Δεν συμβαίνει συχνά να πρέπει να μιλήσεις μέσω zoom με κάποιον την ώρα που οδηγεί το αυτοκίνητό του στο πολύβουο Λονδίνο, όμως ο Κέιλεμπ Αζούμα Νέλσον έχει αυτές τις ημέρες πραγματικά ελάχιστο ελεύθερο χρόνο. Στις 11 Μαΐου εκδόθηκε το νέο βιβλίο του με τίτλο «Small Worlds» και η διαδικασία προώθησής του μόνο ιδιαιτέρως απαιτητική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η επιστροφή του θεωρούνταν πολυαναμενόμενη διότι ο νεαρός συγγραφέας εντυπωσίασε με το ντεμπούτο του στη λογοτεχνία, το μυθιστόρημα «Ανοιχτή θάλασσα», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και είχε τιμηθεί το 2021 με το βραβείο Costa.
Ακόμη και από την οθόνη του λάπτοπ, πάντως, το γενναιόδωρο χαμόγελο του 29χρονου Βρετανού με καταγωγή από την Γκάνα λάμπει. Τον ρωτάω αρχικά αν του προκαλεί σύγχυση το να πρέπει να μιλήσει για το πρώτο του βιβλίο την περίοδο που έχει εστιάσει στο δεύτερό του πόνημα. «Δεν θα το είχα γράψει αν δεν είχε προηγηθεί η «Ανοιχτή θάλασσα». Δεν πρόκειται για σίκουελ, αλλά εκτυλίσσονται και τα δύο στο ίδιο σύμπαν, υπάρχει μια συνέχεια στους προβληματισμούς μου. Επομένως το να επιστρέφω στην αφετηρία και να μπορώ να τη δω με νέα μάτια είναι κάτι που το βρίσκω πολύ όμορφο» λέει.
Υπάρχει ωστόσο κάτι που κατάλαβε για την παρθενική του απόπειρα στη συγγραφή τώρα που είναι πιο έμπειρος; «Αυτό που κατάλαβα κατά τη διαδικασία της συγγραφής τού «Small Worlds» είναι ότι στο ντεμπούτο μου υπήρξα πολύ πιο ακριβής, υπάρχει μια ένταση στις λέξεις μου, οι προτάσεις μου μοιάζουν με τα ξεσπάσματα μιας φλόγας, όταν το έγραφα δεν μπορούσα να τα δω αυτά, τώρα έχω αποκτήσει καλύτερη εικόνα της αίσθησης που αφήνει στον αναγνώστη».
Στην «Ανοιχτή θάλασσα» δύο νέοι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ένας φωτογράφος και μια χορεύτρια, μαύροι και οι δύο, γνωρίζονται σε μια λονδρέζικη παμπ και ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Μοιάζουν γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, όμως η ζωή έχει άλλα σχέδια για την ιστορία της αγάπης τους.
Λέω στον Κέιλεμπ πόσο ενδιαφέρουσα βρήκα την εσωτερική αντίφαση που βιώνει ο βασικός του ήρωας. Από τη μία τον ενοχλεί το ότι αισθάνεται αόρατος, ενίοτε λόγω του χρώματος του δέρματος του, και από την άλλη, όταν η κοπέλα του προσπαθεί να δει ποιος είναι πραγματικά, απομακρύνεται από εκείνη.
«Η αλήθεια είναι ότι το μυθιστόρημά μου εστιάζει στους χώρους, τους ιδιωτικούς και τους δημόσιους, τα μέρη όπου είσαι εκτεθειμένος και δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί, τις φωλιές που φτιάχνεις με τους ανθρώπους που αγαπάς όπου υπάρχει νοιάξιμο και οικειότητα και εξετάζει τι θα σήμαινε να εκφράσεις τον εαυτό σου στην ολότητά του, ακόμη και με τα ευάλωτα ή τα δύσκολα κομμάτια του, και γιατί μας είναι μερικές φορές τόσο δύσκολο να βρεθούμε εκτεθειμένοι – με την καλή έννοια – παρόλο που αυτό μας απελευθερώνει και μας κάνει να νιώσουμε τόσο υπέροχα. Οταν σκέπτεσαι να φανερώσεις την άσχημη πλευρά σου, τις «γωνίες» σου, φοβάσαι ίσως ότι οι άλλοι δεν θα μπορέσουν να σηκώσουν αυτό το βάρος. Επίσης, το να πεις κάτι φωναχτά το κάνει ξαφνικά αληθινό και αυτή η αλήθεια μπορεί να συντρίψει».
Οι άνδρες της δικής μου γενιάς μεγαλώσαμε με την προτροπή να κρύβουμε τα συναισθήματά μας, να φαινόμαστε πάντα δυνατοί. Συνέβη και στον ίδιο αυτό; «Μεγάλωσα περιτριγυρισμένος από γυναίκες, από τη γιαγιά μου και τη μητέρα μου, οι οποίες πάντα με ενθάρρυναν να είμαι πιο ευάλωτος. Ηταν όταν έβγαινα από τον στενό οικογενειακό κύκλο που έπρεπε να αποκτώ ένα πιο σκληρό περίβλημα και να παίζω τον ρόλο του πιο παραδοσιακού άνδρα. Αυτός ο μηχανισμός με ενδιαφέρει πολύ, το πώς λειτουργεί το κοινωνικό φύλο, ποιες είναι οι προσδοκίες που δημιουργεί και πώς μπορείς να τις ξεπεράσεις ώστε να είσαι η πιο αυθεντική εκδοχή του εαυτού σου σε κάθε περίσταση».
