Μικροί έκαναν καλοκαιρινές διακοπές στο χωριό, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Τους πήγαινε ο πατέρας τους και τους άφηνε με τη μάνα τους δύο μήνες τουλάχιστον: για καμιά δεκαπενταριά μέρες ερχόταν κι αυτός. Στα δεκαέξι τους σταμάτησαν να πηγαίνουν. Ο ένας ανακάλυψε ότι έχει πλάκα να γυρνάς καλοκαιριάτικα στα νησιά του Αιγαίου με τους συμμαθητές, που μετά λέγονταν συμφοιτητές και αργότερα «κολλητοί». Πρωτοπήγε με τα φιλαράκια στην Πάρο – έκανε και σερφ: στην παραλία του χωριού του παππού δεν υπήρχαν τέτοια, παρά μόνο κάτι ψαρόβαρκες χτυπημένες από το χειμωνιάτικο θαλασσόνερο. Μετά την Πάρο ανακάλυψε τη Νάξο και τη Ρόδο στην πενταήμερη: ξαναγύρισε εκεί δύο χρόνια μετά – «θυμάσαι κάτι μεθύσια;». Με τα φιλαράκια, μεγαλώνοντας πήγε και στην Κέρκυρα με τις ξεσαλωμένες εγγλέζες τουρίστριες και μετά για τέσσερα καλοκαίρια στη σειρά βρήκε το πλοίο για την Κρήτη. Χαμός στα Χανιά. Τρομερή νυχτερινή ζωή, αξέχαστη. Μεγάλη πλάκα τα Μάλια – «Παίζαμε τους χίπηδες, ρε, θυμάσαι;». Μετά, όταν άρχισε να βγάζει τα δικά του λεφτά, δουλεύοντας στο μαγαζί του πατέρα του, το καλοκαίρι σήμαινε υποχρεωτικά «Μύκονος». Εντάξει, όχι στα πολύ ακριβά, αλλά στη «Μύκονος», γιατί μόνο εκεί διασκέδαζε καλοκαιριάτικα η Ελλάδα. Μετά γνώρισε τη Μαρία που ήθελε, όπως όλες οι ερωτευμένες που ψιλοζηλεύουν, απομόνωση. Κύθνο. Και Κουφονήσια, όλη μέρα αγκαλιά. Και Αλόννησο – ένα βράδυ είχαν κοιμηθεί στην παραλία και εκεί κατάλαβε ότι θα την παντρευτεί. Νιόπαντροι πήγαν στη Σαντορίνη και όταν η Μαρία γέννησε τη μικρή, με ένα φιλικό ζευγάρι βρήκαν ένα σπίτι στη Χαλκιδική και έμειναν τρεις εβδομάδες – το μαγαζί πήγαινε με αυτόματο πιλότο. Αχ, σαν τη Χαλκιδική δεν έχει πουθενά.
Και η αδερφή του, δύο χρόνια μικρότερη, στο χωριό σταμάτησε να πηγαίνει νωρίς: ήδη από τα 14. Παρέες δεν είχε εκεί – δεν της άρεσε τίποτα. Οι συμμαθήτριες της Γ΄ Γυμνασίου τής έλεγαν ότι το καλοκαίρι εκείνο είχαν καπνίσει ένα τσιγάρο σε μια παραλία – αυτή στο χωριό δεν μπορούσε να κάνει τίποτα τέτοιο, γιατί τον πατέρα της τον ήξεραν όλοι: είχε δεν είχε χίλια πεντακόσια άτομα και τουρίστες καθόλου. Μέχρι τα 17 της πήγαινε καλοκαιριάτικα σε μια ξαδέρφη της, που οι γονείς της είχαν εξοχικό στη Νέα Μάκρη: καλύτερα κοντά στην Αθήνα παρά στην απομόνωση με τους γελοίους φίλους του αδερφού της που έπαιζαν όλη μέρα μπάλα. Οταν μπήκε στη Φιλοσοφική πήγε με την ξαδέρφη της στην Ικαρία: οι καλύτερες διακοπές της ζωής της. Βρήκαν κάτι παιδιά που έπαιζαν κιθάρες, κάνανε τσιγαριλίκια, γελούσαν με τους ντόπιους. Τα επόμενα τρία καλοκαίρια με μια κολλητή της πήγανε στα Επτάνησα – Κεφαλλονιά, Παξούς, Αντίπαξους -, και με τον Νίκο που μόλις είχε τελειώσει με το στρατιωτικό πήγαν στην Ιθάκη. «Δεν βρήκα μαζί σου την Ιθάκη μου» του έγραψε σε ένα σημείωμα ένα καλοκαίρι αργότερα και πήγε με μια φίλη της στην Αμοργό. Είχε αρχίσει τα φροντιστήρια στα πιτσιρίκια, δεν περίμενε τα λεφτά του πατέρα της. Μετά με τον Γιώργο έκαναν τον γύρο της Πελοποννήσου και με τον Αλέξη ανακάλυψαν την Τήνο και πήγαιναν σε ένα καταπληκτικό ταβερνάκι που («δεν το θυμάμαι μωρέ το όνομα») έτρωγε εκεί και ο Γιάννης Φέρτης – υπέροχος ήταν. Δούλευε όλον τον χειμώνα για να κάνει τις διακοπές που ήθελε: και στα Κύθηρα πήγε, και στην Ιο, και στη Σκόπελο, και χόρεψε και σε ένα τοπικό πανηγύρι στη Μυτιλήνη. Και στην Πάτμο ένα πρωί που είδε τον ήλιο να ανατέλλει ένιωσε σαν τη Ρέα Φραντζή κι ας μην είχε διαβάσει ποτέ τη «Γραμμή του Ορίζοντος» του Χρήστου Βακαλόπουλου. Βιβλίο θα μπορούσαν να γράψουν με τον αδερφό τους για τις διακοπές στην Ελλάδα. Και πάντα τον πείραζε ότι αντίθετα με αυτόν, όταν αυτή παντρεύτηκε δεν πήγε στη Σαντορίνη με τους νεόπλουτους Κινέζους, αλλά έκανε με τον Μάρκο τον γύρο της Σαρδηνίας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Έχετε ήδη συνδρομή;Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω
Είσοδος