«Θητεύω στη μικρή φόρμα των βρεφικών αφόρετων παπουτσιών που πωλούνται. Με απασχολούν οι τρόποι πύκνωσης, περίληψης, παράλειψης. Δεν ξέρω αν μπορεί κι αν προλαβαίνει να αλλάξει αυτό. Vita brevis. Οπότε, αν προς το παρόν επιδιώκω κάτι, αυτό είναι η οικονομία, να συντομεύσω τη φόρμα κι άλλο». Η Κατερίνα Χανδρινού έκανε εξάλλου την είσοδό της στα γράμματα με δύο ποιητικές συλλογές προτού γράψει το βιβλίο «Κόρκυρα» (εκδ. Κείμενα), ένα αφήγημα-επίσκεψη στο πατρικό σπίτι στην Κέρκυρα το οποίο βρίσκεται υπό κατάρρευση.
Στο νέο της βιβλίο της, με τίτλο «Χωλ» (από τις ίδιες εκδόσεις), επιστρέφει στον χώρο του σπιτιού και με αφετηρία και εφαλτήριο το καταργημένο πλέον εισαγωγικό του δωμάτιο καταθέτει ορισμένα σύντομα, πυκνά κείμενα-στοχασμούς πάνω στη χρήση, στον συμβολισμό του, στις απηχήσεις των γεγονότων που φιλοξένησε, στην επίδραση που είχε η «εξαφάνισή» του στις σχέσεις των ανθρώπων.
Σε αυτό το «ιδιότυπο θρίλερ δωματίου», η σύνδεση μεταξύ των κειμένων δεν είναι πάντα φανερή, και ο χώρος του σπιτιού γίνεται η αφορμή για μια περιήγηση στον εσωτερικό κόσμο και τη δική του, άστατη διαρρύθμιση.
Ωστόσο η συγγραφική γλώσσα παραμένει αιχμηρή, δυνατή, σε θέση να δημιουργεί εικόνες μεγάλης ευαισθησίας και να γεννά σκέψεις και συνειρμούς με μεγάλο βάθος και έκταση θεώρησης. Δεν είναι τυχαίο ότι η Χανδρινού αγαπά ορισμένους «βουβούς» συγγραφείς, όπως τους χαρακτηρίζει. «Μπέρνχαρντ, Χάντκε, Καχτίτσης, Χειμωνάς. Αυτή την παρήχηση του χι».
Υπήρξε κάποια καθοριστική αφορμή που σας έκανε να εστιάσετε στο χωλ ως θεματικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι ιστορίες σας;
Διαβάζω στο λεξικό του Δημητράκου πως μία από τις σημασίες της λέξης αφορμή είναι και η παραφορά, η τρέλα. Και με ηρεμεί αυτό, γιατί αφετηρία μου ήταν πράγματι μια μανία που με κατέλαβε να μιλήσω για όσα θίγω στο βιβλίο. Οπως επίσης αφορμή είναι και η φλόγωση μιας πληγής προτού να βγει το πύον. Και φλογιζόμουν από όσα ήθελα να γράψω, και ακόμη φλογίζομαι, γιατί δεν γράφω για να σβήσω τη φωτιά.
Αναρωτιέμαι αν έπαιξε κάποιον ρόλο η καραντίνα, τουλάχιστον όσον αφορά τη συγγραφή του «Χωλ». Πόσο και πώς επηρέασε τον ψυχισμό σας και τις συγγραφικές επιλογές σας;
Η καραντίνα που εννοείτε δεν ξέρω αν συντέλεσε, αμφιβάλλω· οι κατά καιρούς όμως καραντίνες, οι περίοδοι της εκούσιας μόνωσης, οι σήραγγες που έχω διασχίσει μέσα σε σπίτια αλλά και στην πανεπιστημιακή εστία και σε ξενοδοχεία και μέσα μου, ίσως ναι.
Πιθανόν να ένιωσα πως αυτοί οι εγκλεισμοί και η χρόνια παρατήρηση μου έδωσαν κάποιου είδους δικαίωμα να μιλήσω για όσα αναφέρω στο βιβλίο σχετικά με την εσωτερική διαρρύθμιση, τα κάγκελα και τη χωροταξία του οίκου, και ακόμα να κάνω κάποιες υποθέσεις για το πώς όλα αυτά μπορεί να επηρεάσουν συμπεριφορές και σχέσεις.
Βεβαίως δεν υπάρχει γραμμικότητα, εννοείται πως και οι αλλαγές στη διαρρύθμιση επήλθαν επειδή ήδη οι συνθήκες και οι ανθρώπινες καταστάσεις είχαν αλλάξει. Το σχήμα είναι, ως συνήθως, κυκλικό.
