Κυριακή µεσηµέρι σε εστιατόριο του Χαλανδρίου. Κόσµος! Μετά βίας βρήκαµε ένα µικρό τραπέζι για να στριµωχτούµε. Παραγγείλαµε, ήρθαν τα πρώτα πιάτα. Η δική µου καρέκλα βρισκόταν δίπλα σε κάτι σκαλάκια. Δεν είχα βάλει την πρώτη πιρουνιά σαλάτας στο στόµα µου όταν πάνω στα εν λόγω σκαλάκια εµφανίστηκε ένα παιδάκι, τριών, το πολύ τεσσάρων ετών. Με πλησίασε. Το κεφάλι του ήταν ακριβώς στο ίδιο ύψος µε το δικό µου κεφάλι. Με πλησίασε ακόµα πιο πολύ, σχεδόν µε ακούµπησε. Eµεινε ακίνητο καρφώνοντάς µε µε τα µάτια του. Γύρισα και το κοίταξα αµήχανα, νιώθοντας την ανάσα του στο πρόσωπό µου και λέγοντάς του χαµογελαστός «γεια σου». Καµία απάντηση. Ακίνητο, κολληµένο επάνω µου, συνέχισε να µε κοιτάζει µε βλέµµα παγωµένο. Hταν σαν θρίλερ µε εκείνα τα αθώα παιδάκια τα οποία στη συνέχεια αποδεικνύονται serial killers σε συσκευασία τσέπης. Προσπάθησα να συνεχίσω το φαγητό µου, δεν ήταν όµως εύκολο τη στιγµή που αισθανόµουν εκείνα τα δύο µάτια να µε διαπερνούν και να µε «σκανάρουν». Eκανα άλλη µια προσπάθεια να επικοινωνήσω µαζί του: «Θέλεις κάτι;», ρώτησα πάντα χαµογελαστός. Καµία απάντηση, καµία κίνηση. Τότε πλησίασε η µητέρα του. «Τι κάνει το αγοράκι µου; Ψάχνει παρεούλα;» του είπε. «Μήπως όµως ενοχλεί τους κυρίους;». Μου φάνηκε λίγο ειρωνικός ο τόνος της. Πάντως το πήρε και έφυγε. Σε πέντε λεπτά το παιδάκι επανεµφανίστηκε. Τώρα όχι απλώς κόλλησε στο πρόσωπό µου αλλά και πάτησε µε τα παπουτσάκια του πάνω στο ξύλινο βοηθητικό τραπεζάκι όπου είχαν ακουµπήσει το ψωµί µας, το νερό µας και το κρασί µας. Αναζήτησα µε το βλέµµα µου τη µητέρα του, για να το ξαναµαζέψει. Την είδα να µας κοιτάζει από µακριά αλλά να συνεχίζει αδιάφορα την κουβέντα µε την παρέα της. Δεν κρατήθηκα, της έκανα νόηµα και της φώναξα: «Προσπαθούµε να φάµε! Κάντε κάτι! Δεν µπορεί να συνεχιστεί αυτό!». Εξακολούθησε, προς µεγάλη µου έκπληξη, να συζητεί και να γελά µε τους φίλους της. Eπειτα από µερικά λεπτά, και ενώ ο µικρός αρνούνταν πεισµατικά να κατέβει από το τραπεζάκι παρά τις ευγενικές παρακλήσεις µας, την είδα να πλησιάζει νωχελικά. Σκέφτηκα πως θα µας πει ένα «συγγνώµη», θα της πούµε και εµείς ένα «δεν πειράζει, παιδί είναι» ή κάτι τέτοιο, και θα λήξει το επεισόδιο. Δεν µας κοίταξε καθόλου. Μόνο πλησίασε τον µικρό της και του είπε τόσο χαµηλόφωνα ώστε να την ακούσουµε και εµείς και τα γύρω τραπέζια. «Ψάχνεις να βρεις παρεούλα για να παίξεις, αγοράκι µου; Eλα όµως που δεν είναι όλοι κατάλληλοι για αυτό!». «Ούτε για γονείς είναι κατάλληλοι όλοι» της είπα, τρέµοντας από εκνευρισµό. Δεν µου έδωσε καµία σηµασία, έφυγε. Σχολιάσαµε πως ζούµε πλέον σε έναν κόσµο ανάγωγο, επιθετικό, εχθρικό και αφόρητα τοξικό. Σε έναν κόσµο που επιπλέον ανατρέφει µικρά κακοµαθηµένα τέρατα. Το θέµα της διαπαιδαγώγησης και της συµπεριφοράς των µικρών παιδιών πρέπει να αρχίσει να µας απασχολεί πιο σοβαρά, νοµίζω. Και δεν το λέω επηρεασµένος µόνο που από αυτό το περιστατικό, έχω και άλλα να σας διηγηθώ. Εκτός και αν έχω γίνει ένας γεροπαράξενος που δεν καταλαβαίνει.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος