα από το πρίσµα της προσωπικής προσέγγισης από τον καλλιτέχνη, που επηρεάζεται καθοριστικά από την ψυχολογία και την κοσµοθεωρία του» θα προσθέσει. Η έκθεση ξεκινά από την αγιογραφία της µεταβυζαντινής εποχής, για παράδειγµα µε έναν «Αγιο Ιωάννη Πρόδροµο» (Κρήτη, 17ος αιώνας), και φθάνει και στις αισθητικές αρχές της βυζαντινής τέχνης που αναβίωσαν τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 µε τη στροφή προς τα φαγιούµ, για παράδειγµα, ενώ δίνεται έµφαση στη µετάβαση από την αυστηρότητα της θρησκευτικής θεώρησης της προσωπογραφίας στην ελευθερία του πειραµατισµού όπως τον προέτασσαν τα διεθνή καλλιτεχνικά κινήµατα µε τα οποία έρχονταν σε επαφή οι εικαστικοί από το 1830 και µετά. Θα µπορεί λοιπόν ο επισκέπτης να δει έργα όπως «Η Κυρία Γαλάτη» του Διονύσιου Τσόκου (1820-1862), στην οποία ο επτανήσιος ζωγράφος ενσωµατώνει στοιχεία των σχολών της Ιταλίας, ή «Η Ανθοπώλις» του Νικόλαου Κουνελάκη (1829-1869), όπου η κλασικιστική παιδεία συνδυάζεται µε µια ροµαντική διάθεση. Δεν λείπουν έργα µε αµιγώς θρησκευτική θεµατική, όπως «Η Θεοτόκος» του Θεόδωρου Βρυζάκη (1814-1878), στο οποίο αποκαλύπτεται ο χαρακτήρας της εκκλησιαστικής ζωγραφικής που επικράτησε στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, όπως βεβαίως και δείγµατα των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου, οι οποίοι αφοµοίωσαν στο έργο τους κοµµάτια της ευρωπαϊκής παράδοσης και απεικόνισαν τους µεγαλοαστούς της νέας τάξης που είχε αναδυθεί τον 19ο αιώνα, πέρα από ένα εξατοµικευµένο πορτρέτο του εκάστοτε ανθρώπου – όπως η «Προσωπογραφία Γεωργίου Νάζου» του Νικόλαου Γύζη (1842-1901), που είναι το πορτρέτο του αδελφού της συζύγου του, διευθυντή του Ωδείου Αθηνών.
Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Νικόλαος Λύτρας (1883-1927) και ο Γεώργιος Μπουζιάνης (1885-1959) επαναπροσδιορίζουν την ελληνική προσωπογραφία, ενώ καλλιτέχνες όπως ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) εστιάζουν σε µια ανθρωποκεντρική ζωγραφική που διακατέχεται από ρεαλισµό δίχως να χάνει τον λυρισµό της, όπως φαίνεται και µε το πορτρέτο του γλύπτη Κώστα Κουλεντιανού. Η έκθεση κλείνει όπως ανοίγει, µε έργα δηλαδή θρησκευτικής θεµατογραφίας, αν και η προσέγγιση πλέον είναι πιο ελεύθερη και προσωπική, ανάλογα µε τις αναζητήσεις του καλλιτέχνη. Είναι µια µαυροφορεµένη Παναγία του Χρήστου Μποκόρου (1956-) και µια προσωπογραφία του Αγίου Εφραίµ του Σύρου, φιλοτεχνηµένη από τον Δηµήτρη Ζουρούδη (1956-).
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.