Γιατί επιλέγετε το σπίτι ως αφετηρία για την ανάπτυξη των λογοτεχνικών κειμένων σας (τουλάχιστον των δύο πιο πρόσφατων); Είναι μια απόπειρα βαθύτερης σύνδεσης με τους τόπους που ενδεχομένως σας έχουν καθορίσει, την Κέρκυρα και την Αθήνα;
Ακριβώς: το σπίτι λειτουργεί, νομίζω, σαν αφετηρία. Σαν σημείο άρα από το οποίο εκκινώ, από το οποίο δηλαδή πασχίζω να απομακρυνθώ. Σκοπός μου είναι η τελική αποσύνδεση από σπίτια και ρίζες. Θέλω όμως προτού αποχωρήσω να έχω κατανοήσει όσο γίνεται τους χώρους και τους τόπους. Ας πούμε ότι κάνω μια έρευνα για να μπορέσω, αν μπορέσω, να φύγω νηφάλια, παίρνοντας μαζί μια πέτρα από τους οίκους που με στέγασαν.
Πόσο εφικτό είναι να γίνει αυτή η τελική αποσύνδεση;
Είναι σχεδόν ανέφικτο. Ελκουμε την καταγωγή μας και μας έλκει κι αυτή. Κι αν καταφέρουμε να απομακρυνθούμε γεωγραφικά, μπορεί από την απόσταση, τον νόστο και τις τύψεις να καταλήξουμε εθνικιστές.
Στο βιβλίο «Κόρκυρα» υπήρχε διακειμενικότητα, στο «Χωλ» υπάρχουν μόνο κάποιες μικρές εξωλογοτεχνικές αναφορές. Τι καθόρισε αυτή τη μετάβαση;
Νιώθω πως έχετε κάνει συγκριτική μελέτη και με συγκινεί αυτό. Φοβάμαι όμως πως δεν έχω ικανοποιητική απάντηση στην ερώτησή σας. Αν μπορώ να πω κάτι, είναι ότι οι κινηματογραφικές αναφορές στο τωρινό βιβλίο λειτουργούν σαν μια οθόνη, επέχουν θέση παραθύρου, γιατί το παράθυρο χτίστηκε και λείπει και αυτό – δεν εξέλιπε προφανώς μόνο το χωλ από το σπίτι, τη σχέση, τη σκέψη, τη ζωή.
Κάνετε κάποιου είδους έρευνα προκειμένου να βρείτε αυτές τις εξωλογοτεχνικές αναφορές;
Οχι, δεν θα το έλεγα. Εχω (ακόμη) μια ασυνήθιστα καλή μνήμη. Είμαι ένα κινούμενο αρχείο. Θυμάμαι απίθανες λεπτομέρειες, ημερομηνίες και ώρες γεγονότων, φράσεις, ακριβείς διατυπώσεις, ονόματα, βλέμματα, κινηματογραφικά ενσταντανέ.
Υποφέρω κάτω από αυτό, αλλά στη γραφή ίσως να με ωφελεί, καθώς με απαλλάσσει προς το παρόν από την έρευνα. Και δεν είναι ο κόπος της έρευνας, αλλά ότι το προϊόν της έρευνας, η στεγνή δηλαδή πληροφορία, έχει κάτι το άψυχο. Δεν έκανα καμία έρευνα για το «Χωλ». Ο,τι αναφέρω είναι από μνήμης ή από σημειώσεις μου ανύποπτου χρόνου.
Θέλετε να μου πείτε δυο λόγια για εσάς, την αφετηρία σας, τις σπουδές και το παρόν σας;
Θα μπορούσα ίσως να πω: Ωδείο, Νομική, συγγραφή, μετάφραση, σπουδές στη συστημική ψυχοθεραπεία… Δεν ξέρω όμως, έχουν κάποιο νόημα τελικά όλα αυτά; Αυτοί οι σταθμοί; Τα «ορόσημα»; Εχει νόημα το παρόν, η παρουσία; Σκεπτόμενη την ερώτησή σας, ανατρέχω στο σημείωμα του Χατζιδάκι στον δίσκο «Αθανασία», που καταλήγει: «Θέλω να μάθω ο ίδιος […] τι είναι αυτό που συνθέτει τη μελλοντική μου απουσία».
Στο Ωδείο τι κάνατε ακριβώς; Εχει επηρεάσει άραγε αυτή η μουσική παιδεία τον τρόπο με τον οποίο γράφετε;
Εννοείται πως με επηρέασε. Καμιά φορά λέω πως δεν είμαι παχιά, απλώς έχω καταπιεί ένα πιάνο. Κουβαλάω τις ανολοκλήρωτες σπουδές μου στη μουσική και ονειρεύομαι την ημέρα που θα φύγω από το πληκτρολόγιο του υπολογιστή και θα επιστρέψω σε αυτό του πιάνου. Γράφω γιατί μου λείπει η μουσική, γράφω γιατί δεν ξέρω να χορεύω και, κυρίως, γράφω, επειδή δεν μπορώ να ζωγραφίσω.
Ποια πιστεύετε ότι είναι τα στοιχεία που κάνουν το έργο σας να ξεχωρίζει στον χώρο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας;
Καταλαβαίνω ότι με ρωτάτε για το σύνολο των βιβλίων που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα (μόλις τέσσερα). Μπορούμε όμως άραγε ήδη – ασχέτως ποσότητας και αριθμού – να μιλάμε για έργο; Κι αν ναι, το έργο αυτό ξεχωρίζει; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω καν από πότε και μετά μπορούμε να μιλάμε για έργο.