Το ακούμε όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια: η καύση ορυκτών καυσίμων, η αποψίλωση των δασών και η κτηνοτροφία επηρεάζουν ολοένα και περισσότερο το κλίμα και τη θερμοκρασία της Γης. Οι συγκεκριμένες δραστηριότητες απελευθερώνουν τεράστιες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου, επιδεινώνοντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Η περίοδος 2011-2020 ήταν η θερμότερη δεκαετία που έχει καταγραφεί ποτέ, καθώς η παγκόσμια μέση θερμοκρασία ξεπέρασε τα προβιομηχανικά επίπεδα κατά σχεδόν 1,2°C το 2019. Επί του παρόντος, η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη αυξάνεται με ρυθμό 0,2°C ανά δεκαετία. Μια αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2°C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή συνδέεται με σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για το φυσικό περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία και ευεξία, καθώς και με πολύ υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης επικίνδυνων και πιθανώς καταστροφικών αλλαγών στο παγκόσμιο περιβάλλον. Για τον λόγο αυτόν, η διεθνής κοινότητα έχει αναγνωρίσει την ανάγκη να διατηρηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας αρκετά πιο κάτω από τους 2°C και να συνεχιστούν οι προσπάθειες για τον περιορισμό της στον 1,5°C.

Τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε συνδυασμό με τις αλλαγές που έχουν προκληθεί στο κλίμα της Γης εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας έχουν, τα τελευταία 50 χρόνια, σύμφωνα με νέα έρευνα του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από μερικές ημέρες, στοιχίσει τη ζωή σε 2 εκατομμύρια ανθρώπους και έχουν προξενήσει ζημιές ύψους 4,3 τρισ. δολαρίων. Από το 1970 έως το 2021 υπολογίζονται σε 11.778 οι σφοδρές φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, ενώ μόνο την τελευταία διετία οι θάνατοι που προκλήθηκαν από ακραία φαινόμενα τέτοιου είδους ανέρχονται συνολικά σε 22.607 παγκοσμίως. Δεν αποτελεί έκπληξη φυσικά το γεγονός πως περισσότερο από το 90% των θανάτων που οφείλονται σε αυτές τις καταστροφές συνέβησαν σε αναπτυσσόμενες χώρες του κόσμου, ενώ τα φτωχότερα έθνη είδαν και πολύ πιο αργή ανοικοδόμηση και επανάκαμψη. Συμπερασματικά, οι πιο ευάλωτες κοινότητες επωμίζονται σε βαθμό δυσανάλογο το φορτίο των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης.Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κυκλώνας «Μόκα», που έπληξε πριν από λίγες εβδομάδες το Μπανγκλαντές και τη Μιανμάρ. Ο ΟΗΕ εκτιμά πως έως και 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι είναι πιθανό να χρειαστούν ανθρωπιστική βοήθεια ύστερα από το φονικό πέρασμά του, ενώ ο αριθμός των νεκρών εκτιμάται μέχρι στιγμής σε 152. «Ο «Μόκα» προκάλεσε το απόλυτο χάος και την καταστροφή και έπληξε τους φτωχότερους των φτωχών» δήλωσε ο γενικός γραμματέας του World Meteorological Organization (WMO) του ΟΗΕ, ο φινλανδός μετεωρολόγος Πέτερι Τάλας.

Οι ανθρώπινες απώλειες θα ήταν πιθανώς ακόμα μεγαλύτερες σε αριθμό αν δεν είχε επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια βελτίωση των συστημάτων ειδοποίησης και καλύτερα συντονισμένη διαχείριση των καταστροφών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο Τάλας, o οποίος βρίσκεται στο τιμόνι του οργανισμού από το 2016, ανέφερε χαρακτηριστικά πως «καταστροφές όπως ο κυκλώνας «Μόκα» θα είχαν κοστίσει στο παρελθόν στο Μπανγκλαντές και στη Μιανμάρ δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς», ενώ παράλληλα τόνισε την ανάγκη ακόμα και τα πιο φτωχά κράτη να επενδύσουν στα συστήματα προειδοποίησης έκτακτων καταστροφών διότι αν κάτι έχει αποδειχθεί πως σώζει ζωές αυτό είναι η έγκαιρη ενημέρωση και ανάληψη δράσης. O OHE ηγείται μιας πρωτοβουλίας με την ονομασία Early Warnings for All που αναμένεται να εξασφαλίσει ότι όλα τα έθνη θα καλύπτονται από συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης για καταστροφές έως το τέλος του 2027. Σήμερα μόνο οι μισές χώρες του κόσμου διαθέτουν ανάλογες υποδομές. Παρά το γεγονός ότι οι θάνατοι έχουν μειωθεί και εκπονούνται σχέδια για να αποτραπούν πολύ περισσότεροι στο μέλλον, υπάρχει και ένα οικονομικό κόστος που προκαλείται από καταστροφές οι οποίες σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και αυτό εκτινάσσεται χρόνο με τον χρόνο σε δυσθεώρητα ύψη.

