Μία από τις σημαντικότερες εστίες της ευρωπαϊκής Παιδείας αποτελεί η Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας, στους χώρους της οποίας βρίσκεται αποθησαυρισμένη μια ανεκτίμητη κληρονομιά γνώσης που διατηρεί ζωντανή την παράδοση των κλασικών γραμμάτων. Είναι πράγματι διάσημη ανά την οικουμένη, όχι μόνο γιατί στις συλλογές της βρίσκονται πάνω από 11.000 σπάνια χειρόγραφα στα οποία σώζονται ορισμένα από τα σημαντικότερα αρχαία κείμενα που εμπεριέχουν Πλάτωνα, Αισχύλο, Σοφοκλή, Θουκυδίδη, Τάκιτο, Πλίνιο, Βιργίλιο κ.ά. – ακόμα και το παλαιότερο σωζόμενο αντίγραφο του Ιουστινιάνειου Κώδικα βρίσκεται εκεί -, αλλά και γιατί η κατασκευή της ανατέθηκε στον ίδιο τον Μιχαήλ Αγγελο το 1523 από τον πάπα Κλήμη Ζ’ (η κατασκευή ξεκίνησε δύο χρόνια αργότερα).
Την ίδια στιγμή, στις συλλογές της εμπεριέχονται 566 εγκόλπια, 1.681 έντυπα βιβλία του 16ου αιώνα, 592 περιοδικά για συναφή θέματα, συνολικά 126.527 βιβλία που χρονολογούνται από τον 17ο έως τον 20ό αιώνα, όπως και 2.500 πάπυροι των οποίων η προέλευση μπορεί να αποδοθεί στις διάφορες «εκστρατείες» που διοργάνωσαν οι ιταλοί παπυρολόγοι ανά την Αίγυπτο στις αρχές του 20ού αιώνα. Χάρη στις ανακαλύψεις τους, η Laurenziana, όπως την αποκαλούν, «φιλοξενεί» τελικά μοναδικές μαρτυρίες της λογοτεχνικής παραγωγής του αρχαίου κόσμου, όπως στίχους της Σαπφούς ή του Καλλίμαχου. Ακόμα και σήμερα, έχοντας επιβιώσει μέσα στους αιώνες, αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή για τους σύγχρονους μελετητές συνεχίζοντας να εμπλουτίζει τις συλλογές της με παπύρους, κώδικες, χειρόγραφα και σπάνιες εκδόσεις.
Οι απαρχές
Η Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη αποτελεί ιδιαίτερη πτέρυγα της Βασιλικής του Αγίου Λαυρεντίου της Φλωρεντίας. Πυρήνας της υπήρξε ουσιαστικά η συλλογή ελληνικών χειρογράφων του Οίκου των Μεδίκων. Ολα φαίνονται να ξεκινούν από τον Κόζιμο τον πρεσβύτερο (1389-1464), ο οποίος από νεαρή ηλικία είχε έφεση στα γράμματα και ουμανιστικές ανησυχίες. Την ίδια στιγμή η προσωπική φιλία του με τον λόγιο ουμανιστή Νικολό ντε Νικολί, με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιος πάθος για τη συλλογή αρχαίων έργων κλασικών συγγραφέων, τον βοήθησε να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη του. Μάλιστα, με την καθοδήγησή του απέκτησε μεγάλο αριθμό χειρογράφων, ενώ μετά τον θάνατο του Νικολί ο Κόζιμο κληρονόμησε το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης του και δώρισε πολλά από αυτά τα χειρόγραφα στο μοναστήρι του Αγίου Μάρκου, επίσης στη Φλωρεντία.
Η βιβλιοθήκη του βέβαια ακολούθησε τη μοίρα της οικογένειας των Μεδίκων. Το 1494, μετά την ποινή εξορίας που επιβλήθηκε στον Πέτρο Β’ τον Ατυχο και την εξορία από τη Φλωρεντία ολόκληρης της δυναστείας των Μεδίκων, η βιβλιοθήκη κατασχέθηκε από τη δημοκρατική κυβέρνηση και απορροφήθηκε εξ ολοκλήρου από τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού του Αγίου Μάρκου. Το 1508 ανακτήθηκε και μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον καρδινάλιο Τζοβάνι ντι Λορέντσο ντε Μέντιτσι, ο οποίος το 1513 ανέβηκε στον παπικό θρόνο ως πάπας Λέων Ι’. Τελικά ο διάδοχός του, ο πάπας Κλήμης Ζ’, τη μετέφερε πίσω στη Φλωρεντία το 1523.
Η κατασκευή
Ο πάπας Κλήμης Ζ’, Μέδικος και ο ίδιος, ήθελε να δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη που θα απεικόνιζε συμβολικά το μεταβαλλόμενο status της δυναστείας του, η οποία από μία οικογένεια εύπορων εμπόρων αναρριχήθηκε στην κορυφή της κοινωνικής, πνευματικής και θρησκευτικής αριστοκρατίας. Αποφάσισε λοιπόν να δημιουργήσει μια βιβλιοθήκη που θα ανταγωνιζόταν ακόμα και αυτήν του Βατικανού για να στεγάσει την πλούσια συλλογή χειρογράφων και βιβλίων των Μεδίκων. Ανέθεσε λοιπόν στον Μιχαήλ Αγγελο τον σχεδιασμό και την κατασκευή της βιβλιοθήκης, η οποία θα χτιζόταν ως τμήμα ενός μοναστικού συμπλέγματος που περιείχε και τη μεσαιωνική Βασιλική του Αγίου Λαυρεντίου της Φλωρεντίας.
Πρόθυμος να αναλάβει την πρόκληση, ο Μιχαήλ Αγγελος παρέδωσε το πλήρες σχέδιο της βιβλιοθήκης, η οποία άρχισε να κατασκευάζεται το 1525. Δεδομένου ότι χτίστηκε πάνω σε μια υπάρχουσα μονή, ορισμένα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής ήταν προκαθορισμένα. Αυτό δεν αποτέλεσε πρόβλημα, αντίθετα συντέλεσε στο μοναδικό αποτέλεσμα. Ο Μιχαήλ Αγγελος ωστόσο δεν ήταν παρών καθ’ όλη τη διάρκεια της κατασκευής. Οταν έφυγε από τη Φλωρεντία το 1534 μόνο οι τοίχοι του αναγνωστηρίου είχαν κατασκευαστεί.
Οι διάδοχοί του όμως υπήρξαν άξιοι, άλλωστε τα σχέδιά του ήταν λεπτομερή. Ετσι οι Τζόρτζιο Βαζάρι, Νικολό Τρίμπολο και Μπαρτολομέο Αμανάτι ανέλαβαν να ολοκληρώσουν το έργο, επικοινωνώντας τακτικά μαζί του. Τελικά, έπειτα από 46 χρόνια, το 1571, η βιβλιοθήκη ολοκληρώθηκε. Ο Μιχαήλ Αγγελος δεν πρόλαβε να δει το σχέδιό του να παίρνει σάρκα και οστά. Είχε φύγει από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 1564.
Η Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη φυσικά ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζει ως πρότυπο του μανιερισμού, αποτελούμενη από τον προθάλαμο και την εντυπωσιακή σκάλα που οδηγεί τελικά στην επιβλητική αίθουσα του αναγνωστηρίου, το οποίο έχει μήκος 46,20 μ., πλάτος 10,50 μ. και ύψος 8,4 μ. Στο αναγνωστήριο υπάρχουν ουσιαστικά δύο ομάδες καθισμάτων που χωρίζονται από έναν κεντρικό διάδρομο, με τις πλάτες κάθε καθίσματος να χρησιμεύουν ως γραφεία για τους πάγκους πίσω τους.
Στη βιβλιοθήκη αυτή τη στιγμή έχουν πρόσβαση πολλοί μελετητές. Βέβαια η άμεση εξέταση των σπάνιων και εύθραυστων πρωτοτύπων μπορεί να επιτραπεί μόνο για αιτιολογημένους λόγους, αλλά παρέχονται πλήρη ασπρόμαυρα μικροφίλμ και έγχρωμες διαφάνειες όλων των χειρογράφων, παπύρων και άδετων εγγράφων που βρίσκονται υπό τη φροντίδα της βιβλιοθήκης και είναι ελεύθερα προσβάσιμα. Δυστυχώς οι επισκέπτες της βιβλιοθήκης αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να ξεναγηθούν στους ιστορικούς χώρους του προθάλαμου, της σκάλας και του αναγνωστηρίου που συνέλαβε ο Μιχαήλ Αγγελος, οι οποίοι παραμένουν κλειστοί μέχρι νεωτέρας.