Αυτή η Νέα Υόρκη δεν είναι η τουριστική Νέα Υόρκη. Δεν είναι η σύγχρονη μητρόπολη της ασφάλειας, των ανακαινισμένων συνοικιών, των εξωραϊστικών σχεδίων του δημάρχου Μάικλ Μπλούμπεργκ. Εδώ η Τάιμς Σκουέρ είναι κατάφωτη από τα λαμπιόνια των πορνογραφικών κινηματογράφων και των στριπ σόου. Εδώ οι άνθρωποι τρώνε σε καντίνες, οι δρόμοι είναι μποτιλιαρισμένοι, η ατμόσφαιρα γεμάτη από καυσαέρια. Το κέντρο της πόλης, όπως το αποτυπώνει η καλλιτέχνιδα και φωτογράφος Τζέιν Ντίκσον σε μια σειρά εικόνων από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80 οι οποίες δημοσιεύονται στο πρόσφατο λεύκωμά της με τίτλο «Jane Dickson in Times Square» (εκδ. Anthology), παραπέμπει στη σκοτεινή περίοδο της εγκληματικότητας και της εγκατάλειψης – σε αυτό που ο Λου Ριντ αποκαλούσε επιγραμματικά το 1972 στο «Walk on the Wild Side» ως «άγρια μεριά».
Γνωστή ζωγράφος της νεοϋορκέζικης πρωτοπορίας, η γεννημένη στο Σικάγο Ντίκσον βρέθηκε στην πραγματική πρωτεύουσα της Αμερικής στα 25 της, το 1977. Εχοντας μόλις αποφοιτήσει από τη Σχολή του Μουσείου Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου Ταφτς στη Βοστώνη χρειαζόταν μια καθημερινή εργασία που θα της εξασφάλιζε τα απαιτούμενα χρήματα. Το 1978 είδε μια αγγελία στους «New York Times»: «Ζητείται καλλιτέχνης πρόθυμος να μάθει κομπιούτερ». Απαντώντας, προσλήφθηκε ως προγραμματίστρια της πρώτης ψηφιακής οθόνης της Τάιμς Σκουέρ. «Είχα αναλάβει τη νυχτερινή βάρδια του Σαββατοκύριακου», έλεγε στον «Guardian» τον περασμένο Νοέμβριο, «προγραμματίζοντας τις ψηφιακές κινούμενες εικόνες και τα πρώτα χρόνια επέβλεπα την αντίστροφη μέτρηση την παραμονή του νέου έτους. Ετσι γνώρισα για πρώτη φορά τη νυχτερινή Τάιμς Σκουέρ».
Παρά τις εντυπωσιακές οθόνες, την ασταμάτητη κυκλοφορία των αυτοκινήτων και τα πλήθη που συνωστίζονταν εκεί κάθε 31η Δεκεμβρίου για να δουν την περίφημη «μπάλα» να κατεβαίνει στη στέγη του κτιρίου της οδού Μπρόντγουεϊ 1475, η περιοχή δεν ήταν πια ο πολιτισμικός κόμβος με τα θέατρα, τις μουσικές σκηνές και τα ακριβά ξενοδοχεία στον οποίο είχε εξελιχθεί τη δεκαετία του 1920 ούτε ο τόπος συνάθροισης όλων όσων ήθελαν να πληροφορηθούν την έκβαση σημαντικών γεγονότων λόγω της γειτνίασης με την έδρα των «New York Times». Η έλευση της Μεγάλης Υφεσης το 1929 είχε προκαλέσει τη φυγή πολλών κατοίκων και επιχειρήσεων. Στη θέση τους εμφανίστηκαν χώροι φτηνής ψυχαγωγίας, πορνεία και εστίες διακίνησης ναρκωτικών. Στη δεκαετία του ’60 η παρακμή της πόλης ήταν εδραιωμένη στη συνείδηση πολλών. Ο «Καουμπόι του Μεσονυκτίου» του Τζον Σλέσιντζερ έδειχνε τον Γιον Βόιτ και τον Ντάστιν Χόφμαν να προσπαθούν να επιβιώσουν ως συνοδοί εύπορων κυριών και μικροαπατεώνες γύρω από την 42η Οδό, ο Λου Ριντ περίμενε στο «I’m Waiting for the Man» των Velvet Underground τον ντίλερ του με 26 δολάρια στο χέρι. Προτού ο δήμαρχος Ρούντολφ Τζουλιάνι εφαρμόσει την πολιτική «μηδενικής ανοχής» στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και ο διάδοχός του Μάικλ Μπλούμπεργκ δημιουργήσει ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον για την ανακαίνισή της η εγκληματικότητα θα έφτανε στο απόγειό της – το 1984 η αστυνομία καταμετρούσε 2.300 εγκλήματα στην περιοχή.
Τη σκληρή αυτή εποχή τεκμηριώνει ο φωτογραφικός φακός της Τζέιν Ντίκσον. Δίπλα στο φαγάδικο του Μπιλ όπου μπορείς να βρεις, όπως αναγράφεται στη βιτρίνα, «γύρο, σουβλάκι, ιταλικό λουκάνικο», το «Paradise Alley» προσφέρει «50 κορίτσια Live». Απέναντι από το διαμέρισμά της στην 42η Οδό ο τοπικός «πολυχώρος» διαφημίζει «ζωντανό γυμνό σόου» και «XXX ταινίες για 25 σεντς». Στον προθάλαμο του κινηματογράφου «Liberty» θαμώνες αναμένουν την έναρξη των ταινιών «Ηλεκτρονικό μανούλι» και «Ο χορός των κατασκόπων», μεγάλων επιτυχιών του 1985, ενώ το διπλανό Peepland προσκαλεί πελάτες με ένα γιγάντιο μάτι πάνω από την πόρτα, αρκετό για να μπουν στο νόημα και όσοι τυχόν δεν διαβάσουν την πινακίδα από νέον που αναγγέλλει «Γυμνά Κορίτσια Live». Από τα νυχτερινά της τοπία δεν λείπουν τα φώτα, δεν αρκούν όμως για να φωτίσουν πραγματικά τη σκηνή. Οι πίνακές της, καρπός των περιπλανήσεών της στους ίδιους δρόμους, παρουσιάζουν την ίδια ωμή εικόνα της μεταμεσονύκτιας Νέας Υόρκης: αστυνομικοί, ύποπτοι με τα χέρια στον τοίχο, γυναικείες σκιές στο φόντο εκτυφλωτικών ηλεκτρικών ταμπελών, μπαρ, ασθενοφόρα. Δύο φορές πυροβολισμοί έσπασαν τα τζάμια των παραθύρων της, έλεγε στον «Guardian». Ωστόσο «η Times Square και οι γύρω δρόμοι είχαν σχεδόν μια αύρα αποπλάνησης. […] Κι εγώ ήθελα να συλλάβω [οπτικά] τα πράγματα που χάνονταν γρήγορα».
Στην επιτυχημένη για κοινό και κριτικούς σειρά του HBO «The Deuce» η οποία βαδίζει το 2019 στον 3ο κύκλο της με την έμπνευση του δημιουργού του αξεπέραστου «The Wire» Ντέιβιντ Σάιμον και του φημισμένου ελληνοαμερικανού συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Τζορτζ Πελεκάνος, οι πρωταγωνιστές, βαποράκια, προαγωγοί, έμποροι ναρκωτικών, αστυνομικοί, βγάζουν τα προς το ζην στην καρδιά της Τάιμς Σκουέρ στη δεκαετία του 1970. Ο Τζέιμς Φράνκο επιχειρεί να ισορροπήσει μεταξύ διαζυγίου, μαφίας και της φιλοδοξίας του να γίνει μάνατζερ ενός κερδοφόρου μπαρ. Η Μάγκι Τζίλενχαλ είναι μια πόρνη άνευ μαστροπού που αναζητεί τρόπους να ανέλθει στη βιομηχανία του σεξ διαφεύγοντας από το πεζοδρόμιο και περνώντας στην παραγωγή ταινιών ακατάλληλων για ανηλίκους. Γύρω τους άνθρωποι πωλούν τα θέλγητρά τους, εκμεταλλεύονται τους άλλους, απειλούν και απειλούνται, χρεώνονται, εξαγοράζονται, εκβιάζονται, δολοφονούνται. Οι βρεγμένοι δρόμοι, οι σκοτεινές γωνίες, οι φωτεινές μαρκίζες, τα φτηνομάγαζα, τα στριπτιζάδικα, τα αυτοκίνητα, τα πρόσωπα μοιάζουν βγαλμένα ακριβώς μέσα από τα κάδρα της Τζέιν Ντίκσον.