Το να πει κανείς ότι είναι πολυάσχολος είναι ένας φτωχός ευφημισμός, αν σκεφτείς ότι τα γραφεία Kengo Kuma & Associates σε Τόκιο, Πεκίνο, Σανγκάη, Σεούλ και Παρίσι «τρέχουν» έναν τριψήφιο αριθμό πρότζεκτ σε όλον τον κόσμο αυτή τη στιγμή.
Κι όμως, όταν θα συναντηθούμε στο γνωστό ξενοδοχειακό συγκρότημα One&Only Aesthesis στη Γλυφάδα όπου διαμένει, δεν θα διακρίνω ούτε μια τόση δα υπόνοια άγχους ή βιασύνης – την εξωτερίκευσή τους στο σώμα και το πρόσωπό του, στον ρυθμό της ομιλίας του. Είναι παρών στη στιγμή με ηρεμία και πλήρη έλεγχο των συναισθημάτων του, ντυμένος με χαλαρά, άνετα ρούχα και μια μπλούζα με τη στάμπα ενός λαγού – τα εξώφυλλα των βιβλίων συχνά δίνουν μια αξιόπιστη νύξη για το αθέατο περιεχόμενό τους.
Εχει έρθει για να επιβλέψει την πορεία των εργασιών του Riviera Galleria, του κτιρίου των 23.000 τ.μ. που αναμένεται να γίνει προορισμός για αγορές, εστίαση και ψυχαγωγία και είναι ήδη ορατό όπως ανεγείρεται κατά μήκος της παραλιακής ζώνης του Αγίου Κοσμά στο πλαίσιο της φρενήρους οικοδομικής δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή όπου εκτείνεται το εκτεταμένο έργο αστικής ανάπλασης The Ellinikon της Lamda Development.
Παράλληλα βρίσκεται στη χώρα μας για να μιλήσει στην ενότητα «Talks» του θεσμού The Ellinikon Moments για τη διαχρονική προσπάθειά του να επανασυνδέσει την αρχιτεκτονική με το φυσικό περιβάλλον, το «σήμα κατατεθέν» της πολυβραβευμένης δουλειάς του.
Το αξιοσημείωτο είναι δε ότι έρχεται για πέμπτη φορά στην Αθήνα, κάτι που δεν συνηθίζει να κάνει με όλα του τα πρότζεκτ ανά την υφήλιο, όπως θα πει: «Το συγκεκριμένο είναι πολύ ξεχωριστό για εμάς. Επειδή μου αρέσει πολύ η τοποθεσία όπου βρίσκεται αλλά και διότι θεωρώ ότι οι λεπτομέρειές του συνιστούν μια πρόκληση για εμάς. Στην Ιαπωνία υπάρχει πολύ πυκνή δόμηση και οι χώροι είναι πολύ μικροί, οπότε η ακρίβεια είναι ύψιστης σημασίας.
Μια αντίστοιχη ακρίβεια όσο και ελαφρότητα της κατασκευής είναι αυτό που αναζητούμε και στο συγκεκριμένο πρότζεκτ. Ηθελα να βρω μια νέα λύση για ένα κτίριο εμπορικού τύπου όπως το Riviera Galleria.
Και η ελαφρότητα ήταν η λέξη-κλειδί προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο χαλαροί και είναι αυτού του είδους η ατμόσφαιρα που ταιριάζει σε ένα παραθαλάσσιο κτίριο.
Επειτα, πάντα έχουμε ως προτεραιότητα να σεβόμαστε τη φύση του μέρους όπου σχεδιάζουμε ένα κτίριο. Στην Ιαπωνία, το δάσος είναι το πιο σημαντικό στοιχείο της φύσης. Εδώ στην Ελλάδα, η θάλασσα και τα κύματα έχουν τον πρώτο λόγο στην Ιστορία της χώρας, είναι άμεσα συνυφασμένα με τον πολιτισμό της. Αυτό το κύμα αναδεικνύει τον πυρήνα του ελληνικού πολιτισμού».
Το κτίριο λοιπόν θα χαρακτηρίζεται από το κυματιστό στέγαστρό του από ξύλο και PTFE, «ένα ύφασμα συναφές με το τεφλόν, ένα υλικό το οποίο, σε αντίθεση με άλλα πλαστικά, δεν αλλοιώνεται», όπως θα εξηγήσει ο Αρης Καφαντάρης, διευθυντής Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού του αρχιτεκτονικού γραφείου Kengo Kuma & Associates και επικεφαλής του γραφείου για το έργο, ο οποίος συνοδεύει τον Κένγκο Κούμα.
Το δε ελληνικό φως, με αυτή την ιδιαιτερότητά του που την αναγνωρίζει και ο ιάπωνας αρχιτέκτονας – «είναι πολύ, πολύ ιδιαίτερο», όπως θα παραδεχτεί –, ήταν επίσης ένας καθοριστικός παράγοντας στον σχεδιασμό και τη λύση του ημιδιαφανούς στεγάστρου.
«Αν χρησιμοποιούσαμε ένα πιο συμπαγές υλικό, θα νιώθαμε τις σκιές πιο βαριές. Διαπιστώσαμε ότι ο συνδυασμός των ξύλινων δοκών με τις μεμβράνες δημιουργεί μια απαλή, φωτεινή σκιά στον χώρο». Παραπέμπει και στα Shoji Screens, τις διαχωριστικές επιφάνειες από ρυζόχαρτο και ξύλο που χαρακτηρίζουν την παραδοσιακή ιαπωνική αρχιτεκτονική:
«Ο συνδυασμός αυτών των υλικών είναι η ουσία της ομορφιάς των Shoji και κάτι τέτοιο θέλαμε να επιτύχουμε, αλλά στην ελληνική εκδοχή του». Γιατί τελικά ο ελληνικός και ο ιαπωνικός πολιτισμός, στην αρχαία τους εκδοχή, μοιράζονται περισσότερα από όσα είναι διακριτά διά γυμνού οφθαλμού, όπως την ανιμιστική φύση των θρησκειών τους.
«Η ζωή στην αρχαία Ελλάδα ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη φύση, με το δάσος. Είναι μια σύνδεση που χάθηκε στην πορεία, αν και μπορούμε να δούμε τεκμήρια της ύπαρξής της στην αρχιτεκτονική των ναών.
Οι λεπτομέρειες αυτών των μαρμάρινων κτιρίων προέρχονται από τις λεπτομέρειες των ξύλινων κτιρίων, μια και αρχικά χρησιμοποιούνταν ευρέως αυτό το υλικό. Το ίδιο συνέβη και στην Ιαπωνία. Θέλω να αναδείξω τις ομοιότητες των δύο διαφορετικών πολιτισμών μέσα από αυτό το κτίριο». Σημειωτέον, οι εργασίες αναμένεται να ολοκληρωθούν σταδιακά μέσα στο 2025 και το 2026.
Ξύλο και κλιματική κρίση
Το ξύλο είναι ένα υλικό που αγαπά ιδιαίτερα ο Κένγκο Κούμα και το φέρνει συχνά στην κουβέντα μας. Από ξύλο ήταν και το άλλο, παροδικό σχεδιαστικό αποτύπωμα που άφησε στην Αθήνα όταν σχεδίασε ένα μικρό περίπτερο από κόντρα πλακέ σημύδα, το «Cocoon» στην κεντρική αυλή του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου το 2020, με στόχο να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της τελετής παράδοσης της ολυμπιακής φλόγας για τους Αγώνες του Τόκιο:
«Πρέπει να επιστρέψουμε στη φύση, να χρησιμοποιούμε φυσικά υλικά, αυτή είναι η μεγάλη τάση του παρόντος, ακόμα και για τα έργα μεγάλης κλίμακας. Δεν διστάζουμε βέβαια να χρησιμοποιήσουμε και τεχνητά υλικά, όπως ατσάλι και τσιμέντο, όμως ο στόχος είναι μέσα από αυτά να δημιουργούμε νέα βιώσιμα περιβάλλοντα. Ο αρχιτέκτονας πρέπει να είναι ένας φιλόσοφος κατά τη γνώμη μου.
Θα πρέπει να είναι ένα βήμα μπροστά και να σχεδιάζει πώς πρέπει να ζούμε στο μέλλον. Δίχως αυτόν τον τρόπο σκέψης δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα κτίριο που θα έχει θέση σε αυτό».
Βέβαια, η μεγάλη πρόκληση της αρχιτεκτονικής και του κόσμου μας γενικότερα είναι η κλιματική κρίση: «Ναι, είναι μεγάλη η πίεση που βιώνουμε και πρέπει να βρούμε τους τρόπους να την αντιμετωπίσουμε.
Η χρήση του ξύλου είναι ένας από αυτούς, είναι ένα υλικό που απορροφά τον άνθρακα, ενώ μπορεί να αναζητηθεί σε τοπικό επίπεδο. Επίσης, η δημιουργία σκιερών χώρων είναι πολύ σημαντική, γι’ αυτό και στα κτίριά μας προσπαθούμε να δημιουργούμε ημιυπαίθριους χώρους όπου ο φυσικός εξαερισμός επιτυγχάνεται με ευκολία δίχως air-conditioning, για να σας δώσω ένα παράδειγμα».
Το ιδανικό ολυμπιακό ακίνητο
Ο ίδιος ο Κένγκο Κούμα μεγάλωσε κοντά στη φύση, σε μια πόλη που κάποτε ήταν πολύ μικρή, τη Γιοκοχάμα: «Είμαι πολύ τυχερός, γιατί όταν ήμουν παιδί η Γιοκοχάμα είχε ακόμα την ατμόσφαιρα ενός χωριού.
Πίσω από το σπίτι όπου μέναμε υπήρχε μια φάρμα με ζώα, ψαρεύαμε στο ποτάμι. Αυτό το είδος ζωής σε επαφή με τη φύση εξαφανίστηκε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Μέσα από τη δουλειά μου προσπαθώ να αναβιώνω τέτοιου είδους σχέσεις, ακόμα και στις μεγάλες πόλεις».
Κι όμως ήταν η απαρχή αυτής της μετάβασης που τον έκανε να ονειρεύεται να γίνει αρχιτέκτονας, όταν δηλαδή διοργανώθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Τόκιο το 1964.
Ο Κούμα αναφέρει συχνά το Yoyogi National Gymnasium ως το έργο που τον καθόρισε, ένα κτίριο με εντυπωσιακή οροφή από αλουμίνιο, ατσάλι και τσιμέντο που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας του μοντερνισμού Κένζο Τάνγκε με την αφορμή των Αγώνων.
«Ημουν μόλις δέκα χρόνων όταν με πήγε ο πατέρας μου να το δω. Εντυπωσιάστηκα, θα έλεγα σοκαρίστηκα, γιατί ερχόμουν από ένα μικρό χωριό που ζούσε αγκιστρωμένο στο παρελθόν και τη νοσταλγία.
Τον ρώτησα: «Ποιος το έφτιαξε;». Και μου είπε: «Ενας αρχιτέκτονας, η δουλειά του οποίου είναι να δημιουργεί τέτοια όμορφα κτίρια«. Εκείνη την ημέρα λοιπόν αποφάσισα ότι θα γίνω αρχιτέκτονας. Πρέπει να πω, όμως, ότι από εκεί και ύστερα, προτού ξεκινήσω να σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, τα μνημειώδη τσιμεντένια κτίρια που έβλεπα να ξεφυτρώνουν παντού ήταν μια μεγάλη απογοήτευση εξαιτίας της μη ανθρώπινης κλίμακας και υλικότητάς τους.
Αρχισα να συνειδητοποιώ ότι το σπίτι όπου μεγάλωσα και για το οποίο ντρεπόμουν όταν ήμουν παιδί γιατί ήταν μικρό, παλιό και «βρώμικο», ήταν καλύτερο από τέτοιου είδους κτίρια. Ηταν φτιαγμένο την περίοδο πριν από τον πόλεμο, με πρώτη ύλη του το ξύλο, γεγονός που το καθιστούσε εντελώς διαφορετικό είδος σπιτιού σε σχέση με εκείνα που κατασκευάζονταν μεταπολεμικά από προκατασκευασμένο ξύλο.
Το σπίτι μας ήταν κυριολεκτικά χειροποίητο, περιείχε τις διαφορετικές υφές των υλικών του. Ημουν τυχερός και από αυτή την άποψη» θα καταλήξει.
Ηταν μια παγίδα που δεν μπόρεσε να αποφύγει ούτε ο ίδιος. Ενα από τα πρώτα του κτίρια με το γραφείο του Kengo Kuma & Associates, το οποίο ίδρυσε το 1990, ήταν το M2 (1991) στο Τόκιο, ένα πειραματικό, μεταμοντέρνο pastiche με κυρίαρχο υλικό του το τσιμέντο (και έναν ιωνικού ρυθμού κίονα!), το οποίο έχει τρόπον τινά έκτοτε «αποκηρύξει».
Ωστόσο, με την αφορμή των Ολυμπιακών Αγώνων Τόκιο 2020, ο Κούμα κατέθεσε τη δική του εκδοχή για το τι συνιστά στάδιο, εμπνέοντας τον κόσμο της αρχιτεκτονικής όπως είχε κάνει παλαιότερα ο Κένζο Τάνγκε.
Στο Νέο Ολυμπιακό Στάδιο του Τόκιο το 2019, με το οποίο έγινε ευρέως γνωστός, τον πρώτο λόγο έχει – τι άλλο; – το ξύλο, όπως και τα δέντρα και τα φυτά, καθώς παρέμεινε πιστός στη φιλοσοφία του να αποφεύγει «ηρωικές χειρονομίες», τα μεγαλεπήβολα, εντυπωσιακά κτίρια η μορφή των οποίων επισκιάζει τα υλικά δόμησής τους:
«Θέλω να βρίσκω την ισορροπία ανάμεσα στη μορφή και το υλικό, να είναι όσο πιο διακριτική γίνεται η μεν ώστε να αποκαλύπτεται το δε». Κάτι που δεν έκανε η Ζάχα Χαντίντ, στην οποία είχε αρχικά ανατεθεί το συγκεκριμένο στάδιο, και η φουτουριστική, εξωγήινη «χελώνα» της προκάλεσε τη μήνη και τον αποτροπιασμό των ιαπώνων αρχιτεκτόνων.
Small is beautiful
Η άλλη πάντως φορά που είδε την τύχη να του χαμογελά ήταν τη δεκαετία του ’90, όταν η φούσκα της οικονομικής ευμάρειας στην Ιαπωνία έσκασε με θεαματικό τρόπο. «Ολα τα τοπικά πρότζεκτ στα μεγάλα αστικά κέντρα ακυρώθηκαν και τότε ήταν που πήγα ως σύμβουλος ενός έργου στην ύπαιθρο της Ιαπωνίας. Εκεί ξεκίνησε η νέα μου ζωή. Ηρθα σε επαφή με τα παραδοσιακά υλικά, γνώρισα τεχνίτες υψηλής ακρίβειας και τεχνογνωσίας, βρήκα καλούς πελάτες. Τότε ήταν που σχεδιάσαμε ορισμένα μικρά κτίρια-προπομπούς της μελλοντικής αρχιτεκτονικής, της ιαπωνικής αλλά και γενικότερα.
Το μέγεθος δεν μετράει αν έχεις ένα ηχηρό μήνυμα να μεταδώσεις. Ακόμα και ένα μικρής κλίμακας πρότζεκτ μπορεί να αλλάξει τον κόσμο». Ηταν η περίοδος που σχεδίασε το Hiroshige Museum of Art στο Batō, ένα κτίριο από τοπικό κέδρο αφιερωμένο στο έργο του καλλιτέχνη της τέχνης Ukiyo-e, Χιρόσιγκε, ή το κτίριο Chokkura Plaza, με τη λιθοδομή από πέτρα Oya, από τα «συντρίμμια» μιας παλιάς αποθήκης.
Σημειωτέον, παρά το μέγεθος και το εύρος των δραστηριοτήτων των γραφείων του, ο Κένγκο Κούμα εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να αναλαμβάνει μικρής κλίμακας αναθέσεις – ή ακόμα και να απορρίπτει προτάσεις που θεωρεί ότι δεν συνάδουν με τη φιλοσοφία του και την εξέλιξή του: «Αυτή είναι η διαφορά μας από άλλους αρχιτέκτονες: όταν ένα γραφείο εξαπλώνεται, αναλαμβάνει μόνο μεγάλα έργα.
