Επρεπε να ανανεώσει το διεθνές δίπλωμα οδήγησης. Προσκόμισε τα απαραίτητα δικαιολογητικά, για να μάθει πως το νέο δίπλωμά του θα έβγαινε σε τρεις μήνες! «Και αν πρέπει στο μεταξύ να ταξιδέψω;». Ας έπαιρνε το τρένο, το λεωφορείο, τη βοϊδάμαξα, όλο και κάτι θα περνούσε. Ετερος φίλος πηγαινοέρχεται εδώ και εβδομάδες στην Εφορία για να τακτοποιήσει μια εκκρεμότητα που κανονικά θα έπρεπε να διευθετείται ηλεκτρονικά στο πι και φι. Αλλος πάλι έχει μπλέξει με τον ΔΕΔΔΗΕ και τραβάει τα μαλλιά του. Για την κακή εξυπηρέτηση στο Ελληνικό Δημόσιο (αλλά και σε ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας) μιλούσαν τις προάλλες σε τηλεοπτική εκπομπή. Ολοι, για άλλη μία φορά, είχαν να πουν κάτι αρνητικό. Δεν φταίνε οι υπάλληλοι, φταίει το σύστημα; Πάντως η κατάσταση, παρά τις διαβεβαιώσεις όλων των τελευταίων κυβερνήσεων πως θα βελτιωθεί, παραμένει απελπιστική. Το διαπίστωσα εκ νέου όταν χρειάστηκε να ταχυδρομήσω μια επιστολή. Είχα χρόνια να χρησιμοποιήσω τα ΕΛΤΑ. Πήγα πρωί-πρωί και ευτυχώς δεν είχαν μαζευτεί ακόμη τα πλήθη που βλέπω να περιμένουν όταν περνώ μετά τις 10 π.μ. Από τα πέντε γκισέ ήταν ανοιχτά μόνο τα δύο. «Μικρό το κακό» σκέφθηκα, παίρνοντας από το μηχάνημα που καθορίζει την προτεραιότητα το (τυχερό;) Νο 3. Στο πρώτο γκισέ ένας κυριούλης εξυπηρετούσε το Νο 1, στο δεύτερο γκισέ το Νο 2, σε ένα, το πολύ, λεπτό θα με είχαν φωνάξει. Ετσι νόμιζα. Ομως ο κυριούλης με την πελάτισσα Νο 1 ήταν κοντοχωριανοί και είχαν πιάσει το λακριντί: «Τι κάνει ο σύζυγος;». «Πήγε στο χωριό». «Εγώ θα κατέβω την άλλη εβδομάδα, για να δω τη γριά». «Πώς είναι η κυρα-Μαρίνα;». «Κάτι θεματάκια με την καρδιά της έχει». Μέχρι και τι φάρμακο παίρνει έμαθα περιμένοντας. Στο μεταξύ ο κυριούλης στο δεύτερο γκισέ δεν έβρισκε τη σφραγίδα με την οποία έπρεπε να σφραγίσει την επιταγή που έστελνε ο δικός του πελάτης. Εψαξε σε όλα τα γραφεία, έβαλε και τον άλλον συνάδελφο (τον γιο της κυρα-Μαρίνας) να ψάχνει. Πίσω μου άρχισε να σχηματίζεται ουρά. Με τα πολλά, τη βρήκαν τη σφραγίδα. Ο πελάτης Νο 2 αποχώρησε αφού μας ευχήθηκε με νόημα «καλό κουράγιο». Ο κυριούλης δεν με κάλεσε αμέσως, με άφησε να περιμένω φτιάχνοντας τα χαρτιά του και μονολογώντας «τι μπου***λο που είναι εδώ μέσα!». Κάποια στιγμή αποφάσισε να μου δώσει σημασία. Ζύγισε την επιστολή μου και μου πέταξε ένα ξερό και αγέλαστο «δύο και ογδόντα». Του έδωσα πέντε ευρώ και ο χρόνος πάγωσε για άλλη μια φορά. Εγώ περίμενα, εκείνος είχε καρφώσει ένα άδειο βλέμμα στην επιφάνεια του γραφείου του και δεν το σήκωνε. Ξαφνικά στράφηκε προς τον γιο της κυρα-Μαρίνας που αποχαιρετούσε (επί ώρα) την κοντοχωριανή, και τον ρώτησε: «Ρε συ, τι έγιναν τα γραμματόσημα του ενός ευρώ; Πού τα πήγατε;». Αρχισαν να τα ψάχνουν, σχολιάζοντας εκ νέου, για όσους πελάτες δεν το είχαν ακούσει την πρώτη φορά, «μπου***λο έχουμε γίνει!». Περιμένοντας τα ρέστα μου αποφάσισα πως την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να στείλω γράμμα θα χρησιμοποιήσω ταχυδρομικό περιστέρι.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος