Πηγαίνοντας να αγοράσω την κολόνια μου πρόσεξα πως δίπλα στα μπουκαλάκια με τα δείγματα και με τις υπέροχες μυρωδιές της λεβάντας, του σανταλόξυλου και της μιμόζας είχε τοποθετηθεί ένα μπουκάλι με απολυμαντικό διάλυμα χεριών. Σκέφτηκα πως αν συνεχιστεί το πρόβλημα με τον κορωνοϊό είναι πιθανό τους προσεχείς μήνες οι μεγάλες εταιρείες αρωμάτων να κυκλοφορήσουν απολυμαντικά διαλύματα με τα δικά τους αρώματα: «Σκοτώστε τα μικρόβια και γοητεύστε!», «Το άρωμά σας είναι η υπογραφή σας και η προστασία σας», «Δύο σταγόνες «Μπατόλ» και ερωτευθείτε άφοβα». Την ίδια μέρα, όταν παρατήρησα πως τα καλοστρωμένα πάντα τραπέζια του εστιατορίου όπου συχνά τρώω ήταν δίχως πιάτα και μαχαιροπίρουνα, ο σερβιτόρος μού εξήγησε πως τα έχουν επίτηδες αποσύρει και πως τα φέρνουν μαζί με την παραγγελία, φρεσκοπλυμένα με καυτό νερό και ειδικό απορρυπαντικό. «Για να προστατεύσουμε τους πελάτες μας αλλά και εμάς τους ίδιους». Μέτρησα αρκετούς μανάβηδες στη λαϊκή αγορά να φορούν γάντια. Θυμήθηκα τους γαντοφορεμένους ταξιτζήδες της Ιαπωνίας. Τότε μού είχε φανεί υπερβολική η εμμονή τους με την καθαριότητα και η μικροβιοφοβία τους. Πήγα και στο θέατρο. Απερίσκεπτη απόφαση; Είχα τα εισιτήρια και επιπλέον σκέφτηκα πως χρειάζονται ενίσχυση όσοι βλέπουν τις δουλειές τους να πλήττονται άμεσα από τη νέα «επιδημία». Ωραία ήταν η παράσταση, όμως περισσότερο είχαμε τον νου μας σε έναν θεατή που έβηχε, παρά στα όσα συνέβαιναν στη σκηνή. Με πόνο καρδιάς μετέθεσα τις ημερομηνίες των αεροπορικών ταξιδιών που είχα προγραμματίσει, επειδή γνωρίζω πως η διαρκής ανησυχία μου δεν θα με άφηνε να απολαύσω τίποτε. Εριξα μέσα στο σακίδιό μου μαντιλάκια εμποτισμένα με αιθυλική αλκοόλη, πλένω συχνά τα χέρια μου, περιόρισα κάπως τις μετακινήσεις μου. Προσαρμόστηκα όσο μπορούσα στη νέα εποχή, ελπίζοντας πως γρήγορα θα επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Είχα υποπτευθεί πως ο κορωνοϊός δεν θα ήταν ένας επισκέπτης μερικών ημερών που θα έφευγε με το που θα βάζαμε τη σκούπα ανάποδα και θα ρίχναμε αλάτι πίσω από την πλάτη του. Εξακολουθώ όμως να είμαι ψύχραιμος, για έναν απλό λόγο, επειδή δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνω. Παρατηρώ δύο καλοντυμένες κυρίες με μάσκες να περπατάνε. Μια εικόνα που υπό κανονικές συνθήκες θα την έβλεπα σε ταινία επιστημονικής φαντασίας ζωντάνεψε μπροστά μου, έγινα κι εγώ με τα απολυμαντικά μαντιλάκια μου μέρος της. Είχα διαβάσει πως τα παιδιά που ζούσαν στις πόλεις γύρω από το Τσερνόμπιλ, τις ώρες μετά την έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα έπαιζαν με τη ραδιενεργό στάχτη που έπεφτε σαν γκρίζο χιόνι από τον ουρανό. Με τη φρίκη να παραμονεύει σε κάθε μας βήμα, η ζωή συνεχίζεται. Κάθε φορά που σε φέρνει αντιμέτωπο με το οριστικό τέλος θυμάσαι πόσο θέλεις να ζήσεις. «Μας γίνεται οικείο το σκοτάδι/ καθώς χάνεται γύρω μας το φως» γράφει η Εμιλι Ντίκινσον: «Για μια στιγμή αβέβαιοι πατούμε/ η νύχτα καθώς είν’ πρωτόγνωρη/ η ματιά – έπειτα – μαθαίνει στο σκοτάδι/ και περνούμε το δρόμο σθεναροί./ (…)/ Και ίσια η ζωή σχεδόν τραβά».

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω