Κάτι παππούδες, ντυµένοι µε το κοστούµι που είχαν αγοράσει προ δεκαετιών. Εκείνο διατηρούνταν ακόµα σε σχετικά καλή κατάσταση. Εκείνοι είχαν συρρικνωθεί από τα χρόνια. Το ρούχο που κάποτε τους ταίριαζε γάντι, έπεφτε πάνω τους τεράστιο. Περαστικός από µια εκκλησία, σε µια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης πριν από χρόνια, είχα πέσει σε µια λειτουργία, µε πολλούς τέτοιους παππούδες ανάµεσα στους παρισταµένους. Ηλικιωµένους, που µε τα ασταθή βήµατά τους στα σκαλιά του ναού έµοιαζαν καραβάκια (ο ισχαιµικός σκελετός τους ήταν το ταλαιπωρηµένο από τους καιρούς κατάρτι) µε µεγάλα γκρίζα πανιά (τα κοστούµια τους) που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν στις καταιγίδες των χρόνων. Δίπλα οι γυναίκες τους, ντυµένες και αυτές µε τα καλά τους (τα παλιά τους), µου φάνηκαν πιο καλοστεκούµενες. Τα δικά τους φουστάνια ταίριαζαν πιο αρµονικά στο σώµα τους, πιθανώς µεταποιηµένα, δεν τις εξέθεταν τόσο. Θυµήθηκα εκείνους τους παππούδες όταν έπειτα από καιρό µπήκα µε φίλους σε ένα κατάστηµα µε ρούχα. Ο ένας ήθελε να πάρει ένα τζιν παντελόνι, ο άλλος δύο πουκάµισα για το γραφείο. «Εσύ τι θα πάρεις;». Ακουσα µε έκπληξη τον (συνήθως σπάταλο) εαυτό µου να απαντά: «Δεν χρειάζοµαι τίποτα». Φταίει το ότι µεγάλωσα: Οσο περνάνε τα χρόνια τόσο λιγότερες γίνονται οι ανάγκες µου. Επιπλέον, επειδή δουλεύω πολύ, οι περισσότερες «έξοδοί» µου είναι για περπάτηµα και για σουπερµάρκετ. Πλήξη; Αυτή είναι η καθηµερινότητά µου. Και όσο και αν εύχοµαι να αλλάξει σύντοµα και να αρχίσουν πάλι τα ταξίδια και οι συναντήσεις µε φίλους, αυτή τη στιγµή τα ρούχα που έχω φτάνουν και περισσεύουν για να καλύψουν τις ανάγκες µου. Ετσι νόµιζα. Hρθε όµως η εικόνα µε τους παππούδες µε τα extra large κοστούµια για να µε ταράξει. Την επανέφερα όπως παρατηρούσα ανόρεχτα κάτι ωραία παντελόνια σε στυλ φόρµας. Υπό κανονικές συνθήκες θα είχα αγοράσει δύο-τρία, γιατί ήταν σε καλή τιµή. Τώρα, µε το που άπλωσα το χέρι να πάρω ένα, το τράβηξα πάλι πίσω: Τι να το κάνω; Πού θα το βάλω; Το µάτι µου έπεσε στη φόρµα που φορούσα. Για πρώτη φορά πρόσεξα πως το χρώµα της είχε ξεθωριάσει. Και πως, επειδή έχω αδυνατίσει, έµοιαζε πάνω µου µε σακί. Πιθανώς, στα µάτια των νέων καλοντυµένων παιδιών που περνούσαν φορτωµένα µε τις αγορές τους και χαρούµενα, να έµοιαζα µε τους παππούδες της εκκλησίας. Με τα παλιά τα ρούχα µου να µε φοράνε, αντί να τα φοράω. Ηρθε η ώρα να ανανεώσω την γκαρνταρόµπα µου; Να βγάλω το κεφάλι έξω από το πηγάδι που µε έριξε η CΟVID-19 και όπου µε σπρώχνουν να παραµείνω τα χρόνια που περνάνε; Την εποµένη, ενώ ετοιµαζόµουν για τη συνηθισµένη βόλτα στο σουπερµάρκετ, άδειασα πάνω µου µισό µπουκάλι κολόνια, από την καλή, που είχα µήνες να τη χρησιµοποιήσω, παρασυρµένος από τη δυσοίωνη σκέψη: «Γιατί να ψεκαστώ; Πού θα πάω και ποιον θα δω;». «Τι ωραία που µυρίζετε!» χαµογέλασε η ταµίας πίσω από τη µάσκα της.
I am back! Ας το προσπαθήσω τουλάχιστον.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος