Για τον Κριστιάνο Ρονάλντο το Μουντιάλ που ολοκληρώνεται σήμερα έπρεπε να είναι η διοργάνωση στην οποία θα γνώριζε την αποθέωση. Στην έναρξή του έλυσε το συμβόλαιό του με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και έγινε ο διασημότερος άνεργος του πλανήτη. Στο Κατάρ πήγε για να δείξει ότι παραμένει ο καλύτερος – αυτό έμοιαζε να τον ενδιαφέρει πιο πολύ από την τύχη της ίδιας της Εθνικής Πορτογαλίας. Ξεκίνησε κάνοντας μια «βουτιά» χάρη στην οποία κέρδισε ένα πέναλτι με το οποίο σκόραρε εκνευρίζοντας τους Γκανέζους. Στο δεύτερο ματς διεκδίκησε ως δικό του γκολ ένα που πέτυχε απέναντι στην Ουρουγουάη ο συμπαίκτης του Μπρούνο Φερνάντες: το ζήτησε προσπαθώντας να κοροϊδέψει όλα τα τηλεοπτικά ριπλέι. Στο τρίτο με τη Ν. Κορέα έβρισε προς τον πάγκο και τον προπονητή που τον έβγαλε στο 65΄ ξεσηκώνοντας τη χώρα εναντίον του. Στον τέταρτο αγώνα μπήκε δυσφορώντας στο 73΄. Στον πέμπτο η Πορτογαλία αποκλείστηκε από το Μαρόκο. Ο Κριστιάνο έφυγε κλαίγοντας. Ολα αυτά θα ήταν μια ακόμα ποδοσφαιρική ιστορία με έναν ματαιόδοξο σούπερ σταρ σε ρόλο πρωταγωνιστή – έχουμε δει κι άλλες. Αλλά γίνεται μια ιστορία με πρωταγωνιστή έναν σύγχρονο άνδρα που δεν θέλει να μεγαλώσει. Διότι ο εν λόγω είναι σχεδόν 38 χρόνων. Και κανείς σε αυτή την ηλικία δεν διανοήθηκε ποτέ του ότι μπορεί να κερδίσει το Μουντιάλ παίζοντας συνεχώς βασικός, ακόμα κι αν μια ομάδα στηθεί επάνω του με μοναδική αποστολή της να τον αξιοποιήσει – δηλαδή να του κάνει τα κέφια. Η άρνηση του σύγχρονου άνδρα να παραδεχθεί πως μεγάλωσε είναι σημείο των καιρών. Παλαιότερα η ματαιόδοξη προσπάθεια αναζήτησης ενός είδους αιώνιας νεότητας ήταν γυναικεία υπόθεση: είχε στηθεί (ανέκαθεν…) γύρω από αυτήν μια ολόκληρη βιομηχανία με σκοπό τη διαγραφή των σημαδιών του χρόνου που περνάει. Ωστόσο νομίζω πως με τον καιρό οι αντιλήψεις των γυναικών αλλάζουν. Σήμερα ολοένα και λιγότερες θα ζήλευαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη που «έφυγε χωρίς να γεράσει ποτέ» και όλο και πιο πολλές ξέρουν πώς να γίνονται επιθυμητές και γοητευτικές μεγαλώνοντας. Οι άνδρες αντιθέτως νομίζω πως σιγά-σιγά κατρακυλάμε στη φαιδρότητα. Η κάποτε μύχια επιθυμία μας να μείνουμε πάντα παιδιά έχει αντικατασταθεί από μια θέληση να παγώσουμε τον χρόνο σε μια ηλικία που μας βολεύει. Ολο και περισσότεροι ξαφνικά μάθαμε τη χαρά της κρέμας ενυδάτωσης, τις μεσογειακές δίαιτες, την ευεργετική επίδραση της γυμναστικής ως τρόπο για να διατηρηθεί το κορμί μας νεανικό, το κούρεμα που κρύβει τα χρόνια γιατί κρατά την εικόνα μας κάπως αναλλοίωτη. Χρησιμοποιώ επίτηδες το πρώτο πληθυντικό: δεν κουνάω το δάχτυλο σε κανέναν – βάζω μέσα και τον εαυτό μου. Στην περίπτωσή μας, πριν από τη νεανική όψη υπάρχει η προσπάθεια να μείνει σε κατάσταση νεανικής παραζάλης το ίδιο το μυαλό μας. Προσπαθούμε να αποφύγουμε τον χρόνο που περνάει υιοθετώντας συμπεριφορές που είχαμε όχι ως νέοι, αλλά ως νεαροί. Δεχόμαστε ως αξίωμα τοότι «η ηλικία έχει να κάνει με το μυαλό» και χαιρόμαστε με το περίφημο «είσαι όσων ετών πιστεύεις ότι είσαι», κι ας μας θυμίζουν οι ιατρικές εξετάσεις ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Η προσπάθεια να σταματήσουμε το ρολόι που τρέχει (κι αν γίνεται και να το βάλουμε να