Αναρωτιέμαι τι ορισμό θα έδινε στη λέξη αρρενωπότητα ο ίδιος. «Δεν ξέρω αν μπορώ να την ορίσω. Καταλαβαίνω ότι περνάμε μια περίοδο ενδοσκόπησης και επαναπροσδιορισμού πολλών πραγμάτων. Ακόμη και στους άνδρες της δικής μου γενιάς και κοινότητας υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο να μιλάμε για συναισθήματα, να είμαστε πιο μαλακοί και ευαίσθητοι» δηλώνει.
Το μυθιστόρημά του βρίθει αναφορών στην τέχνη – ειδικά η μουσική είναι ωσεί παρούσα. Υπάρχει μάλιστα και μια πολύ ωραία λίστα στο Spotify με όλα τα τραγούδια που αναφέρονται στην «Ανοιχτή θάλασσα». Οι χαρακτήρες του Κέιλεμπ Αζούμα Νέλσον μιλούν για τις φωτογραφίες του Ρόι ντι Καράβα, την ταινία «Moonlight» (2016) ή τους υπέροχους πίνακες της Λινέτ Γιάντομ-Μποάκιε. Υπάρχει κάποιος καλλιτέχνης που παραλείφθηκε παρόλο που τον θαυμάζει πολύ; «Ο κινηματογραφιστής και video artist Καλίλ Τζόζεφ, ο οποίος έχει συνεργαστεί με σημαντικά ονόματα της μουσικής όπως ο Κέντρικ Λαμάρ, ο Flying Lotus και ο Sampha. Η δουλειά του διαστέλλει τον ορισμό τού τι μπορεί να πετύχει το βίντεο ως μέσο και αποτελεί πολύ μεγάλη επιρροή για εμένα» απαντά.
Συζητάμε για τον συστημικό ρατσισμό. Του λέω ότι παρόλο που όλος ο πλανήτης έχει μια ευκρινή εικόνα για τις φυλετικές διακρίσεις στις ΗΠΑ λόγω του κινήματος Black Lives Matter και χάρη στην ποπ κουλτούρα, χρειάζεται κανείς να διαβάσει βιβλία σαν το «Κορίτσι, Γυναίκα, Αλλο» της Μπερναρντίν Εβαρίστο ή να δει παραγωγές σαν την ανθολογία «Small Axe» του σκηνοθέτη Στιβ Μακ Κουίν για να θυμηθεί πως και στη βρετανική κοινωνία τα πράγματα μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες δεν ήταν πολύ ευχάριστα για τους μη λευκούς. «Η αλήθεια είναι πως ο ρατσισμός εδώ δεν έχει έντονη παρουσία, όμως υπάρχει, απλώς είναι πιο υπόγειος, δεν μαθαίνουμε για αυτόν στο σχολείο, τον αισθάνεσαι, αφήνει συνεχώς μια υπόκωφη αίσθηση» σχολιάζει.
Ως μανιώδης αναγνώστης από πολύ νεαρή ηλικία, ποια βιβλία θα έλεγε ότι του έχουν αλλάξει τη ζωή; «Σίγουρα το «Στην καρδιά της πόλης» («NW») της Ζέιντι Σμιθ. Δεν είχα ξαναδεί να περιγράφεται το Λονδίνο με τόσο ειλικρινή τρόπο και με τέτοια ευρύτητα, αφήστε που υπήρχαν τόσοι χαρακτήρες που δεν τους βρίσκεις εύκολα σε άλλα βιβλία. Ο Τζέιμς Μπόλντουιν με το «Δωμάτιο του Τζοβάνι» και το «Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει». Γράφει τόσο ωραία και υπάρχει τέτοιος πλούτος στις φωνές των ηρώων – από κάθε πρότασή του ξεφυτρώνει ένας ολόκληρος κόσμος. Το «Τζαζ» της Τόνι Μόρισον επηρέασε πολύ το καινούργιο μου μυθιστόρημα, όχι μόνο από άποψη περιεχομένου αλλά και όσον αφορά τη φόρμα. Νιώθεις όταν το διαβάζεις όπως νιώθεις όταν ακούς την τζαζ».
Χρειάστηκε να εντρυφήσει σε αυτό το μουσικό είδος ετούτη τη φορά; «Ακουσα πολλή τζαζ, την αγαπούσα ανέκαθεν ως είδος, αλλά αυτή τη φορά έγινα προσεκτικός ακροατής, ήμουν όσο πιο παρών μπορούσα. Πάντα μου άρεσε ο Τζον Κολτρέιν, αλλά δεν είχα καταλάβει πόσο ιδιοφυής μουσικός ήταν ούτε ήξερα πόσο ταραχώδης υπήρξε η ζωή του».
Για τους συγγραφείς έχουμε συνήθως την εικόνα ότι είναι κυρίως παρατηρητές, ότι ζουν αρκετά μέσα στο κεφάλι τους, ότι αντλούν έμπνευση από τη ζωή τους και τους κοντινούς τους ανθρώπους και πως αυτό ενδεχομένως να δημιουργεί πρόβλημα στις σχέσεις τους. Του έχει συμβεί; «Πάντα προσπαθώ πολύ συνειδητά να είμαι ουσιαστικά παρών στην επαφή με τους άλλους, γιατί η φυσική μου τάση είναι να παρατηρώ και να απορροφώ τις λεπτομέρειες και όχι να συνδέομαι μαζί τους».
Oσο για το επόμενο βιβλίο του; «Πάντα μου αρέσει να έχω πολλές ιδέες στο κεφάλι μου, αλλά χρειάζεται και μια επεξεργασία μέχρι να γίνουν βιβλία» λέει αινιγματικά, χαμογελώντας πλατιά.