Τα μικρότερα πρότζεκτ συνδράμουν τη δουλειά μας στις σχεδιαστικές προκλήσεις των μεγαλύτερων, γι’ αυτό και είναι σημαντικό για εμάς να «τρέχουν» ταυτόχρονα. Ακόμα και όταν πρόκειται για έναν τεράστιο εμπορικό χώρο, μέσα από την υλικότητα και τη μικρή κλίμακα επί μέρους λεπτομερειών του κτιρίου επιδιώκουμε να κάνουμε τον επισκέπτη να αισθανθεί τη σύνδεση και την οικειότητα που θα ένιωθε σε ένα περιβάλλον πιο οικείων, «ανθρώπινων» διαστάσεων».
Στην παρέα των μεγάλων
Ο Κένγκο Κούμα είναι από τους δημιουργούς που όταν του ζητήσεις να ξεχωρίσει ένα από τα πρότζεκτ του, εκείνο που έχει ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του, θα το κάνει με μεγάλη ευκολία: «Είναι το Great (Bamboo) Wall στο Πεκίνο, το οποίο σχεδίασα στις αρχές του 2000 κοντά στο δάσος του Σινικού Τείχους.
H Kίνα αναπτυσσόταν ραγδαία εκείνη την περίοδο, βρισκόταν ακόμα στην περίοδο της οικονομικής φούσκας και το συγκεκριμένο σύμπλεγμα κατοικιών ήταν ένα πρότυπο, ένας προπομπός για τις ανάγκες της εποχής που θα ακολουθούσε.
Χρησιμοποιήσαμε μπαμπού, ένα τοπικό, φθηνό υλικό, ενώ επιπλέον σεβαστήκαμε την τοπογραφία της περιοχής». Αυτή η λιτότητα του σχεδιασμού και η ταπεινότητα των υλικών είναι που τον κάνει να ονοματίσει τον Ντιεμπεντό Φρανσίς Κερέ από την Μπουρκίνα Φάσο ως έναν συνάδελφο το έργο του οποίου θαυμάζει, όταν θα τον ρωτήσω σχετικά: «Βρίσκω ότι ορισμένες από τις δουλειές του είναι πολύ όμορφες.
Εκανα κάποια στιγμή ένα ερευνητικό ταξίδι στην Αφρική από την Αλγερία ως τη Σαχάρα όταν ήμουν φοιτητής αρχιτεκτονικής, μαθητής του Χιρόσι Χάρα, στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Πήγα σε πάρα πολλά αφρικανικά χωριά και έμαθα πολλά πράγματα από την αρχιτεκτονική τους».
Οσον αφορά τους ιάπωνες συνάδελφούς του, αρκετοί από τους οποίους είναι εξίσου διάσημοι με εκείνον, όπως οι σχεδόν συνομήλικοί του Σιγκέρου Μπαν και Καζούγιο Σετζίμα, θα απαντήσει πιο διπλωματικά.
«Η βάση της ιαπωνικής αισθητικής λειτουργεί σε αρμονία και με σεβασμό προς το περιβάλλον. Σε μια περίοδο σαν αυτή που διανύουμε, όπου η περιβαλλοντική κρίση είναι το μείζον ζήτημα, όλος ο κόσμος κοιτάζει την Ιαπωνία για να βρει ένα παράδειγμα υγιούς συμβίωσης με το περιβάλλον.
Οπότε όλοι εμείς οι ιάπωνες αρχιτέκτονες γινόμαστε δημοφιλείς. Αισθάνομαι όμως ότι αυτή η περίφημη ιαπωνική απλότητα έχει δύο πρόσωπα. Υπάρχει εκείνο που βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση και εκείνο που πηγαίνει ενάντια, και ας πρόκειται για πολύ όμορφη αρχιτεκτονική δουλειά, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση των κτιρίων από τσιμέντο του Ταντάο Αντο. Αυτό είναι το «ρίσκο» του ιαπωνικού σχεδιασμού».
Πάντως, το κοινό που μοιράζονται ο Αντο, ο Μπαν και η Σετζίμα είναι ότι έχουν και οι τρεις στην κατοχή τους την ύψιστη αρχιτεκτονική διάκριση, το βραβείο Pritzker – όπως και οι πραναφερθέντες Τάνγκε και Κερέ: «Τα βραβεία είναι θέμα timing. Είναι σημαντικά, όμως ο στόχος μας δεν είναι οι διακρίσεις, αλλά να δημιουργούμε κάθε φορά κάτι που εμπνέει τον κόσμο».