πηγαίνει προς τα πίσω…) γίνεται τόσο φανερή που όποιος μας καταλαβαίνει μπορεί να γελάει λίγο με τη συμπεριφορά μας. Μπορεί να διασκεδάζει ακούγοντάς μας να μιλάμε σαν πιτσιρικάδες χρησιμοποιώντας αδέξια λέξεις ξενόφερτες των οποίων το νόημα αγνοούμε. Μπορεί να μας λυπάται βλέποντάς μας το καλοκαίρι να κυκλοφορούμε με βερμούδες και καπελάκια και χαβανέζικα πουκάμισα σαν ράπερ της συμφοράς. Μπορεί να μας συμπονά κομμάτι παρακολουθώντας μας να προσπαθούμε να φλερτάρουμε με κοριτσόπουλα (που ούτε μας βλέπουν…) ή να παριστάνουμε τους ξενύχτηδες το πρωινό της Δευτέρας, ενώ περάσαμε άλλο ένα Σαββατοκύριακο μπροστά στην τηλεόραση. Αλλά ποιος να το κάνει αυτό; Ελάχιστοι άνδρες έχουν πια την άνεση να αντιμετωπίσουν τον χρόνο που περνάει ως σύμμαχο και σύντροφο στη ζωή. Ολοι προσπαθούν από αυτόν να κρυφτούν – ειδικά αν αυτός δεν μοιάζει να επηρεάζει το περιβάλλον τους. Είναι σκληρό να νιώθεις πως μεγαλώνεις όταν είσαι περικυκλωμένος από τόση γοητευτική «καινουργίλα». Οταν το αμάξι σου είναι τελευταίο μοντέλο, όταν ο υπολογιστής που δουλεύεις έχει όλο και περισσότερες νέες εφαρμογές, όταν το σπίτι σου έχει γεμίσει με προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, πώς γίνεται να μην πιστεύεις πως θα βρεις κι εσύ τον τρόπο μιας αυτοανανέωσης; Δεν γίνεται να δεχθείς πως σε έναν κόσμο που κάνει συνεχώς update, εσύ δεν έχεις τέτοια δυνατότητα.
Αυτή είναι η ιστορία του Κριστιάνο Ρονάλντο, δηλαδή η μεγάλη ανδρική ιστορία του τελευταίου Μουντιάλ. Ο Κριστιάνο ζει σε έναν κόσμο που η πολυτέλεια είναι συνώνυμο του hi-tech. Ακολουθεί το καλύτερο πρόγραμμα εκγύμνασης στον κόσμο. Κάνει την τέλεια διατροφή. Εχει τους καλύτερους μασέρ. Ζει σε ένα θερμοκήπιο που θα ζήλευε ο δόκτωρ Φάουστους – ούτε θα του περνούσε από το μυαλό να κάνει συμφωνίες με τον διάβολο αν είχε τόσες ανέσεις. Αλλά ο χρόνος τρέχει και φαίνεται. Και τα 38 χρόνια, στα οποία κάθε μεγαλύτερός του θα υπέγραφε προκειμένου να επιστρέψει, στη δική του περίπτωση είναι πολλά γιατί μιλάμε για ποδόσφαιρο. Και γίνονται αφόρητα όταν ο 35χρονος Μέσι, ο 36χρονος Ζιρού, ο 37χρονος Μόντριτς στο Μουντιάλ ζουν ημέρες προσωπικού μεγαλείου. Γιατί είναι κάτι ελάχιστο, αλλά συγκλονιστικά καθοριστικό, μικρότεροι.
Το εντυπωσιακό στην ιστορία αυτή είναι ότι ο Ρονάλντο κατάφερε να εξασφαλίσει την αντιμετώπιση μικρού παιδιού – πολύ μικρού.
Η αδελφή του τα έβαλε με όσους τον πλήγωσαν: αν όλα αυτά που του έκαναν συνέβαιναν σε μια αυλή σχολείου θα έπαιζε και ξύλο με τα αγόρια. Η κοπέλα του, η οποία θυμίζει πολύ τα κορίτσια του γυμνασίου που τα έφτιαχναν με λυκειόπαιδα, αντιμετώπισε τις περιπέτειές του με τρυφερότητα λέγοντας πως όλος ο κόσμος ζηλεύει τον καλό της. Ο προπονητής του, ο μαστρο-Σάντος, του φέρθηκε περίπου ως καλός και αυστηρός μπαμπάς. Αλλά ακόμα κι αν σε αντιμετωπίζουν σαν εικοσάχρονο, όταν είσαι σχεδόν 38 χρόνων δεν μπορείς να κερδίσεις το τρόπαιο. Από την άλλη, μπορεί να μη νίκησε τον χρόνο ο Κριστιάνο, αλλά έζησε ένα Μουντιάλ σαν μικρό παιδί. Θύμωσε, τσακώθηκε, έκανε μούτρα, κανακεύτηκε από τους δικούς του, έκλαψε. Ολα αυτά είναι μια παρηγοριά. Να δούμε αν θα ωριμάσει ή αν την επόμενη θα πάρει την μπάλα και θα φύγει την ώρα του ματς. Για να κλαίνε οι άλλοι, τα παλιόπαιδα…