Η προαναφερθείσα έκθεση του WMO κατέγραψε ότι οι οικονομικές απώλειες έχουν επταπλασιαστεί τα τελευταία 50 χρόνια, αυξάνοντας το κόστος από 49 εκατ. δολάρια την ημέρα πίσω στα 70s, σε 383 εκατ. δολάρια την ημέρα την περασμένη δεκαετία. Οι πιο πλούσιες χώρες έχουν πληγεί πολύ περισσότερο όσον αφορά το χρηματικό κόστος, καθώς έχουν δει να καταστρέφονται οι κατά κανόνα ακριβότερες και πιο εκτεταμένες υποδομές τους, ενώ παράλληλα η αντιμετώπιση των επιπτώσεων των ακραίων φαινομένων έχει απορροφήσει μεγάλα κεφάλαια. Οι ανεπτυγμένες χώρες αντιπροσώπευαν περισσότερο από το 60% των οικονομικών απωλειών λόγω καιρικών, κλιματικών και υδάτινων καταστροφών, υπάρχει όμως εδώ μια λεπτομέρεια που έχει τη σημασία της, καθώς στο 80% των περιπτώσεων οι ζημιές για κάθε καταστροφή αντιστοιχούσαν σε λιγότερο από το 0,1% του ΑΕΠ τους.

© EPA/ABIR SULTAN

Τα θερμά ρεκόρ του 21ου αιώνα

Ακόμη βεβαίως ίσως να μην έχουμε δει τίποτα. Πέραν των συμπερασμάτων που εξήγαγαν για την τελευταία πεντηκονταετία οι μετεωρολόγοι του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, δημοσίευσαν και τις προβλέψεις τους για το προσεχές μέλλον. Οι παγκόσμιες θερμοκρασίες είναι λοιπόν πιθανό να εκτοξευθούν σε επίπεδα-ρεκόρ τα επόμενα πέντε χρόνια, λόγω της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης του πλανήτη αλλά και του φαινομένου που είναι γνωστό ως Ελ Νίνιο. Το ρεκόρ για το πιο ζεστό έτος της Γης σημειώθηκε το κοντινό μας 2016 (που σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες ισοφαρίστηκε το 2020). Υπάρχει εξαιρετικά ισχυρή πιθανότητα (υπολογίζεται σε 98%, δηλαδή μιλάμε στην ουσία για βεβαιότητα) ότι τουλάχιστον σε ένα από τα επόμενα πέντε χρόνια θα ξεπεραστεί αυτή η επίδοση, ενώ ο μέσος όρος της πενταετίας από το 2023 έως το 2027 θα είναι σχεδόν σίγουρα ο υψηλότερος που καταγράφηκε ποτέ.

«Αυτό θα έχει εκτεταμένες επιπτώσεις για την υγεία, την επισιτιστική ασφάλεια, τη διαχείριση του νερού και το περιβάλλον» δήλωσε ο Πέτερι Τάλας και συμπλήρωσε με νόημα ότι «πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι». Οι «New York Times» αναφέρουν σε πρόσφατο άρθρο τους ότι ακόμα και μικρές αυξήσεις της θερμοκρασίας μπορούν να επιδεινώσουν τους κινδύνους από κύματα καύσωνα, πυρκαγιές, παρατεταμένη ξηρασία και άλλες καταστροφές. Οι αυξημένες παγκόσμιες θερμοκρασίες το 2021 βοήθησαν να πυροδοτηθεί ένα κύμα καύσωνα στον Βορειοδυτικό Ειρηνικό που κατέρριψε τα τοπικά ρεκόρ και στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους. Οι συνθήκες που θα δημιουργήσει το Ελ Νίνιο μπορούν να προκαλέσουν περαιτέρω προβλήματα, διαταράσσοντας τα μοτίβα των βροχοπτώσεων. Ο World Meteorological Organization δήλωσε ότι αναμένει αυξημένες καλοκαιρινές βροχοπτώσεις τα επόμενα πέντε χρόνια σε μέρη όπως η Βόρεια Ευρώπη και το Σαχέλ στην Υποσαχάρια Αφρική, καθώς και μειωμένες βροχοπτώσεις στον Αμαζόνιο και σε τμήματα της μακρινής Αυστραλίας.

Ο οργανισμός ανέφερε επίσης ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες ένα από τα επόμενα πέντε χρόνια να είναι περισσότερο από 1,5°C  θερμότερο από τον μέσο όρο του 19ου αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος θα έχει επίσημα παραβιάσει τον φιλόδοξο στόχο της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα για διατήρηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5°C. Οταν οι επιστήμονες μιλούν για αυτόν τον στόχο αναφέρονται γενικώς σε έναν μακροπρόθεσμο μέσο όρο για, ας πούμε, δύο δεκαετίες, προκειμένου να εξαλειφθεί η επίδραση της φυσικής μεταβλητότητας. Πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες έχουν επιμείνει στο όριο του 1,5°C προκειμένου να παραμείνουν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ανεκτά, διαχειρίσιμα δηλαδή, επίπεδα. Ωστόσο, τα κράτη καθυστέρησαν τόσο πολύ να κάνουν τις αλλαγές που είναι απαραίτητες για την επίτευξη αυτού του στόχου, όπως η δραστική μείωση των εκπομπών ορυκτών καυσίμων, που οι επιστήμονες πιστεύουν τώρα ότι ο πλανήτης μας πιθανότατα θα ξεπεράσει αυτό το όριο στις αρχές της δεκαετίας του 2030.

Η παγκόσμια μέση θερμοκρασία έχει ήδη αυξηθεί σχεδόν κατά 1,2°C σε σύγκριση με τον 19ο αιώνα, κυρίως επειδή οι άνθρωποι συνεχίζουν να καίνε ορυκτά καύσιμα και να εκλύουν μέσω των ποικίλων δραστηριοτήτων τους αέρια που παγιδεύουν τη θερμότητα, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, στη γήινη ατμόσφαιρα. Ωστόσο, ενώ αυτή η συνολική ανοδική τάση είναι σαφής, η θερμοκρασία μπορεί να κάνει τα δικά της σκαμπανεβάσματα από έτος σε έτος λόγω της φυσικής μεταβλητότητας. Για παράδειγμα, τα κυκλικά φαινόμενα που παρατηρούνται στον Ειρηνικό Ωκεανό προκαλούν διακυμάνσεις από χρονιά σε χρονιά, μεταφέροντας τη θερμότητα μέσα ή έξω από τα βαθύτερα στρώματα του ωκεανού. Οι παγκόσμιες επιφανειακές θερμοκρασίες τείνουν να είναι κάπως πιο χαμηλές κατά τη διάρκεια του φαινομένου La Niña και κάπως υψηλότερες όσο διαρκεί το El Niño.

Η τελευταία καυτή χρονιά-ρεκόρ, το 2016, ήταν χρονιά Ελ Νίνιο. Αντίθετα, οι συνθήκες που διαμορφώνει το αντίστροφο φαινόμενο Λα Νίνια κυριαρχούν από τον Ιούλιο του 2020, η οποία παρ’ όλα αυτά υπήρξε μια εξίσου θερμή χρονιά. Τώρα, οι ειδικοί αναμένουν αυτό το καλοκαίρι την επιστροφή του Ελ Νίνιο. Οταν οι επιπτώσεις του συνδυαστούν με τα σταθερά αυξανόμενα επίπεδα αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, αυτό πιθανότατα θα προκαλέσει την επιτάχυνση της αύξησης της θερμοκρασίας. Αν δεν αναχαιτιστεί με κάποιον τρόπο αυτός ο ρυθμός, πιθανώς τίποτα δεν θα μπορεί να μας γλιτώσει από τις (ανεξέλεγκτες) συνέπειες.